Το φαράγγι της Κλεισούρας αποτελεί για την Αιτωλοακαρνανία μνημείο ανεκτίμητης φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς. Τόπος της ομηρικής Πυλήνης – όπως πιθανολογείται – και ιστορικό πέρασμα με ενετικό μικρό οχυρό και βάσεις πετρογέφυρου στο ρέμα προς τα Φραγγουλαίικα. Εδώ συναντούμε και το σπηλαιομονάστηρο της Αγίας Ελεούσας. Πρόκειται για σκήτη σε σπήλαιο που μόνασε ο Γιάννης Γούναρης, ο άνθρωπος που έσωσε το Μεσολόγγι από την πρώτη οθωμανική πολιορκία. Το βατό ως σήμερα μονοπάτι μέσα στο φαράγγι, διασχίζει τα γκρεμνά ανηφορικά από απότομο βραχώδες πέρασμα και μας οδηγεί στον οικισμό Κάτω Αμπέλια.
Το τοπίο είναι έντονο, με μεγάλο γεωλογικό, ορνιθολογικό και βοτανικό ενδιαφέρον. Το βραχόφυτο Centaurea niederi ανθίζει κάθε άνοιξη κρεμασμένο στα γκρεμνά. Πρόκειται για σπάνιο φυτό με τοπικό ενδημισμό. Το συναντούμε αποκλειστικά και μόνο στα τέσσερα φαράγγια του Αράκυνθου που αναπτύσσονται μεταξύ της Κλεισούρας και του χωριού Ρέτσινα Μεσολογγίου, καθώς και σε μικρά γκρεμνά στους λόφους στη χερσόνησο του Αράξου. Σε συγκεκριμένες θέσεις του φαραγγιού ανθίζει κάθε Μάη ο λευκός κρίνος (Lilium albanicum) ή κρίνο της Παναγίας όπως είναι γνωστό. Στο φαράγγι φωλιάζουν όρνια, βραχοκιρκίνεζα, βουνοσταχτάρες, βραχοχελίδονα, κάργιες, κόρακες, γαλαζοκότσυφες, βραχοτσοπανάκοι, ενώ στην έκταση πλησίον του φαραγγιού φωλιάζουν ακόμα είδη όπως ...
ο δενδρογέρακας, η γερακίνα, το ξεφτέρι, ο φιδαετός, ο πετρίτης κα. Οι λύκοι αποίκησαν την περιοχή πάλι τα τελευταία έτη, μετά από τρεις δεκαετίες απουσίας. Στα αναπτυγμένα και εκτεταμένα δάση με μεσογειακή πυκνή βλάστηση και φυλλοβόλες βελανιδιές που άπτονται του φαραγγιού ζουν θηλαστικά όπως ο αγριόχοιρος, το ζαρκάδι, η αγριόγατα κ ά.
Όλα αυτά συνθέτουν μια μοναδικότητα και απαντώνται πολύ κοντά στο μεγάλο υγροτοπικό σύμπλεγμα Μεσολογγίου – Δέλτα Αχελώου. Συλλειτουργούν ως ορεινό οικοσύστημα με αυτό των υγροτόπων, αποτελώντας παράλληλα γεωγραφική του συνέχεια. Γι’ αυτό η περιοχή έχει ενταχθεί υπό την αρμοδιότητα του Φορέα Διαχείρισης του Εθνικού Πάρκου Υγροτόπων Μεσολογγίου. Το 1970 περίπου, με την κατασκευή του δρόμου εντός του φαραγγιού, χάθηκε ο χρυσαετός που φώλιαζε. Κάπου στη δεκαετία του ’80 εξαφανιστήκαν από την ευρύτερη περιοχή του Αράκυνθου – Τριχωνίδας – Λυσιμαχείας αρπακτικά όπως ο σπιζαετός, ο κραυγαετός, και το χρυσογέρακο. Ακόμα παλαιότερα, αλλά άγνωστο πότε, χάθηκαν απειλούμενα είδη όπως ο γυπαετός, ο μαυρόγυπας, ο ασπροπάρης, ο βασιλαετός και ο σταυραετός.
Προ ολίγων ετών (το 2004 αν θυμάμαι) εκπονήθηκε από τη Ν. Αυτ/ση Αιτωλ/ας η «Μελέτη ανάδειξης φαραγγιού Κλεισούρας», η οποία κόστισε 200.000 ευρώ! Αντίστοιχες μελέτες κοστίζουν συνήθως ως 50.000 ευρώ. Βάσει του σκεπτικού της, ο χώρος αντιμετωπιζόταν όπως ένα αστικό ή περιαστικό άλσος κι όχι ως άγριο φυσικό οικοσύστημα, το οποίο αυθύπαρκτο αποτελεί οικότοπο προτεραιότητας και επίσης αποτελεί ενδιαίτημα απειλούμενων και ενδημικών ειδών των οδηγιών 92/43 και 79/409. Πρότεινε αρκετές κατασκευαστικές παρεμβάσεις, όπως κιόσκια, παγκάκια, πλακοστρώσεις κ.λπ. οικοδομικά.
