Την Κυριακή 13 Μαρτίου 2011 στο Πνευματικό Κέντρο Άμφισσας, ώρα 21.00 θα προβληθεί η ταινία 45 ΤΕΤΡΑΓΩΝΙΚΑ (45m2) του Στράτου Τζίτζη με τους Έφη Λογγίνου, Ράνια Οικονομίδου, Αλεξάνδρα Παλαιολόγου, Αντίνοο Αλμπάνη
Στην Αθήνα της οικονομικής κρίσης, η Χριστίνα (Έφη Λογγίνου) είναι μία 23χρονη κοπέλα που ασφυκτιά ζώντας στο ίδιο σπίτι με τη μητέρα της. Παρόλο που η δουλειά της (πωλήτρια στο Κολωνάκι) δεν προσφέρει οικονομική ευχέρεια, αποτολμά ν' ανοίξει τα φτερά της. Θυσιάζει καλοκαιρινές διακοπές και νοικιάζει ένα διαμέρισμα 45 τετραγωνικών σε γειτονιά γεμάτη μετανάστες. Οι δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει πολλές, οι σχέσεις με τους συνομηλίκους περνούν από αναθεώρηση, είναι όμως αποφασισμένη να μην εγκαταλείψει αμαχητί την ανεξαρτησία που ποθεί. Ανέλπιστο στήριγμα και έμπνευση θα αποτελέσει άθελά του ο Φώτης, ο ...
προηγούμενος νοικάρης, του οποίου τα πράγματα βρίσκονται ακόμα πακεταρισμένα στο διαμέρισμα, περιμένοντάς τον να γυρίσει από τα νησιά, εκεί που κι εκείνος παλεύει για τη δική του ανεξαρτησία.
Όταν ξεκινούσε να γράφει το σενάριο του «45m2», δεν είχε ιδέα για την οικονομική κρίση που σύντομα θα ξεσπούσε. Τον πρόλαβαν όμως οι καταστάσεις, κι έτσι μετά το «Σώσε Με», η δεύτερη μεγάλου μήκους του Στράτου Τζίτζη με θέμα τη σύγχρονη γυναίκα και την πόλη απέκτησε μία δραματικά επίκαιρη διαλεκτική.
Εκτός από τη χρονική συγκυρία που τον ευνοεί, ο Τζίτζης έχει κάθε λόγο να τρίβει τα χέρια του με την παρουσία της Έφης Λογγίνου. Η νεαρή πρωταγωνίστρια, εκπλήσσει με την ώριμη και αμιγώς φιλμική της ερμηνεία, τη στιγμή που απείρως πιο έμπειροι συνάδελφοί της πελαγοδρομούν ενώπιον της κινηματογραφικής πρόκλησης, αδυνατώντας να δραπετεύσουν από τις θεατρικές ως επί το πλείστον καταβολές τους.
Τόσο την επιλογή όσο και την καθοδήγηση της Λογγίνου πιστώνεται φυσικά ο Τζίτζης, ο οποίος στα 80 λεπτά της ταινίας αποδεικνύει πως γνωρίζει πολύ καλά τι ακριβώς ζητά, όχι μόνο από την πρωταγωνίστρια αλλά και από το φιλμικό σύμπαν που δομεί. Υφολογικά στοχευμένος, ο ξενιτεμένος στο Βερολίνο σκηνοθέτης δείχνει να έχει συλλάβει επαρκώς το πνεύμα των καιρών αναφορικά με τη ζοφερή ελληνική πραγματικότητα. Μέσα σε σκηνικά ιδανικά επιλεγμένα, αποτυπωμένα σε παγερή φωτογραφία και δηλωτικά της σύγχρονης αστικής ζωής εν καιρώ κρίσης, αφηγείται μία ιστορία συνεπή, μαζεμένη και ρεαλιστική, στην οποία σχεδόν κάθε νέος της περιβόητης γενιάς των - 700, 600, 500, να τ' αφήσω; - ευρώ μπορεί να αναγνωρίσει κάτι από τη δική του αλήθεια.
Ουσιαστικά η μόνη, πλην όμως σημαντική ένσταση ως προς το «45 Τετραγωνικά» είναι πως ο Τζίτζης, όπως και οι περισσότεροι έλληνες σκηνοθέτες που καταπιάνονται με το κλασσικό αφηγηματικό σινεμά, δεν εμπιστεύεται αρκετά τη δύναμη της εικόνας έναντι του λόγου. Εκεί που τα πλάνα του μιλούν από μόνα τους, επιστρατεύει εμφατικά τη λεκτική υπερθεμάτιση και τη συνθηματολογία, συχνά επαναλαμβανόμενη, σα να φοβάται ότι το νόημα κινδυνεύει να χαθεί. Έχει μεν το ελαφρυντικό ότι μεγάλο μέρος του ελληνικού κοινού είναι χρόνια εκπαιδευμένο, ένεκα τηλεόρασης, στη λήψη μασημένης τροφής και αλεσμένων νοημάτων, η σύμπλευση όμως με αυτή τη λογική συνιστά απλή παραδοχή κι όχι δείγμα προόδου.
Παρόλα αυτά, κάνοντας low profile κι εύγλωττο σινεμά, ο Τζίτζης πετυχαίνει να δείξει όσα οι προσλαμβάνουσές του πιάνουν και φυσικά όσα απασχολούν σήμερα μία μεγάλη μερίδα του ελληνικού πληθυσμού. Η μερική αποστασιοποίησή του, μάλιστα, από την πνιγηρή και παράλογη εγχώρια πραγματικότητα φαίνεται πως λειτουργεί ευεργετικά για την ταινία.
