“Κίνησα το πρωί για τον Διόνυσο, στην
Πεντέλη. Κρατούσα τα “Γράμματα” της Ρόζας Λούξεμπουργκ κι ήθελα να τα
διαβάσω ψηλά στη μοναξιά, κάτω από τα πεύκα.
Γυάλιζε ο αέρα ακίνητος κι άστραφτε σαν
ατσάλι· απάνω του, σαν ξόμπλια σμαλτωμένα, τα δέντρα, οι πεταλούδες, τα
σπίτια των ανθρώπων. Η Πεντέλη μπροστά μου, η μάνα, με τον ανοιχτό
πληγωμένον κόρφο, που είχε γεννήσει τους Θεούς· ζερβά μου ο Πάρνης
γαλάζιος και τραχύς. Μύριζε το θυμάρι, η αφάνα· οι βελόνες των πεύκων,
διχαλωτές, έσταζαν τον ήλιο.
Στο Διόνυσο, βρήκα ένα παλιό μου φίλο.
Είχα χρόνια να τον δω. Α! τους ηρωικούς αγώνες μας για τη δημοτική
γλώσσα, τα μανιφέστα που ξαπολούσαμε, τις κρυφές μας συνεδρίες στα
υπόγεια ενός μεγάλου σπιτιού, τους νέους που φέρναμε στα κατηχούμενα
τούτα να τους φωτίσουμε, να πληθύνουμε, ν’ ανεβούμε από τα υπόγεια, να
φωτίσουμε την Ελλάδα.
Έπειτα σκορπίσαμε. Άλλοι παντρεύτηκαν,
άλλοι...