Επίσης, πρότεινε την φωταγώγηση των γκρεμνών με προβολείς σε όλο το μήκος τους, χάριν εντυπωσιασμού των διερχομένων. Οι ανάδοχοι αλλά και αυτοί που παρήγγειλαν τη μελέτη ίσως δεν αντελήφθησαν την ανεπάρκεια που προκύπτει από προτάσεις όπως αυτή της φωταγώγησης. Πράγμα παντελώς ασύμβατο με την προστασία και ανάδειξη του εν λόγω χώρου. Απεναντίας, η ενέργεια αυτή θα επέφερε σοβαρή υποβάθμιση στους πληθυσμούς συνολικά των πουλιών του φαραγγιού, ενώ θα αποτελούσε αιτία αφανισμού για όλα τα είδη αρπακτικών και ιδιαίτερα για τα όρνια. Προ διετίας περίπου, η Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας χρηματοδότησε την φωταγώγηση του φαραγγιού όπως πρότεινε η μελέτη. Ξεκίνησε η τοποθέτηση συστήματος μεγάλων προβολέων στραμένων ψηλά προς τα κάθετα βράχια, όπως εφαρμόζεται αντίστοιχα σε κτίρια ή κάστρα. Αντιμετώπισε όμως αντίδραση από περιβαλλοντική οργάνωση και ενημερώθηκε (!!!) για το παράνομο της πράξης αυτής. Δηλαδή, η κοινωνία των πολιτών (έστω αυτών των λίγων), ενημέρωσε την Πολιτεία και τους μηχανισμούς της ότι αυτή η πράξη είναι ασύμβατη με την προστασία, είναι παράνομη και μας εκθέτει διεθνώς. Η Πολιτεία ως τότε δεν τα γνώριζε αυτά! Αντέδρασε επίσης αποτρεπτικά και η Ν. Αυτ/ση Αιτωλ/ας όταν ενημερώθηκε. Παρόλα αυτά, η εκκλησία προέβη πρόσφατα στην ενέργεια να τοποθετήσει προβολείς στην Αγία Ελεούσα, που φωτίζουν σήμερα τα βράχια πάνω από το μοναστήρι.
Το 1985 υπήρχε στο φαράγγι υγιής πληθυσμός από 30 τουλάχιστον όρνια (προσωπικές παρατηρήσεις). Το 2003 το είδος μελετήθηκε σχολαστικά, στα πλαίσια ενός μικρού προγράμματος (προστασία περιβάλλοντος και βιώσιμη ανάπτυξη) που χρηματοδότησε τότε το ΥΠΕΧΩΔΕ και που δεν αποπληρώθηκε ποτέ, όταν το 2004 άλλαξε η διοίκηση του υπουργείου, παρά το ότι είχε αισίως ολοκληρωθεί. Τότε φώλιασαν τέσσερα ζεύγη από ένα πληθυσμό 12 ντόπιων πουλιών, ο οποίος το χειμώνα γινόταν μεγαλύτερος (ως 28 άτομα), με την προσθήκη διαχειμαζόντων ατόμων από βορειότερες βαλκανικές χώρες. Φέτος (2010) φωλιάζουν μόλις δύο ζευγάρια. Κάνω τακτικά στάσεις εκεί διερχόμενος, συλλέγοντας πληροφορίες για την άγρια ζωή. Τα όρνια αρχίζουν το φώλιασμά τους τον Γενάρη και το ολοκληρώνουν τον Ιούλη.
Έχω φέτος εντοπίσει τις θέσεις των δύο φωλιών. Τις ημέρες αυτές κλωσούν το μοναδικό αβγό τους. Το Σάββατο όμως στις 13 Μαρτίου τα πουλιά ήταν απόντα από τις φωλιές και συνολικά από το φαράγγι. Άκουσα ψηλά στα γκρεμνά δυνατό ήχο τρυπανιού που δημιουργούσε έντονο αντίλαλο. Εντόπισα ομάδα αναρριχητών που διάνοιγε νέες αναρριχητικές διαδρομές, έτσι, αυθαίρετα. Τοποθετούσαν τις ατσάλινες ασφάλειες που θα μείνουν μόνιμα στο βράχο και θα εξυπηρετούν οποιονδήποτε πλέον θέλει να αναρριχηθεί εκεί. Όπως πρακτικά συμβαίνει, οι επόμενοι αναρριχητές που θα έλθουν, θα διανοίξουν κι αυτοί τις δικές τους διαδρομές. Σταδιακά δημιουργείται ένα πλέγμα διαδρομών, βαθμολογημένων ως προς τον βαθμό δυσκολίας και το χρόνο και το αναρριχητικό πεδίο καθιερώνεται και δέχεται πυκνές επισκέψεις. Τα νέα αυτά δεδομένα διαχέονται μέσω ορειβατικών εντύπων κ.λπ. στον κόσμο που ασκεί αυτή τη δραστηριότητα.
Όμως, για τη συγκεκριμένη θέση, αυτό σημαίνει την απαρχή ενός μόνιμου παράγοντα όχλησης. Η απρόσμενη ενόχληση που παρατήρησα εκδίωξε το όρνια από τις φωλιές τους και πιθανά να αποτέλεσε και αιτία καταστροφής των νεοσσών μέσα στα απροστάτευτα από το κρύο αβγά. Την Τρίτη 16 Μαρτίου επισκέφθηκα πάλι το φαράγγι. Τα δύο πουλιά ήταν στις φωλιές και συνέχιζαν το κλώσσημα των αυγών τους. Ενημερώνω ότι το όρνιο είναι πλέον από τα πιο σπάνια και απειλούμενα είδη της ελληνικής ορνιθοπανίδας και αποτελεί είδος – κριτήριο του δικτύου Natura. Το ερώτημα είναι πότε θα ξεπεράσουμε το στάδιο της αδιαφορίας και της ανεπάρκειας, ώστε να καταφέρουμε κάποτε να διαφυλάξουμε επί της ουσίας το πολυτιμότερο που έχουμε ως έθνος και χώρα. Τη φυσική μας κληρονομιά.
Από nafpaktia.com