Κυριακή 3 Ιουλίου 2011

Η Πλατεία με τα καπάκια και ο δρόμος με τις σημαίες


ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΚΑΠΑΚΙΑ (Για δυο Πράσινα Μάτια και μια Κόκκινη Σημαία)

Ορίστε μεγάλε, τι θες….. Δίστασε κείνος, αισθανόταν κιόλας παράταιρος, μια γενιά και κάτι τον χώριζαν απ’ την παρέα, φορούσαν όμοια ταμπελάκια και ανήκαν στην ίδια ομάδα -μάλλον εκείνη των καλλιτεχνών.
Φτου ο μαλάκας, ψυθίρισε, πάλι ξέχασα τα ξεστραβάδια… έτσι τα ‘λεγε, Γυαλιά ονομάζονται και μου παριστάνεις το γλωσσοπλάστη, του φώναζε η δικιά του- είδε και το ξυπόλυτο κορίτσι γεμάτο μουτζούρες να τραγουδάει έξω φωνή και να παλεύει στα γόνατα με μπογιές  βάφοντας  ένα πανό μέσα στον ήλιο, ήτανε δεν ήτανε σαράντα και κάτι κιλά , ένας κοπάναγε το κομπιούτερ με μανία που δεν κρυβότανε γράφοντας, να τα ξεφουρνίσει να ξεσπάσει μ’ όλα όσα ταλανιζότανε χρόνια τώρα, ο άλλος ...
μάζευε υλικά, που του ‘φεραν κάποιοι για συνθήματα, δυο τρεις πέρασαν κιόλας κουβαλώντας πανιά, χρώματα και διάφορα στην ώρα που στήθηκε κοντά τους, και τα πάγαινε…
Στην αποθήκη μας, στη σκηνούλα που βλέπετε, του απάντησε η ξανθούλα που καθόταν κι έδειχνε εξαντλημένη, έπαιζε το μάτι της, δεν της ξέφευγε τίποτα, τον είδε ιδρωμένο, κατάκοπο…. Όχι δε σας λέω το όνομά μου, εδώ είμαστε όλοι μαζί, ηθοποιοί, σκηνογράφοι, βοηθοί, τέτοια πράγματα, άλλοι δουλεύουν άλλοι είναι άνεργοι, δήλωσε στη δημοσιογράφο που την πίεζε να της δώσει στοιχεία…Φωτογραφία είπατε, να βγάλετε αλλά όλους μας…
Μη με στήσεις Ζωή, σε μία ώρα πρέπει να ‘μαι με το παιδί… εσείς μάλιστα μπορείτε να κάτσετε όσο σας βολεύει, αλλά, δίστασε…. αν θέλετε και σας πάει ταξινομείστε αυτά εδώ μέχρι να φύγετε… λέγε Μάρκο.. όχι δε σου δίνω άλλα, πήρες χθες απ’ την Κλωντ, νομίζεις δεν το ξέρω, αραίωνε, να βγείτε της σίτισης στο γύρευε, όχι έτοιμα από τις άλλες ομάδες, πάγαινε στα μαγαζιά γύρω, πες τους και θα σου δώσουν, είσαι και μπάνικος ρε φίλε, άντε μπράβο, για μου ‘ρθες για τίποτ’ άλλο, μπρος είπα….
Σωτήρη δε θα σου πω εγώ τι πρέπει να γράψεις στο post σου σήμερα, γράψε το πατερημών ρε γαμώ το, εξεγερμένοι είμαστε όχι γραμματεία, αααα μα πια, μ’ έπρηξες…. Μάλιστα κύριε, καλά κάνετε την ταξινόμηση, έχετε δουλέψει στο δημόσιο σίγουρα, δε θέλετε να μου πείτε, καλά κάνετε, εδώ ο καθένας λέει μόνον ότι θέλει, όχι ότι θέλουν οι άλλοι…. πάντως και χωρίς το μουστάκι καλός θα ‘σαστε… όχι να μην το κόψετε, σας είπα γω να το κόψετε, γλυκούλης είστε κι έτσι, κατακοκκίνισε του λόγου του….
Βρε βρε βρε, καλώς τονε το Βαγγέλη, τι μας έφερες Ευάγγελε πάλι, καπάκια, ορίστε εδώ βάλε τα φίλε, πόσα είναι, είκοσι δύο, μπράβο ρε συ Βάγγο, ακόμα δυο χιλιάδες περίπου κι ορίστε το καροτσάκι για τη δικιά σου, άντε καλό μου παιδί… δεν έχεις πού να ψάξεις άλλο είπες, στα σκουπίδια κοίταξες, γιατί όχι, τόσος κόσμος ψάχνει στα σκουπίδια και μαθαίνει καλύτερα την κοινωνία μας έτσι, σαν τι νομίζεις εσύ, μόνο για τα χρήσιμα ψάχνει, να σπουδάζει θέλει κιόλας, κι όσα διαβάζεις από τα πεταμένα των ανθρώπων, δεν τα μαθαίνεις απ’ όσα κρατάνε σαν χρήσιμα δήθεν, ορίστε, φερ’ ειπείν τα καπάκια από τα νερά και τα αναψυκτικά, θα το σκεπτόσουνα εσύ πως κάθε που μαζεύουμε τέσσερις χιλιάδες απ’ αυτά, παίρνουμε κι ένα αναπηρικό καροτσάκι; Τον είδε αργότερα να ψάχνει μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών, να κρατάει ένα καπάκι και να διστάζει τι να κάνει με το μπουκάλι που δεν ήταν τελείως άδειο, τον πρόσεξε να ξεκινάει για τις υπαίθριες τουαλέτες, στη συνέχεια να τριγυρνάει τις εκατοντάδες όμοιες δεμένες στους κορμούς των δέντρων και στις στήλες του ηλεκτρικού της μεγάλης πλατείας γύρω γύρω στην κατασκήνωση με τις πολύχρωμες σκηνές… αγάντα Βαγγέλη, του φώναξε και κείνος ανορθώθηκε, χαμογέλασε, αντιχαιρέτησε με το ‘να χέρι το κομμένο και ύστερα…. τον ξανάδε στη διαδήλωση να υψώνει το ανέγγιχτο σε γροθιά και πότε πότε να σταματάει να μαζέψει από κάτω κάτι. 
Μέρες κάμποσες αργότερα ο Μάρκος διαδήλωνε πάλι, φωνάζοντας τα συνθήματα της οργής και τα δίστιχα συμπεράσματα μιας ζωής στο πάλεμα. Εκείνη τη φορά όμως ήταν στην αρχή κι έσπρωχνε το αναπηρικό που ‘χε επάξια κερδίσει για τη φίλη του την Ερατώ, ενώ πότε πότε έσκυβε μαζεύοντας τα καπάκια που του ‘δειχνε η κοπελιά με την κόκκινη σημαία και τα πράσινα μάτια.
Παναγία μου τι μάτια ήτανε κείνα, και πόσο γλύκαιναν σα γύριζαν και κοίταζαν το σύντροφό της!
Του Κώστα Κακαρά απο την Γραβιά
http://kakaras.wordpress.com

1 σχόλιο:

  1. Αγαπητοί φίλοι ευχαριστούμε για τα σχόλιά σας. Κατ αρχάς θα θέλαμε να σας ζητήσουμε συγνώμη για την καθυστέρηση ανταπόκρισης στην δημοσίευσής τους αλλά λόγω καλοκαιριού αποφασίσαμε να ρίξουμε και εμείς λίγο τους ρυθμούς μας.
    Κατά δεύτερο στον φίλο που σχολίασε κάτω απο αυτήν την ανάρτηση, θα θέλαμε να του πούμε ότι δεν θέλουμε να ασχοληθούμε με την ταυτότητα αυτών που έχουν τις ιστοσελίδες της περιοχής μας. Ευχαριστούμε για τις πληροφορίες του αλλά όποιοι θέλουν δημοσιοποιούν τα στοιχεία τους και όποιοι δεν θέλουν δεν το κάνουν.
    Δεν θέλουμε να έρθουμε σε τέτοιου είδους αντιπαραθέσεις γιατί πιθανότατα χωρίς να έχουμε δίκιο θα στοχοποιηθούν άνθρωποι με αυτόν τον τρόπο .
    Αποφασίσαμε να κριτικάρουμε τις απόψεις και όχι τα άτομα.
    Ευχαριστούμε και πάλι για την παρέμβασή σας

    ΑπάντησηΔιαγραφή