Στην Αθήνα της οικονομικής κρίσης, η Χριστίνα (Έφη Λογγίνου) είναι μία 23χρονη κοπέλα που ασφυκτιά ζώντας στο ίδιο σπίτι με τη μητέρα της. Παρόλο που η δουλειά της (πωλήτρια στο Κολωνάκι) δεν προσφέρει οικονομική ευχέρεια, αποτολμά ν' ανοίξει τα φτερά της. Θυσιάζει καλοκαιρινές διακοπές και νοικιάζει ένα διαμέρισμα 45 τετραγωνικών σε γειτονιά γεμάτη μετανάστες. Οι δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει πολλές, οι σχέσεις με τους συνομηλίκους περνούν από αναθεώρηση, είναι όμως αποφασισμένη να μην εγκαταλείψει αμαχητί την ανεξαρτησία που ποθεί. Ανέλπιστο στήριγμα και έμπνευση θα αποτελέσει άθελά του ο Φώτης, ο ...
προηγούμενος νοικάρης, του οποίου τα πράγματα βρίσκονται ακόμα πακεταρισμένα στο διαμέρισμα, περιμένοντάς τον να γυρίσει από τα νησιά, εκεί που κι εκείνος παλεύει για τη δική του ανεξαρτησία.
Όταν ξεκινούσε να γράφει το σενάριο του «45m2», δεν είχε ιδέα για την οικονομική κρίση που σύντομα θα ξεσπούσε. Τον πρόλαβαν όμως οι καταστάσεις, κι έτσι μετά το «Σώσε Με», η δεύτερη μεγάλου μήκους του Στράτου Τζίτζη με θέμα τη σύγχρονη γυναίκα και την πόλη απέκτησε μία δραματικά επίκαιρη διαλεκτική.
Εκτός από τη χρονική συγκυρία που τον ευνοεί, ο Τζίτζης έχει κάθε λόγο να τρίβει τα χέρια του με την παρουσία της Έφης Λογγίνου. Η νεαρή πρωταγωνίστρια, εκπλήσσει με την ώριμη και αμιγώς φιλμική της ερμηνεία, τη στιγμή που απείρως πιο έμπειροι συνάδελφοί της πελαγοδρομούν ενώπιον της κινηματογραφικής πρόκλησης, αδυνατώντας να δραπετεύσουν από τις θεατρικές ως επί το πλείστον καταβολές τους.
Τόσο την επιλογή όσο και την καθοδήγηση της Λογγίνου πιστώνεται φυσικά ο Τζίτζης, ο οποίος στα 80 λεπτά της ταινίας αποδεικνύει πως γνωρίζει πολύ καλά τι ακριβώς ζητά, όχι μόνο από την πρωταγωνίστρια αλλά και από το φιλμικό σύμπαν που δομεί. Υφολογικά στοχευμένος, ο ξενιτεμένος στο Βερολίνο σκηνοθέτης δείχνει να έχει συλλάβει επαρκώς το πνεύμα των καιρών αναφορικά με τη ζοφερή ελληνική πραγματικότητα. Μέσα σε σκηνικά ιδανικά επιλεγμένα, αποτυπωμένα σε παγερή φωτογραφία και δηλωτικά της σύγχρονης αστικής ζωής εν καιρώ κρίσης, αφηγείται μία ιστορία συνεπή, μαζεμένη και ρεαλιστική, στην οποία σχεδόν κάθε νέος της περιβόητης γενιάς των - 700, 600, 500, να τ' αφήσω; - ευρώ μπορεί να αναγνωρίσει κάτι από τη δική του αλήθεια.
Ουσιαστικά η μόνη, πλην όμως σημαντική ένσταση ως προς το «45 Τετραγωνικά» είναι πως ο Τζίτζης, όπως και οι περισσότεροι έλληνες σκηνοθέτες που καταπιάνονται με το κλασσικό αφηγηματικό σινεμά, δεν εμπιστεύεται αρκετά τη δύναμη της εικόνας έναντι του λόγου. Εκεί που τα πλάνα του μιλούν από μόνα τους, επιστρατεύει εμφατικά τη λεκτική υπερθεμάτιση και τη συνθηματολογία, συχνά επαναλαμβανόμενη, σα να φοβάται ότι το νόημα κινδυνεύει να χαθεί. Έχει μεν το ελαφρυντικό ότι μεγάλο μέρος του ελληνικού κοινού είναι χρόνια εκπαιδευμένο, ένεκα τηλεόρασης, στη λήψη μασημένης τροφής και αλεσμένων νοημάτων, η σύμπλευση όμως με αυτή τη λογική συνιστά απλή παραδοχή κι όχι δείγμα προόδου.
Παρόλα αυτά, κάνοντας low profile κι εύγλωττο σινεμά, ο Τζίτζης πετυχαίνει να δείξει όσα οι προσλαμβάνουσές του πιάνουν και φυσικά όσα απασχολούν σήμερα μία μεγάλη μερίδα του ελληνικού πληθυσμού. Η μερική αποστασιοποίησή του, μάλιστα, από την πνιγηρή και παράλογη εγχώρια πραγματικότητα φαίνεται πως λειτουργεί ευεργετικά για την ταινία.
Πολυ κρυο παντως στην αιθουσα..φυγαμε με πονοκεφαλο!
ΑπάντησηΔιαγραφή