Γράφει ο kokkiniotis
Τη νύχτα της 25ης προς 26 Νοεμβρίου, πριν από 72 χρόνια, γράφτηκε μια από τις πιο λαμπρές σελίδες στην ιστορία της Εθνικής Αντίστασης. Η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου. Η σημασία της αντιστασιακής αυτής ενέργειας στην εξέλιξη του πολέμου αλλά και στο φρόνημα των λαών που δίναν τη μάχη κατά του φασισμού, είναι λίγο πολύ γνωστή.
Στεκόμαστε σήμερα σε κάποιες λιγότερο γνωστές αλλά χαρακτηριστικές λεπτομέρειες που αντλούμε από το σημαντικό βιβλίο του Δημήτρη Δημητρίου –καπετάν Νικηφόρου: «Αντάρτης στα βουνά της Ρούμελης».
Στο τρίτομο αυτό ντοκουμέντο που γράφτηκε το 1965, μεταξύ των άλλων περιγράφεται λεπτομερώς ο σχεδιασμός και η εκτέλεση της επιχείρησης της ανατίναξης της γέφυρας του Γοργοποτάμου...
Σε αυτή την εξιστόρηση, αλλά και στον απόηχο της παράτολμης αυτής επιχείρησης, φαίνεται ο ρόλος του Άρη Βελουχιώτη, του Ναπολέοντα Ζέρβα και της πολιτικής του αγγλικού ιμπεριαλισμού.
Πριν προχωρήσουμε στο παράθεμα, να αναφέρουμε ότι η επιχείρηση στο ξεκίνημά της είχε να αντιμετωπίσει κάποιες πρόσθετες δυσκολίες. Οι Εγγλέζοι, παρακάμπτοντας τις εαμικές οργανώσεις, προσέγγισαν τον δάσκαλο Πιστόλη και του ζήτησαν να βρει ανθρώπους από τη Λαμία και τα χωριά του κάμπου για να βοηθήσουν. Αυτός μιλούσε με ενθουσιασμό για την ενέργεια, όμως κάποιοι τον πρόδωσαν και συνελήφθη από τους Ιταλούς μαζί με άλλους που μετά από βασανιστήρια είπαν τι σχεδιάζεται. Οι Ιταλοί, που είχαν πιάσει και πολλούς δυναμίτες από τα εφόδια των Άγγλων, ήξεραν πλέον τι πρόκειται να γίνει και ενίσχυσαν τις φρουρές τους στη σιδηροδρομική γραμμή.
Αναφέρουμε επίσης ότι ο καπετάν Νικηφόρος ήταν αξιωματικός της σχολής Ευελπίδων ενώ ο Καραλίβανος, που ακόμα και οι δεξιοί ιστοριογράφοι αναγνωρίζουν ότι έδειξε ιδιαίτερη γενναιότητα στη μάχη του Γοργοποτάμου, ήταν πρώην ληστής που είχε προσχωρήσει με την ομάδα του στον ΕΛΑΣ υπό τον Άρη.
………………………………………………………………………………………………………….
Ο Έντυ, ο Κρις, ο Πυρομάγλου, ο Ζέρβας, μπήκαν στη μικρή καλύβα. Φώναξαν και τον Άρη, δε χωρούσαν όμως καλά – καλά ούτε αυτοί που μπήκαν.
Ό Αρης είπε στον Κωστούλα (γιά τον Κωστούλα θυμάμαι) να μπει κι αυτός στην καλύβα και να βγάλει τα χαρτιά. Ό ίδιος κάθησε μισός μέσα μισός έξω στάλαζαν τα νερά της βροχής στο δεξιό ώμο του στο κοντομάνικο πέτσινο πού φορούσε το χειμώνα πάντοτε. Γιά μένα δεν ήταν θέση στην καλύβα. Δυό μέτρα μπροστά στην πόρτα, λίγο πλάγια, ήταν ένα ισχνό κεδράκι με μιά τούφα αστείο φύλλωμα στην κορφή. Υπήρχε ένα λιθάρι στή ρίζα του, γιά νά καθήσει κανείς. Λοιπόν, κάθησα σ” αυτό το λιθάρι, με σηκωμένο το γιακά της χλένης μου και κατεβασμένα τα πλαϊνά από το δίκωχό μου, συμμαζεμένος μούσκεμος και κρυαδιασμένος.
Τότε ο Αρης, σάλιωσε πρώτα το τσιγάρο που έστριβε, το άναψε κι άρχισε να υπαγορεύει στον Κωστούλα τη διαταγή γιά την επιχείρηση. Εβαλα αυτί. Αρχισε και πήγε ως το τέλος ακόμπιαστα, δεύτερη φορά δε γύρεψε από τον Κωστούλα νά του ξαναδιαβάσει πουθενά. Και σιγά – σιγά, παρουσιάστηκε μπροστά μας ολοζώντανη η εικόνα της επιχείρησης, απλή και καθαρή η σκέψη του, μιά υπόθεση θεμελιωμένη σίγουρα αναβαθμό σε αναβαθμό για να πετύχει, αραδιασμένα όλα μ’ έναν τρόπο τέλειο να βεβαιώνεσαι με πόση εμπιστοσύνη πρέπει νά κατεβούμε το βράδυ στο γιγάντιο γεφύρι. Μέσα στην καλυβούλα δεν ακουγόταν άχνα, μόνο ένα ήσυχο βαβούρισμα ή φωνή του Κρις πού μετάφραζε στον Εντυ λέξη προς λέξη όσα υπαγόρευε ό Αρης.
Να πώς συγκρατώ την αθάνατη αυτή διαταγή:
— Διαταγή Επιχείρησης.
Ι. Αντικειμενικός σκοπός — νά καταστραφεί ή γέφυρα του Γοργοποτάμου.
II. Πληροφορίες
1. Γιά τον εχθρό. Ό εχθρός κατέχει το νότιο βάθρο της γέφυρας μέ 80 άντρες και πλήρη αμυντική οργάνωση της τοποθεσίας (συρματοπλέγματα, χαρακώματα, πολυβολεία από μπετόν αρμέ). Το βόρειο βάθρο, με δύναμη 30 άντρες σε αντίσκηνα και μιά κωνική σκηνή εκστρατείας. Ή οργάνωση της τοποθεσίας εδώ μόλις τώρα αρχίζει. Δυό δίκανα αντιαεροπορικά, πού μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για πυρά κατά επιγείων στόχων, είναι εγκατεστημένα στην κορφή του λόφου, ανατολικά από το νότιο βάθρο. Αλλες φρουρές κοντά στο στόχο: Λαμίας, μεγάλη δύναμη, και σ” όλο το μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής μέχρι Μπράλλο σ” όλους τούς σταθμούς και τα τεχνικά έργα.
2. Γιά τά φίλια τμήματα. Στήν επιχείρηση θά συνεργαστούν α) 150 άντρες του ΕΛΑΣ β) 60 άντρες τοΰ ΕΔΕΣ και γ) ή βρετανική στρατιωτική αποστολή, 12 — 14 αξιωματικοί και σαμποτέρ.
III. Κατανομή αποστολών:
1. Τμήμα του ΕΛΑΣ από 4 ομάδες με τον έφεδρο υπολοχαγό Κωστούλα θα προσβάλει τό νότιο βάθρο. («Ό Κωστούλας!» — είπα μέ έξαψη. «Νά ιδώ, σε μένα τι θα δώσει;»..»).
2. Τμήμα του ΕΔΕΣ από 45 άντρες, μέ τούς ανθυπολοχαγούς Παπαχρήστου και Πετροπουλάκη θα προσβάλει το βόρειο βάθρο.
3. Δυο ομάδες του ΕΛΑΣ, 15 άντρες καθεμιά, κι από ένας βρετανός σαμποτέρ, σε θέσεις ένα περίπου χιλιόμετρο βόρεια και νότια από τη γέφυρα, με αποστολή: να υπονομεύσουν τή γραμμή και νά εμποδίσουν προσέγγιση εχθρικών ενισχύσεων.
4. Μιά ομάδα του ΕΛΑΣ (15 άντρες), εφοδιασμένοι με δοχεία βενζίνα, στην ξύλινη οδική γέφυρα τοΰ ποταμού Σπερχειού στο δρόμο Φραντζή – Λαμία.
5. Τμήμα σαμποτέρ από βρετανούς αξιωματικούς, βοηθούμενο από 8 άντρες του ΕΛΑΣ και 4 του ΕΔΕΣ, για την ανατίναξη τής γέφυρας.
6. Τμήμα τοΰ ΕΛΑΣ 30 άντρες με τον ανθυπίλαρχο Νικηφόρο, γενική εφεδρεία τής Διοίκησης. (Μόλις τό άκουσα, ένα βουϊτό γέμισε τό κεφάλι μου. Είπα ευχαριστημένος, «καλά είναι, δε θά κινδυνέψω». “Αλλά μ” έτρωγε και τό σαράκι. «Γιατί τόκαμε αυτό ό «Αρης;» — «Οτι δηλαδή έμενα ουσιαστικά έξω από την επιχείρηση).
7. Διοικητής τών τμημάτων πού θα ενεργήσουν την επίθεση, ο λοχαγός του Πυροβολικού Μυριδάκης του ΕΔΕΣ.
8. Γενικός αρχηγός της επιχείρησης ο αρχηγός του ΕΔΕΣ συνταγματάρχης Ναπ. Ζέρβας.
(Ακούστηκε αυτού έκπληκτη μέσα στην καλύβα ή φωνή του Ζέρβα κι έλεγε: «»Ω, αδερφέ Αρη! Γιατί μου τρως ένα βαθμό;» — και γελάσαμε εύθυμα όλοι.
Ακούγαμε ως εκείνη τή στιγμή κρατώντας τήν αναπνοή μας. Σιγά-σιγά είχαμε απορροφηθεί. Ηταν σά νά είχε αρχίσει κιόλας ή επιχείρηση, νά παίρναμε μέρος, σά νά είχαμε τήν αγωνία νά βεβαιωθούμε γιά την εξέλιξη, άπλωνε μαγικά μπροστά μας τή μάχη ή ήσυχη φωνή τοΰ Άρη. Γελάσαμε λοιπόν μέ τή διαμαρτυρία του Ζέρβα, χαμογέλασε κι ό Άρης «ό στρατηγός Ναπ. Ζέρβας» διόρθωσε κι εξακολούθησε να υπαγορεύει πάλι τη διαταγή):
—IV «Οδηγίες και παρατηρήσεις.
1. «Εναρξη, ώρα 23 άκριβώς.
2. Μέγιστο χρονικό όριο γιά τήν έξουδετέρωση τής φρουράς: ένα τέταρτο τής ώρας.
(Πάλι άκούστηκε ξαφνιασμένη ή φωνή του Ζέρβα:
— Άρη ! Μόνο ένα τέταρτο !
— Πέρα άπό τό τέταρτο θ’ αρχίσουμε νά χάνουμε τήν επιχείρηση — είπε κοφτά ό Άρης. Και εξακολούθησε:)
3. «Αριθμός άνατινάξεων πού θά χρειαστούν — (και γύρισε τό κεφάλι του μέσα στήν καλύβα. Ό Κρίς κατάλαβε και κάτι είπαν μέ τον «Εντυ, ύστερα ό «Εντυ είπε «γιές – γιές, θρή όρ φόρ» και ό Κρις στον Άρη «τρεις ή τέσσερες» Τέσσερες! υπαγόρεψε ό Άρης και πήγε παρακάτω:)
4. Οι ομάδες βόρεια και νότια απ” τη γέφυρα θά ετοιμάσουν αμέσως την υπονόμευση τής σιδηροδρομικής γραμμής στις θέσεις τους, αλλά ούτε τις τηλεφωνικές συνδέσεις θα κόψουν ούτε τά πυροδοτικά μηχανήματα θα τοποθετήσουν στη γραμμή, πριν πέσει ό πρώτος πυροβολισμός στη γέφυρα. Λεπτομέρεια βασική αυτό.
V. Σήματα και αναγνωρίσεις.
1. Για την κατάληψη του βόρειου βάθρου: μια λευκή φωτοβολίδα.
2. Για την κατάληψη του νότιου βάθρου: μιά πράσινη φωτοβολίδα.
3. Κατάληψη τής γέφυρας: μιά κόκκινη φωτοβολίδα (λοχαγός Μυριδάκης).
4. Ή κόκκινη φωτοβολίδα, σημείο γιά τούς σαμποτέρ νά προχωρήσουν στήν εκπλήρωση τής δικής τους αποστολής.
5. «Ενα μακρόσυρτο σφύριγμα (μέ κοινή αστυνομική σφυρίχτρα), σημείο, ότι οι σαμποτέρ προχωρούν τήν κάθε φορά κι αρχίζουν τό έργο τους. Απανωτά, κοφτά σφυρίγματα, σημείο ότι κάθε ανατίναξη επίκειται.
6. Ολοκλήρωση της καταστροφής της γέφυρας: δυο κόκκινες φωτοβολίδες (υπεύθυνος ό αρχηγός των σαμποτέρ).
7. Τέλος της επιχειρήσεως — αποχώρηση: τρεϊς πράσινες φωτοβολίδες από τό Σταθμό Διοίκησης (υπεύθυνος ό στρατηγός Ζέρβας). 8. Σημεία συγκέντρωσης κατά την αποχώρηση Πλακωτό — Χοντρογιάννη Πριόνια — Μαυρολιθάρι.
— Ξαναδιάβασ’την — είπε ό Αρης στον Κωστούλα.
Μέσα στην καλύβα έπαψε και η φωνή του Κρις κι ο Κωστούλας διάβασε.
— Τί άλλο λέτε πώς χρειάζεται; — ρώτησε ό Αρης. Για να μήν αργούμε!
— Ούτε λέξη, Αρη! Ησουν έξοχος! — ξέσπασε μ” ενθουσιασμό ό Ζέρβας — Μπράβο!
«Ολοι ενθουσιασμένοι είμαστε. Και ό Εντυ, ζωηρά, μόλις τούπε ό Κρίς τί έχει νά προσθέσει αποκρίθηκε ζωηρά κι αυτός «τίποτα! τίποτα! Πολύ καλό!».
… Συγκεντρωθήκαμε χώρια τό κάθε τμήμα. Άρχισε σέ μάς ό «Αρης νά μάς εξηγεί τό σχέδιο, νά τό καταλάβουν όλοι, γιατί τή νύχτα ό κάθε μαχητής γίνεται ό ίδιος στρατηγός. Τί περίεργο μ” αύτόν τον άνθρωπο. Οι οδηγίες του, σά νά έκοβαν ένα – ένα όλα τά εμπόδια και τή θεωρούσες έτοιμη, τελειωμένη τη δουλειά. Τον άκουγες κι αισθανόσουν νά σέ πλημμυρίζει άνεση κι ευγνωμοσύνη, πού τις βρίσκει και σου τις ξυπνάει μέσα σου τόσες πηγές δύναμη και ετοιμότητα.
Υστερα προχώρησε νά χωρίσει τις ομάδες γιά την κάθε αποστολή.
Στον Κωστούλα έδωσε τις ομάδες πού ήσαν ό Νικηταράς, ό Κεραυνός, ό Καραλίβανος, Φυσέκης, Θεοχάρης. Στο Σπερχειό έστελνε τον Ηρακλή (Κώστα Σκαρμούτσο). Βόρεια άπό τή γέφυρα τον Παν, Μαυρίδη, τον Μενέλαο. Νότια τό Διαμαντή. Στήν έφεδρεία όρισε τις ομάδες του Φιλίππου (άπό τή Φουρνά) και δέ θυμάμαι ποιά άλλη. Κρατούσε άκόμα κοντά του άπό τά στελέχη τό Θάνο, τον Περικλή, τον Πελοπίδα. Δέ θυμάμαι άκόμα, πού όρισε τον Κίμωνα (Κώστα Τσιλέκα) και τό Λάμπρο (Σπύρο Μπέκιο).
Κάθε όμάδα, μόλις άκουγαν τήν άποστολή τους άρχιζαν τήν ξαναμένη προετοιμασία. Συγκεντρώνονταν γύρω στούς ομαδάρχες τους, άκουγες βιαστικές μετακινήσεις μέσα στά πουρνάρια, σιγανές ζεστές συνεννοήσεις. Απλωνότανε σιγά – σιγά έξαψη κι άνακατωσούρα.
Μιά στιγμή φώναξε ξανά ο Άρης κι έγινε αμέσως ησυχία. Ρώτησε αν υπάρχουν άλλες απορίες. Υστερα είπε:
— Συναγωνιστές!
Τον ακούγαμε αχνά.
— Συναγωνιστές…. Σέ λιγάκι ξεκινάμε. Ή δουλειά πού κατεβαίνουμε είναι βέβαια δύσκολη. «Αν όμως κάμει ό καθένας ό,τι του ανατέθηκε, γίνεται εύκολη γιά όλους και θά τελειώσει γρήγορα και καλά. Θέλω το πρωί που θ” ανηφορίζουμε ξανά αύτη την πλαγιά, νάχουμε όλοι τό κεφάλι μας ψηλά. Μου δίνετε τό λόγο σας;
«Ενα σκίρτημα μάς τίναξε. Βγήκε μιά κραυγή κι αϊτό τά 150 στόματα, η υπόσχεση πού γύρευε ό καπετάνιος μας. Σείστηκε ολάξαφνα η πλαγιά κι ήτανε έξαίσιο κι αυτό. Είχαν ξεχειλίσει κατακαλά πλέον οι καρδιές μας δύναμη κι ενθουσιασμένη, άδερφική συνοχή.
— Τελειώστε τώρα και ξεκουραστείτε, ώσπου νά ξεκινήσουμε.
«Εγινε πάλι οχλοβοή, κάθε τμήμα συγκεντρωνόταν κύκλο γύρω στο αρχηγείο του και συζητούσαν. Πήγαιναν κι έρχονταν και στον «Αρη πότε ο ένας, πότε ό άλλος άπό τους αρχηγούς των τμημάτων.
Τον πλησίασα κι εγώ, μ” έτρωγε νά τον ρωτήσω.
— Καπετάνιε, — τούπα.
— «Ε, όρέ — γύρισε ζωηρά και κατάλαβε ότι κάτι έτρεχε.
— Δέ βρήκες κάτι καλλίτερο να μου αναθέσεις εμένα;
Τινάχτηκε έκπληκτος.
— Κρίμα σε σένα! — μου λέει ζωηρά.
Έγώ, τον κύτταζα απορημένος.
—- Κρίμα πού είσαι κι αξιωματικός! — μου ξαναλέει. — Δεν τό ξέρεις ότι οι μάχες κερδίζονται μέ τις εφεδρείες;
Σκίρτησα χαρούμενος.
— Αύτό είναι; — τον ρωτάω — Νά τό πιστέψω;
Μάζεψε τις πλάτες του όλο πονηράδα.
— «Οπως θέλεις — μου κάνει — εκτός πλέον αν έχεις τόση εμπιστοσύνη στο τμήμα του στρατηγού….
Μέ κυρίεψε αγαλλίαση και καινούριος θαυμασμός, πόσο μακρυά πήγαινε πάντα τό μυαλό του.
…………………..
Ή μάχη συνεχιζόταν. Στη γέφυρα έπεφταν πυκνές ομοβροντίες, «Οχι βέβαια όσο πριν, αλλά στο βόρειο βάθρο εξακολουθούσε η εμπλοκή. Σιγά-σιγά, τά πυρά αραίωναν, έπαυαν σχεδόν. Φωτοβολίδα όμως πουθενά. Αρχίσαμε νά αδημονούμε, ότι κάτι άσχημο θα συμβαίνει.
— Μισή ώρα! — κάνει έκπληκτος κάποιος μιά στιγμή.
— Τι διάολο φκιάνουν εκεί! — λέει ερεθισμένος ό Πελοπίδας.
Ήταν έντεκα και 41, τριανταέξη δηλαδή ολόκληρα λεπτά, άπό την ώρα που αρχίσανε κι άκούσαμε ξάφνου λίγα μέτρα μπροστά μας ανθρώπους που φτάνανε λαχανιασμένοι. Και μέ μιας ένα άγριο «αλτ!». Πεταχτήκαμε αλαφιασμένοι.
— Ό στρατηγός, παιδιά! Πού είναι ό στρατηγός; — άκούσαμε ρωτούσαν, μιά φωνή όλο αγωνία.
Αλαφιάστηκε κι ό Ζέρβας, αναπήδησε όλος ό όγκος του:
— Έδώ! Έδώ! Τι συμβαίνει παιδί μου, Σωτήρη; -— είπε.
Αμέσως φύτρωσαν μπροστά μας αχνοί δυο άνθρωποι, πιασμένη ή ανάσα τους. «Ολοι άναστατωθήκαμε. Ό «Εντυ, όρμησε και κάτι τουπε ό Κρίς (παραπέρα πούχε καθήσει κι είχε ανάψει την πίπα του και κάπνιζε μέσα στη χούφτα του), και πετάχτηκε κι αυτός άναστατωμένος και φτάσανε σκουντουφλώντας δίπλα; μας κι οι δυό τους.
— Στρατηγέ μου! — έλεγε ό Παπαχρήστου — οί άντρες μου μέ εγκατέλειψαν….
Αποσβολωθήκαμε! Δίπλα στον Παπαχρήστου, στεκόταν ό Πετροπουλάκης.
— Γιατί, γιατί, παιδί μου! — τινάχτηκε ταραγμένος ό Ζέρβας.
— Μας έβαλαν οί Ιταλοί, στρατηγέ μου … — άρχισε νά εξηγεί ό Παπαχρήστου
Πετάχτηκε τότε διαολισμένος ό «Αρης.
— Τί, τι ήθελες, μωρέ, νά σάς κάμουν; Νά μή σας βάλουν;….
Ό Παπαχρήστου αιφνιδιάστηκε. Τότε ακούστηκαν απότομα στο γεφύρι πολλές φωνές μαζί, άλλη άναστάτωση, πυκνές ομοβροντίες. Στρέψαμε όλοι έκεί.
Μείναμε κάμποσο έτσι. «Τι διάολο γίνεται;» άγωνιούσαμε. Στεκόμουν δεξιά του «Αρη. Σκύβω κοντά του μιά στιγμή, του ψιθυρίζω στ” αυτί:
— Καπετάνιε!… Τι γίνεται;… Δε θα κάμεις τίποτα;… «Ένα σωρό παιδιά μας θάχουν τώρα σκοτωθεί… Θα την αφήσουμε σχεδόν τελειωμένη δουλειά;
Γύρισε τότε κι εκείνος, έσκυψε κοντά μου, άμίμητος, και μου λέει με τον τρόπο πούκανε ό Κίμωνας ο Φαφούτης «παλαβέεε, πωπώω μεραρχίες!»…
— Πάψε, παλαβέ! Κοτζά μ” στρατηγό έχουμε δώ. Νά δούμε τί θά κάμει αυτός…
Πέρασε λίγη ώρα ακόμα, κανένας δε μιλούσε. Τινάχτηκε τότε ό «Αρης:
— Νικηφόρε! Θάνο! Πελοπίδα! Περικλή!
Σπίθιζε οργή ή φωνή του….
— Πάρτε αμέσως τήν εφεδρεία! Σέ είκοσι λεπτά, νάχετε τελειώσει μέ τό γεφύρι. Νά μή γυρίσετε πίσω αλλιώς. Γρήγορα. «Όποιος κάμει πίσω, εκτέλεση επί τόπου! Φευγάτε!
— Ναί! ναί, παιδί μου, Νικηφόρε -— είπε αχνά και ο Ζέρβας.
Πήραν φωτιά κι οί πέτρες.
— Στα όπλα! — φώναξα στούς άντρες της εφεδρείας καί πετάχτηκαν πανέτοιμοι πίσω άπ’ τό λόφο……
Μετά τη μάχη
Σηκώσαμε ό,τι περιττά πράγματα είχαμε παρατήσει κατεβαίνοντας για τό γεφύρι και φύγαμε αμέσως. Φτάσαμε και στο πλατύ ξέφωτο στην άπλα στις Καταβόθρες. Ανοιξε ωραία ό ορίζοντας. Σά νάταν ένα κέντημα, γιρλάντα στη φωτερή άσπρίλα του χιονιού φάνταζε ή κινούμενη γραμμή μας.
Πήραμε τον κατήφορο για τη Γκούρα. Ακούμε, άρχισε νά χτυπάει ή καμπάνα του χωριού, δροσερή – δροσερή, λαχανιαστή, σά νά όρμησε ξυπόλυτη στους δρόμους, άνασηκωτές οι φούστες της, νά ξεσηκώσει τό χωριό. Πνιγόταν ό άχός της άπ” τό χιόνι.
Ζυγώνοντας στο χωριό, βλέπουμε, έρχονταν ό κόσμος νά μας προϋπαντήσουν, παραπατούσαν στο παχύ χιόνι, μπροστά χοροπηδώντας τά παλληκαρόπουλα. Παραμέριζαν όταν φτάναμε ν” άφήσουν άνοιχτό τό ντορό να περνούμε εμείς, φωνές, καλωσορίσματα. Πιο κάτω οι μεγαλύτεροι, άλλος κρατούσε ταμιζάνα μέ κρασί, άλλος ποτήρια, άλλος μάς πρόσφερνε τυρί, μήλα, κυδώνια, πετιμέζι. «Οσοι είχαν ελεύθερα τά χέρια τους χτυπούσαν παλαμάκια. «Μπράβο! Μπράβο! Ζήτω σας!» έλεγαν οι γεροντότεροι και σήκωναν ψηλά τις τραγιάσκες τους —όλα αυτά μέ μιά ωραία καθαρευουσιάνικη επισημότητα. Στεκόμασταν ή φάλαγγα τόπους – τόπους, παίρναμε τά φιλέματα, υστέρα προχωρούσαμε πάλι. Πιάσαμε ένα τραγούδι :
«Ξεφτέρια της Φθιώτιδας και της Γραβιάς λιοντάρια της Αλαμάνας ήρωες, της Γκιώνας παλληκάρια…
Σταθήκαμε λίγο στο πόδι στο χωριό αύτό. Κατόπιν εξακολουθήσαμε γιά τό Μαυρολιθάρι. Πετάχτηκαν κι εδώ έξω ό κόσμος, άντρες, γυναίκες και παιδιά.
Ανακατωθήκαμε στην πλατεία έβραζε ή έξαψη κι ό ενθουσιασμός, όλοι ρωτούσαν αχόρταγα νά μάθουν λεπτομέρειες. Οι άγωγιάτες είχαν γίνει σπουδαία πρόσωπα.
Μάς είχαν έτοιμη ζεστή – ζεστή φασουλάδα. Πήραμε συσσίτιο και μοιραστήκαμε στά σπίτια, άπό δυο – τρεις στο καθένα. Λαμπάδιαζαν ωραίες φωτιές στά τζάκια και μάς περίμεναν στο πόδι γεμάτοι ευφροσύνη οι άνθρωποι του κάθε σπιτιού. Φάγαμε, ζεσταθήκαμε, στεγνώναμε. Κατόπιν ερχόταν γλυκά και μάς έπιανε βαθειά, όμορφη νύστα. Πέφταμε και κοιμούμασταν δίπλα στις ζεστές παραστιές κι οι νοικοκυραίοι περπατούσαν στά νύχια σιγομιλώντας μέσα στά σιγηλά σπίτια τους….
Τήν άλλη μέρα το πρωί είχαμε συνέλθει καλά, χορτάτοι και στεγνοί. Τό τμήμα τού ΕΔΕΣ ετοιμαζόταν νά φύγει. Κρύα ή φιλία μας — δέ μπορέσαμε να νοιώσουμε άνετα εμείς γι” αυτούς ούτε φαίνεται κι αυτοί γιά μάς. Θά φεύγανε και οι έγγλέζοι μαζί. Θά τους έπαιρνε — λέει -ένα υποβρύχιο στο Ιόνιο νά γυρίσουν στην Αίγυπτο. Είχαμε ωστόσο, συνηθίσει αυτές τις μέρες μαζί, και λυπόμασταν τώρα που θά χωρίζαμε. Οι εγγλέζοι, λάμπανε ενθουσιασμένοι.
Τό μεσημέρι, πριν φύγει τό τμήμα τού Ζέρβα, βούιζε τό μακρύ σκολειό τού χωριού κίνηση. Βρέθηκα κι εγώ στο κρύο γραφείο στο σκολειό τήν ώρα πού συναντήθηκαν εκεί ο Αρης, ό Ζέρβας, ό Πυρομάγλου, ό Εντυ, ο Κρις, ό Θάνος, ό Περικλής, ό Πελοπίδας, ό Διαμαντής , ό Κωστούλας κι άλλοι άκόμα. Βρεγμένο κάτω τό πάτωμα άπό τό χιόνι των παπουτσιών μας πού έλυωνε. Περιεργαζόμουν μιά υδρόγειο στεριωμένη απάνω στο μεγάλο τραπέζι, τους σιωπηλούς χάρτες στούς τοίχους, τά στοχαστικά κάδρα των ηρώων του 21.
Μιά στιγμή πήρα είδηση κάτι γινόταν. Μαζευτήκαμε όλοι γύρω στο τραπέζι. Ελεγε ό Εντυ, μετάφραζε ό Κρίς. Τά συγχαρητήριά τους και τη μεγάλη τους ικανοποίηση ότι ή επιχείρηση πήγε καλά. «Ενας άλλος εγγλέζος δίπλα, κρατούσε μια τσάντα βαρειά. Απλωσε ό «Εντυ, πήρε άπό την τσάντα μιά άσπρη σακουλίτσα δεμένη άπό πάνω, την κρατούσε κι έλεγε ότι αύτό ήταν ένα δώρο σέ μάς γιά την επιτυχία. Μετάφραζε πάλι ό Κρις ότι ήταν 250 λίρες νά τις κάμουμε ό,τι θέλουμε. Ό Αρης έστριβε πάλι ένα τσιγάρο, ζάρωσε αιφνιδιασμένος τά φρύδια του. «Ολοι παραξενευτήκαμε. Ό «Εντυ άπλωνε νά δώσει τό σακουλάκι. Ό «Αρης δεν άπλωνε νά τό πάρει. Σάλιωσε τό τσιγάρο νά τό κολλήσει, κι άρχισε νά λέει στόν Κρίς:
— Ευχαριστούμε τό συναγωνιστή συνταγματάρχη γιά τά καλά του λόγια. Οι λίρες δέ μάς χρειάζονται. Αύτό που κάμαμε ήταν τό καθήκον μας. Εκείνο πού θέλουμε άπό σάς είναι όπλα και σφαίρες. Και κανένα άρβυλο νά περπατάμε. Γιά τις άλλες άνάγκες μας μπορούμε ν” απευθυνόμαστε στο λαό μας.
Ό «Εντυ, ό Κρίς, ό Ζέρβας και οί άλλοι χαμογέλασαν στενόχωρα, τους κακοφάνηκε ή απροθυμία του «Αρη, τό πήραν ώστόσο σάν αστείο. Ό Έντυ έλεγε ότι οί 250 λίρες μόνο ένα συμβολικό δώρο ήταν.
—Ελα, καϋμένε «Αρη! — είπε κι ό Ζέρβας — Πάρε τό δώρο των συμμάχων. Λίρες είναι στο κάτω – κάτω!
Ό Αρης, κύλησαν πρώτα αργά τά μάτια του στο Ζέρβα. Ό «Εντυ, έξακολουθούσε ότι κάτι θά μπορούσαμε ν” άγοράσουμε γιά τις άνάγκες μας και μ’ αυτές τις λίρες.
—Ωραία! — είπε ό Αρης — τις δεχόμαστε. Και κρατείστε τες. Θέλουμε ν” άγοράσουμε όπλα και σφαίρες. Κανονίστε τήν τιμή και νά μάς τά προμηθέψετε.
Στο τέλος άπλωσε τό χέρι, δεν τήν πήρε όμως πάλι τή σακούλα. Τήν έπιασε κύτταξε ίσια στά μάτια τον «Εντυ και τούπε σοβαρά:
—Τις παίρνουμε. Μέ μιά συμφωνία όμως. «Οτι είναι δώρο. «Οχι φεύγοντας άπό δώ νά βγάλετε τά δευτέρια σας και νά τις γράψετε κι αύτές σέ κάποιο λογαριασμό μας κι αύριο νά μάς τις γυρεύετε διπλές και τριπλές μέ αποκλεισμούς καϊ μέ επεμβάσεις, όπως κάματε κιϊ μέ κάτι παληότερα δάνεια, πού άν και σάς τάχουμε πληρώσει έξη φορές ώς τά σήμερα, σάς τά χρωστάμε άκέρηα ακόμα.
Ό «Εντυ κι ό Κρις κοκκίνισαν, τόρριξαν όμως πάλι στο αστείο, τούς καταλάβαινες, ότι άδημονούσαν νά τελειώσει ή δυσάρεστη αυτή σκηνή. Και ό «Αρης πήρε τή σακούλα μέ τις 250 λίρες.
Πριν φύγει το τμήμα του Ζέρβα, ήρθε και με βρήκε ό Παπαχρήστου. Μέ πήρε νά περπατήσουμε, οι δυό μας.
— Πώς μπορείς — μου λέει ξάφνου — να κάθεσαι με τούς κομμουνιστάς; Νά φύγεις και νάρθεις μαζί μας, με το στρατηγό, που είμαστε όλοι οι αξιωματικοί. Θά παίρνεις και το μισθό σου και όχι μόνο τό μισθό.
Του αποκρίθηκα, ότι στο βουνό δέ βγήκα για να παίρνω το μισθό μου και ότι στο στρατηγό είχαν μαζευτεί όλοι οι αξιωματικοί, το λογικό λοιπόν δέν ήταν νά φύγω κι εγώ νά πάω εκεί, αλλά νάρθουν μερικοί απ” αύτούς σέ μάς, πού έχουμε τόσο στρατό νά πολεμάει χωρίς αξιωματικούς.
– Έδώ κυριαρχούν οί κομμουνισταί — μου είπε ό Παπαχρήστου. — Δέ βλέπεις που και οί σύμμαχοι δέν τούς βλέπουν με καλό μάτι.
Του είπα τότε ξανά, ότι πάλι και τό επιχείρημά του γιά τούς συμμάχους δέ μέ πείθει. Τό αντίθετο μάλιστα. Γιατί οί σύμμαχοι κάνουν τή δουλειά τους. Ή δική μας δουλειά, ποιά είναι; Οι κομμουνισταί, που λες, τούς ζω κάθε μέρα, πολεμούν παντού μπροστά, πρώτοι στις θυσίες.
Αυτός πιά δέ μιλούσε, κατάλαβε ότι δέ γινόταν τίποτα και χωρίσαμε. Τον καταλάβαινα, δυσαρεστήθηκε.
Το βράδυ, μοναχοί μας πιά, ακούσαμε Λονδίνο, τά νέα γιά τό Γοργοπόταμο. Από τη στιγμή που γυρίσαμε στο Μαυρολιθάρι, μαζευόμασταν αδημονώντας αντάρτες και κόσμος γύρω στο μοναδικό ραδιόφωνο του χωριού ν” ακούσουμε άν θά πούνε τίποτα γιά την επιχείρηση. Και, να, αυτό τό βράδυ, ύστερα άπ” τό σήμα μέ τά κουδουνάκια, ή εκπομπή άρχισε αμέσως για το Γοργοπόταμο. Μάς κυρίεψε αδημονία κι ευτυχισμένη έξαψη. Αιφνιδιαστήκαμε όμως την ίδια στιγμή. «Δυνάμεις ελλήνων ανταρτών, υπό τον στρατηγόν Ζέρβαν…». Κι έτσι συνέχεια. Παντού, σ” όλα ό Ζέρβας. Γι’ αυτόν όλοι οι ύμνοι. Γι” αυτόν και παράσημο. Για μας, για τον Αρη, ούτε λέξη. Μάς καβαλίκεψε τότε ό διάολος. Πολλοί άρχισαν νά βρίζουν τους άγγλους. Ακουγα άναυδος κι εγώ τήν άψογη φωνή τού εκφωνητή… Πόσο απεχθής, πόσο μισητός μπορεί να γίνει ξαφνικά ένας άνθρωπος! Πόσο ανέντιμος! Ετρεμα μέσα μου. «Οτι μάς είχανε φιμώσει εμάς κι αυτοί αλώνιζαν τούς αιθέρες της οικουμένης με τά ψεύδη τους. Κι ότι αυτό ήταν μιά ψυχρή, υπολογισμένη βολή εναντίον μας. Γυρίζαμε ξυπόλητοι και γυμνοί στις λάσπες, στα χιόνια και στο θάνατο κι αυτοί μέσα απ’ τα ζεστά τους γραφεία άρχιζαν τη συνωμοσία τους
Πήγα σκοτεινιασμένος να πώ τά νέα στον Αρη. Πέρασε πρώτα στο μάτι του μιά αστραπιαία ατσάλινη λάμψη μόλις τάκουσε: Υστερα χαμογέλασε.
— Και γι” αύτό είσαι έτσι; Αυτή είναι ή εγγλέζικη πολιτική, Νικηφόρε — μου είπε.
Την άλλη, τήν παρα – άλλη μάς φέρανε και τις εφημερίδες της Αθήνας. Δευτέρωνε το περίεργο κι εδώ. Ολες τους, κάτω από τόν τίτλο τους σ” όλο τό πλάτος τής σελίδας, γράφανε μέ χοντρά μεγάλα γράμματα: «Επικηρύσσεται αντί 100 εκατομμυρίων δραχμών ο αρχιλήσταρχος, πρώην στρατηγός τού διαλυθέντος ελληνικού στρατού Ναπολέων Ζέρβας».
Δέ χρειαζόταν νά σου τό πει κανένας. Ήταν φανερή και σκόπιμη ή νέα ρεκλάμα τού στρατηγού. Και μιά νέα άπόδειξη, ότι βρισκόμασταν στο σωστό δρόμο εμείς γιά τήν Πατρίδα μας.
http://vathikokkino.gr
Τη νύχτα της 25ης προς 26 Νοεμβρίου, πριν από 72 χρόνια, γράφτηκε μια από τις πιο λαμπρές σελίδες στην ιστορία της Εθνικής Αντίστασης. Η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου. Η σημασία της αντιστασιακής αυτής ενέργειας στην εξέλιξη του πολέμου αλλά και στο φρόνημα των λαών που δίναν τη μάχη κατά του φασισμού, είναι λίγο πολύ γνωστή.
Στεκόμαστε σήμερα σε κάποιες λιγότερο γνωστές αλλά χαρακτηριστικές λεπτομέρειες που αντλούμε από το σημαντικό βιβλίο του Δημήτρη Δημητρίου –καπετάν Νικηφόρου: «Αντάρτης στα βουνά της Ρούμελης».
Στο τρίτομο αυτό ντοκουμέντο που γράφτηκε το 1965, μεταξύ των άλλων περιγράφεται λεπτομερώς ο σχεδιασμός και η εκτέλεση της επιχείρησης της ανατίναξης της γέφυρας του Γοργοποτάμου...
Σε αυτή την εξιστόρηση, αλλά και στον απόηχο της παράτολμης αυτής επιχείρησης, φαίνεται ο ρόλος του Άρη Βελουχιώτη, του Ναπολέοντα Ζέρβα και της πολιτικής του αγγλικού ιμπεριαλισμού.
Πριν προχωρήσουμε στο παράθεμα, να αναφέρουμε ότι η επιχείρηση στο ξεκίνημά της είχε να αντιμετωπίσει κάποιες πρόσθετες δυσκολίες. Οι Εγγλέζοι, παρακάμπτοντας τις εαμικές οργανώσεις, προσέγγισαν τον δάσκαλο Πιστόλη και του ζήτησαν να βρει ανθρώπους από τη Λαμία και τα χωριά του κάμπου για να βοηθήσουν. Αυτός μιλούσε με ενθουσιασμό για την ενέργεια, όμως κάποιοι τον πρόδωσαν και συνελήφθη από τους Ιταλούς μαζί με άλλους που μετά από βασανιστήρια είπαν τι σχεδιάζεται. Οι Ιταλοί, που είχαν πιάσει και πολλούς δυναμίτες από τα εφόδια των Άγγλων, ήξεραν πλέον τι πρόκειται να γίνει και ενίσχυσαν τις φρουρές τους στη σιδηροδρομική γραμμή.
Αναφέρουμε επίσης ότι ο καπετάν Νικηφόρος ήταν αξιωματικός της σχολής Ευελπίδων ενώ ο Καραλίβανος, που ακόμα και οι δεξιοί ιστοριογράφοι αναγνωρίζουν ότι έδειξε ιδιαίτερη γενναιότητα στη μάχη του Γοργοποτάμου, ήταν πρώην ληστής που είχε προσχωρήσει με την ομάδα του στον ΕΛΑΣ υπό τον Άρη.
………………………………………………………………………………………………………….
«Αντάρτης στα βουνά της Ρούμελης», τόμος Β”
Ο Έντυ, ο Κρις, ο Πυρομάγλου, ο Ζέρβας, μπήκαν στη μικρή καλύβα. Φώναξαν και τον Άρη, δε χωρούσαν όμως καλά – καλά ούτε αυτοί που μπήκαν.
Ό Αρης είπε στον Κωστούλα (γιά τον Κωστούλα θυμάμαι) να μπει κι αυτός στην καλύβα και να βγάλει τα χαρτιά. Ό ίδιος κάθησε μισός μέσα μισός έξω στάλαζαν τα νερά της βροχής στο δεξιό ώμο του στο κοντομάνικο πέτσινο πού φορούσε το χειμώνα πάντοτε. Γιά μένα δεν ήταν θέση στην καλύβα. Δυό μέτρα μπροστά στην πόρτα, λίγο πλάγια, ήταν ένα ισχνό κεδράκι με μιά τούφα αστείο φύλλωμα στην κορφή. Υπήρχε ένα λιθάρι στή ρίζα του, γιά νά καθήσει κανείς. Λοιπόν, κάθησα σ” αυτό το λιθάρι, με σηκωμένο το γιακά της χλένης μου και κατεβασμένα τα πλαϊνά από το δίκωχό μου, συμμαζεμένος μούσκεμος και κρυαδιασμένος.
Τότε ο Αρης, σάλιωσε πρώτα το τσιγάρο που έστριβε, το άναψε κι άρχισε να υπαγορεύει στον Κωστούλα τη διαταγή γιά την επιχείρηση. Εβαλα αυτί. Αρχισε και πήγε ως το τέλος ακόμπιαστα, δεύτερη φορά δε γύρεψε από τον Κωστούλα νά του ξαναδιαβάσει πουθενά. Και σιγά – σιγά, παρουσιάστηκε μπροστά μας ολοζώντανη η εικόνα της επιχείρησης, απλή και καθαρή η σκέψη του, μιά υπόθεση θεμελιωμένη σίγουρα αναβαθμό σε αναβαθμό για να πετύχει, αραδιασμένα όλα μ’ έναν τρόπο τέλειο να βεβαιώνεσαι με πόση εμπιστοσύνη πρέπει νά κατεβούμε το βράδυ στο γιγάντιο γεφύρι. Μέσα στην καλυβούλα δεν ακουγόταν άχνα, μόνο ένα ήσυχο βαβούρισμα ή φωνή του Κρις πού μετάφραζε στον Εντυ λέξη προς λέξη όσα υπαγόρευε ό Αρης.
Να πώς συγκρατώ την αθάνατη αυτή διαταγή:
— Διαταγή Επιχείρησης.
Ι. Αντικειμενικός σκοπός — νά καταστραφεί ή γέφυρα του Γοργοποτάμου.
II. Πληροφορίες
1. Γιά τον εχθρό. Ό εχθρός κατέχει το νότιο βάθρο της γέφυρας μέ 80 άντρες και πλήρη αμυντική οργάνωση της τοποθεσίας (συρματοπλέγματα, χαρακώματα, πολυβολεία από μπετόν αρμέ). Το βόρειο βάθρο, με δύναμη 30 άντρες σε αντίσκηνα και μιά κωνική σκηνή εκστρατείας. Ή οργάνωση της τοποθεσίας εδώ μόλις τώρα αρχίζει. Δυό δίκανα αντιαεροπορικά, πού μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για πυρά κατά επιγείων στόχων, είναι εγκατεστημένα στην κορφή του λόφου, ανατολικά από το νότιο βάθρο. Αλλες φρουρές κοντά στο στόχο: Λαμίας, μεγάλη δύναμη, και σ” όλο το μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής μέχρι Μπράλλο σ” όλους τούς σταθμούς και τα τεχνικά έργα.
2. Γιά τά φίλια τμήματα. Στήν επιχείρηση θά συνεργαστούν α) 150 άντρες του ΕΛΑΣ β) 60 άντρες τοΰ ΕΔΕΣ και γ) ή βρετανική στρατιωτική αποστολή, 12 — 14 αξιωματικοί και σαμποτέρ.
III. Κατανομή αποστολών:
1. Τμήμα του ΕΛΑΣ από 4 ομάδες με τον έφεδρο υπολοχαγό Κωστούλα θα προσβάλει τό νότιο βάθρο. («Ό Κωστούλας!» — είπα μέ έξαψη. «Νά ιδώ, σε μένα τι θα δώσει;»..»).
2. Τμήμα του ΕΔΕΣ από 45 άντρες, μέ τούς ανθυπολοχαγούς Παπαχρήστου και Πετροπουλάκη θα προσβάλει το βόρειο βάθρο.
3. Δυο ομάδες του ΕΛΑΣ, 15 άντρες καθεμιά, κι από ένας βρετανός σαμποτέρ, σε θέσεις ένα περίπου χιλιόμετρο βόρεια και νότια από τη γέφυρα, με αποστολή: να υπονομεύσουν τή γραμμή και νά εμποδίσουν προσέγγιση εχθρικών ενισχύσεων.
4. Μιά ομάδα του ΕΛΑΣ (15 άντρες), εφοδιασμένοι με δοχεία βενζίνα, στην ξύλινη οδική γέφυρα τοΰ ποταμού Σπερχειού στο δρόμο Φραντζή – Λαμία.
5. Τμήμα σαμποτέρ από βρετανούς αξιωματικούς, βοηθούμενο από 8 άντρες του ΕΛΑΣ και 4 του ΕΔΕΣ, για την ανατίναξη τής γέφυρας.
6. Τμήμα τοΰ ΕΛΑΣ 30 άντρες με τον ανθυπίλαρχο Νικηφόρο, γενική εφεδρεία τής Διοίκησης. (Μόλις τό άκουσα, ένα βουϊτό γέμισε τό κεφάλι μου. Είπα ευχαριστημένος, «καλά είναι, δε θά κινδυνέψω». “Αλλά μ” έτρωγε και τό σαράκι. «Γιατί τόκαμε αυτό ό «Αρης;» — «Οτι δηλαδή έμενα ουσιαστικά έξω από την επιχείρηση).
7. Διοικητής τών τμημάτων πού θα ενεργήσουν την επίθεση, ο λοχαγός του Πυροβολικού Μυριδάκης του ΕΔΕΣ.
8. Γενικός αρχηγός της επιχείρησης ο αρχηγός του ΕΔΕΣ συνταγματάρχης Ναπ. Ζέρβας.
(Ακούστηκε αυτού έκπληκτη μέσα στην καλύβα ή φωνή του Ζέρβα κι έλεγε: «»Ω, αδερφέ Αρη! Γιατί μου τρως ένα βαθμό;» — και γελάσαμε εύθυμα όλοι.
Ακούγαμε ως εκείνη τή στιγμή κρατώντας τήν αναπνοή μας. Σιγά-σιγά είχαμε απορροφηθεί. Ηταν σά νά είχε αρχίσει κιόλας ή επιχείρηση, νά παίρναμε μέρος, σά νά είχαμε τήν αγωνία νά βεβαιωθούμε γιά την εξέλιξη, άπλωνε μαγικά μπροστά μας τή μάχη ή ήσυχη φωνή τοΰ Άρη. Γελάσαμε λοιπόν μέ τή διαμαρτυρία του Ζέρβα, χαμογέλασε κι ό Άρης «ό στρατηγός Ναπ. Ζέρβας» διόρθωσε κι εξακολούθησε να υπαγορεύει πάλι τη διαταγή):
—IV «Οδηγίες και παρατηρήσεις.
1. «Εναρξη, ώρα 23 άκριβώς.
2. Μέγιστο χρονικό όριο γιά τήν έξουδετέρωση τής φρουράς: ένα τέταρτο τής ώρας.
(Πάλι άκούστηκε ξαφνιασμένη ή φωνή του Ζέρβα:
— Άρη ! Μόνο ένα τέταρτο !
— Πέρα άπό τό τέταρτο θ’ αρχίσουμε νά χάνουμε τήν επιχείρηση — είπε κοφτά ό Άρης. Και εξακολούθησε:)
3. «Αριθμός άνατινάξεων πού θά χρειαστούν — (και γύρισε τό κεφάλι του μέσα στήν καλύβα. Ό Κρίς κατάλαβε και κάτι είπαν μέ τον «Εντυ, ύστερα ό «Εντυ είπε «γιές – γιές, θρή όρ φόρ» και ό Κρις στον Άρη «τρεις ή τέσσερες» Τέσσερες! υπαγόρεψε ό Άρης και πήγε παρακάτω:)
4. Οι ομάδες βόρεια και νότια απ” τη γέφυρα θά ετοιμάσουν αμέσως την υπονόμευση τής σιδηροδρομικής γραμμής στις θέσεις τους, αλλά ούτε τις τηλεφωνικές συνδέσεις θα κόψουν ούτε τά πυροδοτικά μηχανήματα θα τοποθετήσουν στη γραμμή, πριν πέσει ό πρώτος πυροβολισμός στη γέφυρα. Λεπτομέρεια βασική αυτό.
καπετάν Νικηφόρος |
1. Για την κατάληψη του βόρειου βάθρου: μια λευκή φωτοβολίδα.
2. Για την κατάληψη του νότιου βάθρου: μιά πράσινη φωτοβολίδα.
3. Κατάληψη τής γέφυρας: μιά κόκκινη φωτοβολίδα (λοχαγός Μυριδάκης).
4. Ή κόκκινη φωτοβολίδα, σημείο γιά τούς σαμποτέρ νά προχωρήσουν στήν εκπλήρωση τής δικής τους αποστολής.
5. «Ενα μακρόσυρτο σφύριγμα (μέ κοινή αστυνομική σφυρίχτρα), σημείο, ότι οι σαμποτέρ προχωρούν τήν κάθε φορά κι αρχίζουν τό έργο τους. Απανωτά, κοφτά σφυρίγματα, σημείο ότι κάθε ανατίναξη επίκειται.
6. Ολοκλήρωση της καταστροφής της γέφυρας: δυο κόκκινες φωτοβολίδες (υπεύθυνος ό αρχηγός των σαμποτέρ).
7. Τέλος της επιχειρήσεως — αποχώρηση: τρεϊς πράσινες φωτοβολίδες από τό Σταθμό Διοίκησης (υπεύθυνος ό στρατηγός Ζέρβας). 8. Σημεία συγκέντρωσης κατά την αποχώρηση Πλακωτό — Χοντρογιάννη Πριόνια — Μαυρολιθάρι.
— Ξαναδιάβασ’την — είπε ό Αρης στον Κωστούλα.
Μέσα στην καλύβα έπαψε και η φωνή του Κρις κι ο Κωστούλας διάβασε.
— Τί άλλο λέτε πώς χρειάζεται; — ρώτησε ό Αρης. Για να μήν αργούμε!
— Ούτε λέξη, Αρη! Ησουν έξοχος! — ξέσπασε μ” ενθουσιασμό ό Ζέρβας — Μπράβο!
«Ολοι ενθουσιασμένοι είμαστε. Και ό Εντυ, ζωηρά, μόλις τούπε ό Κρίς τί έχει νά προσθέσει αποκρίθηκε ζωηρά κι αυτός «τίποτα! τίποτα! Πολύ καλό!».
… Συγκεντρωθήκαμε χώρια τό κάθε τμήμα. Άρχισε σέ μάς ό «Αρης νά μάς εξηγεί τό σχέδιο, νά τό καταλάβουν όλοι, γιατί τή νύχτα ό κάθε μαχητής γίνεται ό ίδιος στρατηγός. Τί περίεργο μ” αύτόν τον άνθρωπο. Οι οδηγίες του, σά νά έκοβαν ένα – ένα όλα τά εμπόδια και τή θεωρούσες έτοιμη, τελειωμένη τη δουλειά. Τον άκουγες κι αισθανόσουν νά σέ πλημμυρίζει άνεση κι ευγνωμοσύνη, πού τις βρίσκει και σου τις ξυπνάει μέσα σου τόσες πηγές δύναμη και ετοιμότητα.
Υστερα προχώρησε νά χωρίσει τις ομάδες γιά την κάθε αποστολή.
Στον Κωστούλα έδωσε τις ομάδες πού ήσαν ό Νικηταράς, ό Κεραυνός, ό Καραλίβανος, Φυσέκης, Θεοχάρης. Στο Σπερχειό έστελνε τον Ηρακλή (Κώστα Σκαρμούτσο). Βόρεια άπό τή γέφυρα τον Παν, Μαυρίδη, τον Μενέλαο. Νότια τό Διαμαντή. Στήν έφεδρεία όρισε τις ομάδες του Φιλίππου (άπό τή Φουρνά) και δέ θυμάμαι ποιά άλλη. Κρατούσε άκόμα κοντά του άπό τά στελέχη τό Θάνο, τον Περικλή, τον Πελοπίδα. Δέ θυμάμαι άκόμα, πού όρισε τον Κίμωνα (Κώστα Τσιλέκα) και τό Λάμπρο (Σπύρο Μπέκιο).
Κάθε όμάδα, μόλις άκουγαν τήν άποστολή τους άρχιζαν τήν ξαναμένη προετοιμασία. Συγκεντρώνονταν γύρω στούς ομαδάρχες τους, άκουγες βιαστικές μετακινήσεις μέσα στά πουρνάρια, σιγανές ζεστές συνεννοήσεις. Απλωνότανε σιγά – σιγά έξαψη κι άνακατωσούρα.
Μιά στιγμή φώναξε ξανά ο Άρης κι έγινε αμέσως ησυχία. Ρώτησε αν υπάρχουν άλλες απορίες. Υστερα είπε:
— Συναγωνιστές!
Τον ακούγαμε αχνά.
— Συναγωνιστές…. Σέ λιγάκι ξεκινάμε. Ή δουλειά πού κατεβαίνουμε είναι βέβαια δύσκολη. «Αν όμως κάμει ό καθένας ό,τι του ανατέθηκε, γίνεται εύκολη γιά όλους και θά τελειώσει γρήγορα και καλά. Θέλω το πρωί που θ” ανηφορίζουμε ξανά αύτη την πλαγιά, νάχουμε όλοι τό κεφάλι μας ψηλά. Μου δίνετε τό λόγο σας;
«Ενα σκίρτημα μάς τίναξε. Βγήκε μιά κραυγή κι αϊτό τά 150 στόματα, η υπόσχεση πού γύρευε ό καπετάνιος μας. Σείστηκε ολάξαφνα η πλαγιά κι ήτανε έξαίσιο κι αυτό. Είχαν ξεχειλίσει κατακαλά πλέον οι καρδιές μας δύναμη κι ενθουσιασμένη, άδερφική συνοχή.
— Τελειώστε τώρα και ξεκουραστείτε, ώσπου νά ξεκινήσουμε.
«Εγινε πάλι οχλοβοή, κάθε τμήμα συγκεντρωνόταν κύκλο γύρω στο αρχηγείο του και συζητούσαν. Πήγαιναν κι έρχονταν και στον «Αρη πότε ο ένας, πότε ό άλλος άπό τους αρχηγούς των τμημάτων.
Τον πλησίασα κι εγώ, μ” έτρωγε νά τον ρωτήσω.
— Καπετάνιε, — τούπα.
— «Ε, όρέ — γύρισε ζωηρά και κατάλαβε ότι κάτι έτρεχε.
— Δέ βρήκες κάτι καλλίτερο να μου αναθέσεις εμένα;
Τινάχτηκε έκπληκτος.
— Κρίμα σε σένα! — μου λέει ζωηρά.
Έγώ, τον κύτταζα απορημένος.
—- Κρίμα πού είσαι κι αξιωματικός! — μου ξαναλέει. — Δεν τό ξέρεις ότι οι μάχες κερδίζονται μέ τις εφεδρείες;
Σκίρτησα χαρούμενος.
— Αύτό είναι; — τον ρωτάω — Νά τό πιστέψω;
Μάζεψε τις πλάτες του όλο πονηράδα.
— «Οπως θέλεις — μου κάνει — εκτός πλέον αν έχεις τόση εμπιστοσύνη στο τμήμα του στρατηγού….
Μέ κυρίεψε αγαλλίαση και καινούριος θαυμασμός, πόσο μακρυά πήγαινε πάντα τό μυαλό του.
…………………..
Ή μάχη συνεχιζόταν. Στη γέφυρα έπεφταν πυκνές ομοβροντίες, «Οχι βέβαια όσο πριν, αλλά στο βόρειο βάθρο εξακολουθούσε η εμπλοκή. Σιγά-σιγά, τά πυρά αραίωναν, έπαυαν σχεδόν. Φωτοβολίδα όμως πουθενά. Αρχίσαμε νά αδημονούμε, ότι κάτι άσχημο θα συμβαίνει.
— Μισή ώρα! — κάνει έκπληκτος κάποιος μιά στιγμή.
— Τι διάολο φκιάνουν εκεί! — λέει ερεθισμένος ό Πελοπίδας.
Ήταν έντεκα και 41, τριανταέξη δηλαδή ολόκληρα λεπτά, άπό την ώρα που αρχίσανε κι άκούσαμε ξάφνου λίγα μέτρα μπροστά μας ανθρώπους που φτάνανε λαχανιασμένοι. Και μέ μιας ένα άγριο «αλτ!». Πεταχτήκαμε αλαφιασμένοι.
— Ό στρατηγός, παιδιά! Πού είναι ό στρατηγός; — άκούσαμε ρωτούσαν, μιά φωνή όλο αγωνία.
Αλαφιάστηκε κι ό Ζέρβας, αναπήδησε όλος ό όγκος του:
— Έδώ! Έδώ! Τι συμβαίνει παιδί μου, Σωτήρη; -— είπε.
Αμέσως φύτρωσαν μπροστά μας αχνοί δυο άνθρωποι, πιασμένη ή ανάσα τους. «Ολοι άναστατωθήκαμε. Ό «Εντυ, όρμησε και κάτι τουπε ό Κρίς (παραπέρα πούχε καθήσει κι είχε ανάψει την πίπα του και κάπνιζε μέσα στη χούφτα του), και πετάχτηκε κι αυτός άναστατωμένος και φτάσανε σκουντουφλώντας δίπλα; μας κι οι δυό τους.
— Στρατηγέ μου! — έλεγε ό Παπαχρήστου — οί άντρες μου μέ εγκατέλειψαν….
Αποσβολωθήκαμε! Δίπλα στον Παπαχρήστου, στεκόταν ό Πετροπουλάκης.
— Γιατί, γιατί, παιδί μου! — τινάχτηκε ταραγμένος ό Ζέρβας.
— Μας έβαλαν οί Ιταλοί, στρατηγέ μου … — άρχισε νά εξηγεί ό Παπαχρήστου
Πετάχτηκε τότε διαολισμένος ό «Αρης.
— Τί, τι ήθελες, μωρέ, νά σάς κάμουν; Νά μή σας βάλουν;….
Ό Παπαχρήστου αιφνιδιάστηκε. Τότε ακούστηκαν απότομα στο γεφύρι πολλές φωνές μαζί, άλλη άναστάτωση, πυκνές ομοβροντίες. Στρέψαμε όλοι έκεί.
Μείναμε κάμποσο έτσι. «Τι διάολο γίνεται;» άγωνιούσαμε. Στεκόμουν δεξιά του «Αρη. Σκύβω κοντά του μιά στιγμή, του ψιθυρίζω στ” αυτί:
— Καπετάνιε!… Τι γίνεται;… Δε θα κάμεις τίποτα;… «Ένα σωρό παιδιά μας θάχουν τώρα σκοτωθεί… Θα την αφήσουμε σχεδόν τελειωμένη δουλειά;
Γύρισε τότε κι εκείνος, έσκυψε κοντά μου, άμίμητος, και μου λέει με τον τρόπο πούκανε ό Κίμωνας ο Φαφούτης «παλαβέεε, πωπώω μεραρχίες!»…
— Πάψε, παλαβέ! Κοτζά μ” στρατηγό έχουμε δώ. Νά δούμε τί θά κάμει αυτός…
Πέρασε λίγη ώρα ακόμα, κανένας δε μιλούσε. Τινάχτηκε τότε ό «Αρης:
— Νικηφόρε! Θάνο! Πελοπίδα! Περικλή!
Σπίθιζε οργή ή φωνή του….
— Πάρτε αμέσως τήν εφεδρεία! Σέ είκοσι λεπτά, νάχετε τελειώσει μέ τό γεφύρι. Νά μή γυρίσετε πίσω αλλιώς. Γρήγορα. «Όποιος κάμει πίσω, εκτέλεση επί τόπου! Φευγάτε!
— Ναί! ναί, παιδί μου, Νικηφόρε -— είπε αχνά και ο Ζέρβας.
Πήραν φωτιά κι οί πέτρες.
— Στα όπλα! — φώναξα στούς άντρες της εφεδρείας καί πετάχτηκαν πανέτοιμοι πίσω άπ’ τό λόφο……
Μετά τη μάχη
Σηκώσαμε ό,τι περιττά πράγματα είχαμε παρατήσει κατεβαίνοντας για τό γεφύρι και φύγαμε αμέσως. Φτάσαμε και στο πλατύ ξέφωτο στην άπλα στις Καταβόθρες. Ανοιξε ωραία ό ορίζοντας. Σά νάταν ένα κέντημα, γιρλάντα στη φωτερή άσπρίλα του χιονιού φάνταζε ή κινούμενη γραμμή μας.
Πήραμε τον κατήφορο για τη Γκούρα. Ακούμε, άρχισε νά χτυπάει ή καμπάνα του χωριού, δροσερή – δροσερή, λαχανιαστή, σά νά όρμησε ξυπόλυτη στους δρόμους, άνασηκωτές οι φούστες της, νά ξεσηκώσει τό χωριό. Πνιγόταν ό άχός της άπ” τό χιόνι.
Ζυγώνοντας στο χωριό, βλέπουμε, έρχονταν ό κόσμος νά μας προϋπαντήσουν, παραπατούσαν στο παχύ χιόνι, μπροστά χοροπηδώντας τά παλληκαρόπουλα. Παραμέριζαν όταν φτάναμε ν” άφήσουν άνοιχτό τό ντορό να περνούμε εμείς, φωνές, καλωσορίσματα. Πιο κάτω οι μεγαλύτεροι, άλλος κρατούσε ταμιζάνα μέ κρασί, άλλος ποτήρια, άλλος μάς πρόσφερνε τυρί, μήλα, κυδώνια, πετιμέζι. «Οσοι είχαν ελεύθερα τά χέρια τους χτυπούσαν παλαμάκια. «Μπράβο! Μπράβο! Ζήτω σας!» έλεγαν οι γεροντότεροι και σήκωναν ψηλά τις τραγιάσκες τους —όλα αυτά μέ μιά ωραία καθαρευουσιάνικη επισημότητα. Στεκόμασταν ή φάλαγγα τόπους – τόπους, παίρναμε τά φιλέματα, υστέρα προχωρούσαμε πάλι. Πιάσαμε ένα τραγούδι :
«Ξεφτέρια της Φθιώτιδας και της Γραβιάς λιοντάρια της Αλαμάνας ήρωες, της Γκιώνας παλληκάρια…
Σταθήκαμε λίγο στο πόδι στο χωριό αύτό. Κατόπιν εξακολουθήσαμε γιά τό Μαυρολιθάρι. Πετάχτηκαν κι εδώ έξω ό κόσμος, άντρες, γυναίκες και παιδιά.
Ανακατωθήκαμε στην πλατεία έβραζε ή έξαψη κι ό ενθουσιασμός, όλοι ρωτούσαν αχόρταγα νά μάθουν λεπτομέρειες. Οι άγωγιάτες είχαν γίνει σπουδαία πρόσωπα.
Μάς είχαν έτοιμη ζεστή – ζεστή φασουλάδα. Πήραμε συσσίτιο και μοιραστήκαμε στά σπίτια, άπό δυο – τρεις στο καθένα. Λαμπάδιαζαν ωραίες φωτιές στά τζάκια και μάς περίμεναν στο πόδι γεμάτοι ευφροσύνη οι άνθρωποι του κάθε σπιτιού. Φάγαμε, ζεσταθήκαμε, στεγνώναμε. Κατόπιν ερχόταν γλυκά και μάς έπιανε βαθειά, όμορφη νύστα. Πέφταμε και κοιμούμασταν δίπλα στις ζεστές παραστιές κι οι νοικοκυραίοι περπατούσαν στά νύχια σιγομιλώντας μέσα στά σιγηλά σπίτια τους….
Τήν άλλη μέρα το πρωί είχαμε συνέλθει καλά, χορτάτοι και στεγνοί. Τό τμήμα τού ΕΔΕΣ ετοιμαζόταν νά φύγει. Κρύα ή φιλία μας — δέ μπορέσαμε να νοιώσουμε άνετα εμείς γι” αυτούς ούτε φαίνεται κι αυτοί γιά μάς. Θά φεύγανε και οι έγγλέζοι μαζί. Θά τους έπαιρνε — λέει -ένα υποβρύχιο στο Ιόνιο νά γυρίσουν στην Αίγυπτο. Είχαμε ωστόσο, συνηθίσει αυτές τις μέρες μαζί, και λυπόμασταν τώρα που θά χωρίζαμε. Οι εγγλέζοι, λάμπανε ενθουσιασμένοι.
Τό μεσημέρι, πριν φύγει τό τμήμα τού Ζέρβα, βούιζε τό μακρύ σκολειό τού χωριού κίνηση. Βρέθηκα κι εγώ στο κρύο γραφείο στο σκολειό τήν ώρα πού συναντήθηκαν εκεί ο Αρης, ό Ζέρβας, ό Πυρομάγλου, ό Εντυ, ο Κρις, ό Θάνος, ό Περικλής, ό Πελοπίδας, ό Διαμαντής , ό Κωστούλας κι άλλοι άκόμα. Βρεγμένο κάτω τό πάτωμα άπό τό χιόνι των παπουτσιών μας πού έλυωνε. Περιεργαζόμουν μιά υδρόγειο στεριωμένη απάνω στο μεγάλο τραπέζι, τους σιωπηλούς χάρτες στούς τοίχους, τά στοχαστικά κάδρα των ηρώων του 21.
Μιά στιγμή πήρα είδηση κάτι γινόταν. Μαζευτήκαμε όλοι γύρω στο τραπέζι. Ελεγε ό Εντυ, μετάφραζε ό Κρίς. Τά συγχαρητήριά τους και τη μεγάλη τους ικανοποίηση ότι ή επιχείρηση πήγε καλά. «Ενας άλλος εγγλέζος δίπλα, κρατούσε μια τσάντα βαρειά. Απλωσε ό «Εντυ, πήρε άπό την τσάντα μιά άσπρη σακουλίτσα δεμένη άπό πάνω, την κρατούσε κι έλεγε ότι αύτό ήταν ένα δώρο σέ μάς γιά την επιτυχία. Μετάφραζε πάλι ό Κρις ότι ήταν 250 λίρες νά τις κάμουμε ό,τι θέλουμε. Ό Αρης έστριβε πάλι ένα τσιγάρο, ζάρωσε αιφνιδιασμένος τά φρύδια του. «Ολοι παραξενευτήκαμε. Ό «Εντυ άπλωνε νά δώσει τό σακουλάκι. Ό «Αρης δεν άπλωνε νά τό πάρει. Σάλιωσε τό τσιγάρο νά τό κολλήσει, κι άρχισε νά λέει στόν Κρίς:
— Ευχαριστούμε τό συναγωνιστή συνταγματάρχη γιά τά καλά του λόγια. Οι λίρες δέ μάς χρειάζονται. Αύτό που κάμαμε ήταν τό καθήκον μας. Εκείνο πού θέλουμε άπό σάς είναι όπλα και σφαίρες. Και κανένα άρβυλο νά περπατάμε. Γιά τις άλλες άνάγκες μας μπορούμε ν” απευθυνόμαστε στο λαό μας.
Ό «Εντυ, ό Κρίς, ό Ζέρβας και οί άλλοι χαμογέλασαν στενόχωρα, τους κακοφάνηκε ή απροθυμία του «Αρη, τό πήραν ώστόσο σάν αστείο. Ό Έντυ έλεγε ότι οί 250 λίρες μόνο ένα συμβολικό δώρο ήταν.
—Ελα, καϋμένε «Αρη! — είπε κι ό Ζέρβας — Πάρε τό δώρο των συμμάχων. Λίρες είναι στο κάτω – κάτω!
Ό Αρης, κύλησαν πρώτα αργά τά μάτια του στο Ζέρβα. Ό «Εντυ, έξακολουθούσε ότι κάτι θά μπορούσαμε ν” άγοράσουμε γιά τις άνάγκες μας και μ’ αυτές τις λίρες.
—Ωραία! — είπε ό Αρης — τις δεχόμαστε. Και κρατείστε τες. Θέλουμε ν” άγοράσουμε όπλα και σφαίρες. Κανονίστε τήν τιμή και νά μάς τά προμηθέψετε.
Στο τέλος άπλωσε τό χέρι, δεν τήν πήρε όμως πάλι τή σακούλα. Τήν έπιασε κύτταξε ίσια στά μάτια τον «Εντυ και τούπε σοβαρά:
—Τις παίρνουμε. Μέ μιά συμφωνία όμως. «Οτι είναι δώρο. «Οχι φεύγοντας άπό δώ νά βγάλετε τά δευτέρια σας και νά τις γράψετε κι αύτές σέ κάποιο λογαριασμό μας κι αύριο νά μάς τις γυρεύετε διπλές και τριπλές μέ αποκλεισμούς καϊ μέ επεμβάσεις, όπως κάματε κιϊ μέ κάτι παληότερα δάνεια, πού άν και σάς τάχουμε πληρώσει έξη φορές ώς τά σήμερα, σάς τά χρωστάμε άκέρηα ακόμα.
Ό «Εντυ κι ό Κρις κοκκίνισαν, τόρριξαν όμως πάλι στο αστείο, τούς καταλάβαινες, ότι άδημονούσαν νά τελειώσει ή δυσάρεστη αυτή σκηνή. Και ό «Αρης πήρε τή σακούλα μέ τις 250 λίρες.
Πριν φύγει το τμήμα του Ζέρβα, ήρθε και με βρήκε ό Παπαχρήστου. Μέ πήρε νά περπατήσουμε, οι δυό μας.
— Πώς μπορείς — μου λέει ξάφνου — να κάθεσαι με τούς κομμουνιστάς; Νά φύγεις και νάρθεις μαζί μας, με το στρατηγό, που είμαστε όλοι οι αξιωματικοί. Θά παίρνεις και το μισθό σου και όχι μόνο τό μισθό.
Του αποκρίθηκα, ότι στο βουνό δέ βγήκα για να παίρνω το μισθό μου και ότι στο στρατηγό είχαν μαζευτεί όλοι οι αξιωματικοί, το λογικό λοιπόν δέν ήταν νά φύγω κι εγώ νά πάω εκεί, αλλά νάρθουν μερικοί απ” αύτούς σέ μάς, πού έχουμε τόσο στρατό νά πολεμάει χωρίς αξιωματικούς.
– Έδώ κυριαρχούν οί κομμουνισταί — μου είπε ό Παπαχρήστου. — Δέ βλέπεις που και οί σύμμαχοι δέν τούς βλέπουν με καλό μάτι.
Του είπα τότε ξανά, ότι πάλι και τό επιχείρημά του γιά τούς συμμάχους δέ μέ πείθει. Τό αντίθετο μάλιστα. Γιατί οί σύμμαχοι κάνουν τή δουλειά τους. Ή δική μας δουλειά, ποιά είναι; Οι κομμουνισταί, που λες, τούς ζω κάθε μέρα, πολεμούν παντού μπροστά, πρώτοι στις θυσίες.
Αυτός πιά δέ μιλούσε, κατάλαβε ότι δέ γινόταν τίποτα και χωρίσαμε. Τον καταλάβαινα, δυσαρεστήθηκε.
Το βράδυ, μοναχοί μας πιά, ακούσαμε Λονδίνο, τά νέα γιά τό Γοργοπόταμο. Από τη στιγμή που γυρίσαμε στο Μαυρολιθάρι, μαζευόμασταν αδημονώντας αντάρτες και κόσμος γύρω στο μοναδικό ραδιόφωνο του χωριού ν” ακούσουμε άν θά πούνε τίποτα γιά την επιχείρηση. Και, να, αυτό τό βράδυ, ύστερα άπ” τό σήμα μέ τά κουδουνάκια, ή εκπομπή άρχισε αμέσως για το Γοργοπόταμο. Μάς κυρίεψε αδημονία κι ευτυχισμένη έξαψη. Αιφνιδιαστήκαμε όμως την ίδια στιγμή. «Δυνάμεις ελλήνων ανταρτών, υπό τον στρατηγόν Ζέρβαν…». Κι έτσι συνέχεια. Παντού, σ” όλα ό Ζέρβας. Γι’ αυτόν όλοι οι ύμνοι. Γι” αυτόν και παράσημο. Για μας, για τον Αρη, ούτε λέξη. Μάς καβαλίκεψε τότε ό διάολος. Πολλοί άρχισαν νά βρίζουν τους άγγλους. Ακουγα άναυδος κι εγώ τήν άψογη φωνή τού εκφωνητή… Πόσο απεχθής, πόσο μισητός μπορεί να γίνει ξαφνικά ένας άνθρωπος! Πόσο ανέντιμος! Ετρεμα μέσα μου. «Οτι μάς είχανε φιμώσει εμάς κι αυτοί αλώνιζαν τούς αιθέρες της οικουμένης με τά ψεύδη τους. Κι ότι αυτό ήταν μιά ψυχρή, υπολογισμένη βολή εναντίον μας. Γυρίζαμε ξυπόλητοι και γυμνοί στις λάσπες, στα χιόνια και στο θάνατο κι αυτοί μέσα απ’ τα ζεστά τους γραφεία άρχιζαν τη συνωμοσία τους
Πήγα σκοτεινιασμένος να πώ τά νέα στον Αρη. Πέρασε πρώτα στο μάτι του μιά αστραπιαία ατσάλινη λάμψη μόλις τάκουσε: Υστερα χαμογέλασε.
— Και γι” αύτό είσαι έτσι; Αυτή είναι ή εγγλέζικη πολιτική, Νικηφόρε — μου είπε.
Την άλλη, τήν παρα – άλλη μάς φέρανε και τις εφημερίδες της Αθήνας. Δευτέρωνε το περίεργο κι εδώ. Ολες τους, κάτω από τόν τίτλο τους σ” όλο τό πλάτος τής σελίδας, γράφανε μέ χοντρά μεγάλα γράμματα: «Επικηρύσσεται αντί 100 εκατομμυρίων δραχμών ο αρχιλήσταρχος, πρώην στρατηγός τού διαλυθέντος ελληνικού στρατού Ναπολέων Ζέρβας».
Δέ χρειαζόταν νά σου τό πει κανένας. Ήταν φανερή και σκόπιμη ή νέα ρεκλάμα τού στρατηγού. Και μιά νέα άπόδειξη, ότι βρισκόμασταν στο σωστό δρόμο εμείς γιά τήν Πατρίδα μας.
http://vathikokkino.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου