Όταν άρχισα να διαβάζω τα γράμματα ήξερα λίγα πράγματα για την Ντόρα, μόνο ότι ήταν γιατρός, διορισμένη στα μέσα του 50 στην Άμφισσα, μια ιδιόμορφη προσωπικότητα, ... αντικομφορμιστική, και ότι η σχέση της με το Φώτη υπήρξε τρικυμιώδης. Διαβάζοντας τα δεν έμαθα και περισσότερα, η ερωτική αλληλογραφία δεν πληροφορεί, απλώς μιλά, μιλά σε αυτόν που δεν μιλά, που κρύβεται μέσα στους αδύναμους αντικατοπτρισμούς του. Τον Φεβρουάριο του 57 η Ντόρα φεύγει από την Άμφισσα γιατί διορίζεται στα Τρίκαλα. Δεν πηγαίνει όμως αμέσως αλλά μένει για λίγες μέρες στο πατρικό της στην Αθήνα, απ’ όπου και τα πρώτα της γράμματα προς τον Φώτη. Οι επιστολές αυτές στέλνονταν ταχυδρομικά αλλά και με το λεωφορείο του ΚΤΕΛ, έμπαιναν μέσα σ’ ένα βιβλίο, σ’ ένα μικρό δεματάκι και με το τελευταίο δρομολόγιο έστελναν και το δεύτερο γράμμα τους. Ήθελε να πληροφορεί στο Φώτη την κάθε στιγμή της, να τον κάνει κοινωνό της καθημερινότητα της. Το μόνο όμως που κατορθώνει είναι να εκθέτει το πάθος της, αυτό που τελικά δεν πληροφορείται. Είναι τόσο έντονος ο τόνος των συναισθημάτων της που διασαλεύει κάθε δυνατότητα δομής, κάθε συνθήκη οργάνωσης. Γίνεται έτσι μια αφόρητη γλώσσα, αυτή η γλώσσα της αναμονής. Η αλληλογραφία τους θα διαρκέσει έναν ολόκληρο χρόνο. Θα του μιλά σχεδόν καθημερινά, παράφορα, όπως κάθε ερωτευμένος. Θα ξενυχτά γράφοντας, «έγινε ολόκληρη η ζωή μου μια συνεχής πέννα που γράφει», θα θυμάται, τα χρόνια που πέρασαν μαζί, τις τρυφερές τους στιγμές, τις εντάσεις, τη συμφιλίωση που ακολουθούσε, το τοπίο του ελαιώνα, τα σοκάκια της πόλης. Ο Φώτης θα σιωπά. Πως αλλιώς…
Από leximata.blogspot.com που μπορείτε να διαβάσετε και την συνέχεια αν θέλετε.