Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

ΔΥΟ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΓΡΑΨΑΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Χρίστος Ε. Μαυρόπουλος
Ο κάθε άνθρωπος, περνώντας απ’ τη ζωή, γράφει και την ιστορία του
στο κιτάπι της ανθρωποσύνης.
Άλλος με το νου, άλλος με την καρδιά κι άλλος με την ψυχή !
Έτσι γράφονται τα καμώματά μας.
Κι άλλοι, οι κατοπινοί, τ’αναθυμούνται και τ’ανιστορούν,
οι πιότεροι, συνήθως, τ’άσχημα κι οι λιγοστοί τα ωραία και καλά !
Έτσι, εγώ σήμερα εδώ, σε τούτο το σημείωμα, θα καταπιαστώ με δυο απλούς,καλοσυνάτους και ταπεινούς ανθρώπους, που δίχως μεγάλα σχέδια και ρίσκα στη ζωή, βγάνανε το ψωμί τους, φκιάσανε φαμελιές, παιδιά και ζήσανε με τα...
πιο έμορφα λαϊκά, παραδοσιακά και Χριστιανικά ήθη και έθιμα του χωριού μας.
Δυο γεροντάκια, που με γλυκασμό και σέβας ταιριάξανε ο ένας τον χτύπο,
τον αχό απ’το δερμάτι του ( τούμπανο) κι ο άλλος το γλυκόλαλο και συριχτό
ήχο της πίπιζάς του, με τα Κάλαντα των Χριστουγέννων, της Πασχαλιάς
τη γιορτινή και ιερή σύναξη ψυχών μπρος στο Χριστός Ανέστη, με το λαμπρό
γιορτασμό του Αφέντη και Πολιούχου μας Άι – Γιώργη, προσκλίνοντας με σέβας
στο Μεγαλείο του τριήμερου πανηγυριού, σαν άλλοι βιβλικοί μπροστάρηδες !
Δυο γεροντάκια, που έμοιαζαν, θαρρείς, απ’ τα πολλά τα χρόνια, να’χουν
νετάρει κιόλας απ’ τη ζωή, κι όμως καμαρωτοί και με περρίσια απαντοχή πρώτοι
στις Μεγαλογιορτές, πρώτοι και στα ‘ξοχόκκλησα, τ’ Άι- Γιάννη στο Λιβάδι, στης
“ Μάνας”, τον Άι- Ταξάρχη και στης Παναγιωτούς το εμορφοκκλήσι,
με τούμπανο και πίπιζα, ν’αχολογεί ο Παρνασσός, να διαλαλεί την τόση
τους αγάπη για την παραδοσιακή μας μουσική και τα τραγούδια !
Δυο άνθρωποι, που ο καλός Θεός τους άφησε να ζήσουν, να γεράσουν
και να σηκώσουνε στις πλάτες τους, μέχρι και τα στερνά τους, τα ωραία
ήθη και έθιμα του χωριού και της καρδιάς μας !
Με το σκουφάκι στο κεφάλι τους, με τ’άσπρα γένια ο ένας στα ροδοκόκκινα
μάγουλά του, φρεσκοξυρισμένος πάντα ο άλλος με τα σημάδια των καιρών
στο αχαμνό το πρόσωπό του, “ ακριβοστολισμένοι” κι οι δυο τους με καμζόλες
ντρίλινες, χειμώνα – καλοκαίρι, και τσαρούχια με φούντες αγανές και
πολυκαιρισμένες στα ξεκάλτσωτα πόδια τους τις πιότερες φορές !
Τα χέρια τους σκληρά, ροζάρικα, ο ένας έβγαζε αγκωνάρια στο νταμάρι κι ο
άλλος, γεωργός, προσκύναγε τη γης, κι είχανε πάντα ένα ποτήρι μπρούσκο
σε πρώτη θέση για όποιον ξένο, διαβατάρη, πέρναγε απ’το χωριό, φίλο ή οχτρό.
Μα εκείνο που πιότερο θυμάμαι είναι η τρυφεράδα με την οποία κρατούσανε στο
χέρι τους, ο ένας το κοντόξυλο, για να βαράει το νταούλι του, κι ο άλλος την
πολυχαϊδεμένη πίπιζά του, λες και βαστούσανε χέρια μικρών παιδιών στο
βολταράκι ως τον Οίστρο.
Οι γέροντες τους οποίους μνημονεύω είναι :
Ο Στάθης Μαυρεπής ή Τσελεπής
Ο Στάθης Διαγούρτης ή Καφάσης.
Έζησαν σαν ωραίοι και λεβέντες άνθρωποι και, “φεύγοντας”, αφήσανε
 το νταούλι του ο πρώτος, να το χτυπάν οι ψυχωμένοι...,
ο δεύτερος την πίπιζά του, να τη σπουδάζουν μαθητούδια…
τα κλειδοπίνακά τους, που βάζαν τις ελιές, το τυρί, προσφάγι στη δουλειά τους…
τις οκαδιάρικες μπουκάλες τους τις αδειανές…
τα σύνεργά τους ( βαριό και κλαδευτήρι) μαραζωμένα και στασιάρικα…
δυο ποτήρια γιομάτα μπρούσκο, πλερωμένα στην ταβέρνα για ξένους και
περαστικούς απ’το χωριό…
και μια φωτογραφία τους, στο σχήμα καρτ- ποστάλ, στο σκονισμένο
τζάμι κάποιου μαγαζιού στην αγορά !

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου