Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2009

Φθινοπωρινά Καστέλια

"Αυτό είναι αληθινό;" με ρώτησε έκπληκτη συνάδελφος κοιτάζοντας αυτή τη φωτογραφία από τα φθινοπωρινά Καστέλλια...

"Είναι στο ποτάμι, στο χωριό μου", της απάντησα. Και βάλθηκα να εξηγώ για τα Καστέλλια, για μια ακόμη φορά. Ένα χωριό προικισμένο με καταπλητκική φύση, με ένα ποτάμι να το διασχίζει, γεμάτο χρώματα και αρώματα. Ένας τόπος μόλις δυο ώρες από την Αθήνα που ... θα μπορούσε να είναι επίγειος παράδεισος. Κι όμως ζει την εγκατάλειψη. Κι αν σας φέρει ο δρόμος σας εκεί δεν θα έχετε που να μείνετε. Και αν αναρωτηθείτε για την ιστορία δνε θα βρείτε ούτε μια ταμπέλα να σας οδηγεί στο παλιό κάστρο, ούτε στους ιστορικούς του μύλους. Κι ας ξεκίνησε η Αντίσταση ακριβώς από εδώ...
Θα βρείτε κλειστά τα ξωκλήσσια και θα αναρωτιέστε πως ένα χωριό με τόσο όμορφα σπίτια και τέτοια φύση, μοιάζει παρατημένο.
Με τα χωράφια του ακαλλιέργητα. Τα μήλα, τα καρύδια, τα ρόδια, τα σταφύλια πέφτουν κάτω και σαπίζουν...
Ναι αυτό είναι το χωριό μου. Ο τόπος της δικής μου αέναης επιστροφής. Το χωριό όπου ούτε γεννήθηκα, ούτε μεγάλωσα, αλλά έχει σημαδέψει ανεξίτηλα κάθε κομμάτι της ζωής μου.
Στο κλειστό σχολείο, νομίζω πως ακούω ακόμη τους απόηχους δεκάδων φωνών...

Οι φίλοι μου, που μεγάλωσαν κι αυτοί τώρα, εδώ έμαθαν τα πρώτα τους γράμματα. Πολλούς έχω χρόνια να τους δω. Δεν συμπίπτουν τα προγράμματά μας...
Κάθε φορά περπατάω ατελείωτα. Πηγαίνω ξανά και ξανά στα ίδια μέρη. Τώρα με τα παιδιά μου. Η αγάπη γι' αυτό το μικρό τόπο περνάει από γενιά σε γενιά... Πάντα κατηφορίζουμε στο ποτάμι:






Εκεί μου ήρθε πάλι μια ιδέα. Να βρεθούμε λέει εδώ στο ποτάμι, δίπλα στον παλιό μύλο και να φέρουμε παραμυθάδες να μας πουν παραμύθια. Να είναι λέει μια αυγουστιάτικη βραδιά. Και αν αρχίσουμε έτσι μια μικρή γιορτή παραμυθιού που να λέγεται ο "Λιαράκης", το στοιχείο που υποτίθεται ότι έβγαινε σε αυτόν εδώ το μύλο:

Και μετά να χαζεύουμε τα ατέλειωτα αστέρια στον ουρανό. Όταν είμασταν μικροί πηγαίναμε σε μέρη σκοτεινά, κοιτάζαμε ψηλά τον ολόφωτο ουρανό και χτίζαμε ολόκληρους κόσμους... Ναι. Να πούμε και πάλι παραμύθια. Που πήγαμε με τον κυνισμό μας;
Κάπως έτσι ανακατεύομα και με το Σύλλογο του χωριού. Μου λένε "Καλά τι έπαθες; Δεν έχεις τίποτε καλύτερο να κάνεις; Όλο ιδέες είσαι..."
Μήπως όμως τέτοια πράγματα μας κρατάνε ζωντανούς; Ρωτάω...
Το βράδυ ο Θανάσης έχει ανάψει τη φωτιά για τα σουβλάκια. Τα παιδιά αδημονούν... Ακόμη και το πιο απλό φαγητό γίνεται νόστιμο εδώ.

Ο χρόνος κυλούσε και χανόταν σαν το νερό στο αυλάκι. Ο χρόνος κυλάει έτσι και με το χτύπημα της καμπάνας (που μπορέι αν γίενι πολύ εκνευριστικό τις Κυριακές το πρωί)
Τις μέρες που πήγαμε δεν έβλεπες ουρανό. Κι ίσως για αυτό προσηλωνόσουνα να κοιτάζεις τα χρώματά της γης: Κάθε πιθανή και απίθανη απόχρωση του καφέ και του κίτρινου, μέσα σε ένα οργιαστικό πράσινο.



Θα μπορούσε να είναι η απόλυτη ομορφιά. Όμως μερικοί συμπατριώτες μου, θεωρούν σκόπιμο να καταστρέφουν. Μερικοί σφάζουν στο ποτάμι τα ζώα τους. Άλλοι ρίχνουν τις αποχετεύσεις τους στο αυλάκι. Άλλοι πετάνε μπάζα και σκουπίδια όπου βρουν. Ιδού η παραφωνία:



Κι όλα αυτά κατηφορίζοντας προς τον εξαιρετικό παιδικό σταθμό του χωριού, με την επίσης εξαιρετική του δασκάλα και την αγαπημένη μαγείρισσα των παιδιών...

Δυστυχώς ο αριθμός των παιδιών ολοένα συρρικνώνεται... Στη γιορτή της 28ης Οκτωβρίου που είπαν τα ποιήματά τους καταλάβαινες ότι αν δεν γίνει κάτι, αν δεν δράσουμε, και ο παιδικός σταθμός θα ακολουθήσει την τύχη του σχολείου...

Για άλλη μια φορά πάντως κανείς μας δεν ήθελε αν φύγει από το χωριό. Τα δυο μικρά μου παιδιά που παίξανε με τα άλλα παιδιά του σταθμού δυο μέρες, δήλωσαν πως θέλουν να πηγαίνουν εκεί σχολείο! Κάτι που και ο μεγάλος ζητούσε εδώ και χρόνια... Και κάθομαι όλο και πιο συχνά και σκέφτομαι τι τους προσφέρω κρατώντάς τα στην πόλη... Τι προσφέρω στον ίδιο τον εαυτό μου. Με τη φίλη και γειτόνισσά μου τη Χριστιάνα λέμε πολλά τέτοια συχνά. Και με το Μάκη που μένει εκεί. Και με τον Τριαντάφυλλο που μένει εδώ. Χρόνια και χρόνια... Η Χριστιάνα φεύγοντας μας έδωσε ένα μπουκέτο κυκλάμινα που μάζεψε δίπλα στο ποτάμι:

Αυτό το χρώμα και το λεπτό άρωμα, μαζί με το άρωμα της ανεμέωνας, του φρέσκου καρυδιού και του πλάτανου, μου θυμίζουν πάνω απ΄ όλα το χωριό. Και μου δίνουν μια δύναμη εδώ στην πόλη, φέρνοντάς μου ταυτόχρονα μελαγχολία.


Στο χωριό νιώθω ότι ζω ταυτόχρονα όλες τις ηλικίες. Είμαι μικρός> Το ηλεκτρικό δεν έχει έρθει ακόμα. Το βράδυ ανάβουμε τις λάμπες πετρελαίου. Πάμε στο ποτάμι με τα άλογα και τα μουλάρια. Οι γυναίκες να χτυπήσουν με τους κόπανους και να πλύνουν κουβέρτες και κουρελούδες. Ο φούρνος με τα ξύλα ανάβει. Τα φαγητά είναι στο φαναράκι. Ο παγοπώλης έρχεται.
Ο χρόνος κυλάει. Το ρεύμα έχει έρθει πια...Μέσα στην ησυχία του απογεύματος ακούγεται η κραυγή από δεκάδες παιδικά στόματα: "Ο σινεμάς. Ο σινεμάς". Η μηχανή θα στηθεί στο απράθυρο του καφενείου του "Κολιότα" που βλέπετε και οι εικόνες θα ξεπηδήσουν ολοζώντανες στον τοίχο του. Σκέφτομαι ότι θα μπορούσαμε πολύ εύκολα, χρησιμοποιώντας τη νέα τεχνολογία να δούμε ξανά σινεμά στον τοίχο του καφενείου. Κάποια από τις παλιές δακρύβρεχτες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου... Τι λέτε;


Συνεχίζεται...
Από stoforos.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου