Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

Πήρε την Ελλάδα μαζί της στην Αμερική-Η γιαγιά από την Ευρυτανία έγινε μετανάστρια στα 95 της


Η γιαγιά ξυπνά χαράματα. Ταΐζει, αρμέγει τα ζωντανά, μαζεύει τ' αβγά από τις κότες. Παίρνει την τσάπα, σκαλίζει. Βάζει στην ποδιά τους καρπούς της γης, υψώνει το βλέμμα, λέει «δόξα τω Θεώ» και στέλνει μία καλημέρα στην Ελλάδα.
Η 95χρονη Ελένη Χολέβα, από το χωριό Μουζίλο της Ευρυτανίας, ίσως να 'ναι η μεγαλύτερη σε ηλικία Ελληνίδα που εγκατέλειψε τον τόπο και μετανάστευσε στη Βόρεια Καρολίνα των ΗΠΑ.
Οταν πριν χρόνια τα παιδιά της, ο Κώστας, ο Γιάννης, η Κατερίνα, έφυγαν για μια καλύτερη ζωή στην Αμερική, εκείνη έμεινε πίσω με το γέροντα...
Του 'λεγε: «Να πάω κι εγώ;» Της απαντούσε: «Τον κακό σου τον καιρό, κάτσ' εδώ που 'σαι». Του ξανάλεγε: «Μία εβδομάδα θα πααίνω στο ένα μου παιδί, μια στο άλλο και μια στο τρίτο μου παιδί». Ξανά: «Τον κακό σου τον καιρό».
Εφυγε ο γέροντας απ' τη ζωή και τα παιδιά την πήραν μαζί τους. «Στο Καρπενήσι δεν έχω κανέναν. Ντιπ, πάνε όλοι», λέει η γιαγιά που ήξερε μια ζωή να δουλεύει. Παιδί έπαιρνε το μουλάρι, έδενε τα δοχεία με το γάλα απ' τις κατσίκες και το πούλαγε στους τουρίστες που επισκέπτονταν το χωριό. «Εδειχνα στον πατέρα μου τα λεφτά που έπαιρνα και μου 'λεγε: Ασ' τα κι ας βρίσκονται».
Πώς θα μπορούσε να ζήσει η γιαγιά κλεισμένη σ' ένα σπίτι; Είδε κι απόειδε ο γιος της ο Κώστας Χολέβας και για χάρη της «μετακόμισε» το χωριό στη Βόρεια Καρολίνα. Της έφτιαξε μια στάνη τριάντα στρεμμάτων με κατσίκες, πρόβατα και κότες και την ονόμασε «Φάρμα Μουζίλο».
Οπως και στην Ελλάδα, ταΐζει τις κατσίκες τραβώντας  το κλωνάρι  από το δέντροΟπως και στην Ελλάδα, ταΐζει τις κατσίκες τραβώντας το κλωνάρι από το δέντροΗ γιαγιά λες και ξαναγεννήθηκε.
«Δεν μπορώ να καθίσω, στεναχωριέμαι».
Καλύτερα στο Καρπενήσι ή στην Αμερική;
«Πού να 'βρω τέτοιο καλό στην Ελλάδα; Αν το 'χα αυτό το καλό που 'χω εδώ, θα γέραγα; Δε θα γέραγα. Εκατόν πενήντα χρόνια θα πάγαινα με το νερό και τον αέρα που 'χει. Εδώ είναι άλλος τόπος, άλλος κόσμος. Γλώσσα δε ξέρω να κρίνω. Κουβεντιάζω μόνον με τους Ελληνες και τα παιδιά μου».
Ολες τις δουλειές με τη μαγκούρα τις κάνει. Της φωνάζει το παιδί της να ξεκουράζεται, η νύφη της το ίδιο. Αγύριστο το κεφάλι. «Αμα δε με πονάγανε τα γόνατα θα 'φτανα μπροστά απ' αυτούς στη δουλειά, αλλά τώρα δε μπορώ, τώρα με περιποιούνται. Γεννάνε δυο φορές τα κατσίκια, αλλά δεν το θέλουν το γάλα τούτο, θέλουν το γάλα που 'ναι εδώ, της Αμερικής».
Η γιαγιά πίνει ένα κρασάκι κερασμένο από την εγγονή τηςΗ γιαγιά πίνει ένα κρασάκι κερασμένο από την εγγονή τηςΣταυροκοπιέται, κοιτάζει στον ουρανό και λέει: «Τις κότες, να 'χα τις κότες που γεννάνε εδώ, θε να 'μουν πλούσια εκεί. Δόξα τω Θεώ και την Παναγιά, τίποτες άλλο δε θέλω».
Θέλει να επιστρέψει;
«Μου λέει ο γιος μου, να σε πάρω, μάνα, να πάμε. Οχι, δε θέλω. Ασε με 'δω που 'μαι. Τότε ήμουν νιότερη, πάγενα κι ερχόμουν, αλλά τώρα έχει ταλαιπωρία, γεράματα. Πέρασαν τα χρόνια, δε μπορώ. Θα βρω και το νερό, θα βρω και τον καφέ, θα με νίψουν, θα με πλύνουν, πλυμμένη είμαι, μ' έχουν κάθε μέρα, αλλά τα ποδάρια μου ποιος θα τα φτιάξει στο Καρπενήσι;»
Την παρακολουθώ να τραβάει το κλωνάρι από ένα δέντρο, να φωνάζει τις κατσίκες να φάνε και ακούω την Ελλάδα που χάνεται. Οχι μόνον αυτήν που σκορπά τους νέους για δουλειά, στο από δω κι από κει του πλανήτη, αλλά τη χώρα όπου παραβιάστηκε και η πλέον τρυφερή «συμμαχία» των παλιών με τους νέους. Τη χώρα όπου πια στα σχολικά βιβλία δεν υπάρχει η γιαγιά δίπλα στο τζάκι που 'χει κοντά το εγγόνι και αφηγείται ιστορίες.
Η γιαγιά πίνει ένα κρασάκι που την τρατάρει η εγγονή της και η ψυχή της γαληνεύει.
«Μου αρέσει που έχω τη γιαγιά εδώ, την αγαπώ πολύ, μαθαίνω κι εγώ απ' τις δουλειές που κάνει. Παγαίνω πέρα δώθε και μιλάμε όπως στα χωριά».
Η εγγονή της η Ελένη μιλά ελληνικά με αμερικανική προφορά, ανεκτίμητα μπερδεμένη με αυτήν από το χωριό Μουζίλο. Ναι, ανεκτίμητο.
«Θες βοήθεια γιαγιά; Οϊ δε θέλω. Γιαγιά, να το κάνουμε μαζί. Οϊ, δεν ξέρεις πώς να το κάνεις»...
Κάποτε στα χωριά τούτης της χώρας που μάλλον σε λίγο θα 'ναι έρημα (πολλά ήδη είναι), μια ξεχωριστή γνώση γεννήθηκε που δεν τη βρίσκεις σε κανένα σχολειό: την ξεγέννησε μαία και την έθρεψαν οι κακουχίες αλλοτινών χρόνων. Αντεξε και μεταδόθηκε από γιαγιάδες και παππούδες στα εγγόνια τους.
Κάποτε, στα έρημα χωριά αυτού του τόπου, παλιές ιστορίες να διηγηθεί κανείς δε θα υπάρχει. Ούτε και γιαγιάδες να μονολογούν: «Ντιπ, πάνε όλοι...».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου