Ο “ ΚΟΥΡΟΣ “ ΣΤΙΣ ΚΑΡΟΥΤΕΣ - ΔΩΡΙΔΑΣ
Στο μαντρί , του Θανάση Σιδηρόπουλου , στις Καρούτες , το..πανηγύρι έχει αρχίσει , οι..ψαλίδες έχουν..ανάψει , στην παρέα και φίλοι , που ήρθαν να βοηθήσουν στον “ κούρο “ ..
Τελειώνοντας , το πρόγραμμα έχει και το σχετικό..γλεντοκόπι , το αρνί , είναι ήδη ψημένο , καλό κρασί υπάρχει , παράμερα , είναι τα ..όργανα , το σαντούρι και ... το κλαρίνο και όπως καταλαβαίνετε , προβλέπεται..γλέντι..δυνατό…
Αράχωβα – Το κούρεμα των προβάτων
Κάθε χρόνο αυτήν την εποχή, στην Αράχωβα, αρχίζει το κούρεμα των προβάτων. Όλοι οι κτηνοτρόφοι κ οι βοσκοί της περιοχής συγκεντρώνονται και κουρεύουν μέχρι και 500 πρόβατα την ημέρα, με τον παραδοσιακό τρόπο (με μεγάλα ψαλίδια).
ΣΤΟΝ ΕΜΠΕΣΟΤΟΥ ΟΡΕΙΝΟΥ ΒΑΛΤΟΥ
Κούρος (το κούρεμα των ζώων)
Κούρος. Έτσι έλεγαν οι παλιοί κτηνοτρόφοι μας το κούρεμα του κοπαδιού των γιδιών και των προβάτων.
Κι έπαιρνε πανηγυρικό χαρακτήρα απ’ το ξεκίνημα με τ’ αστεία και τα πειράγματα, ως τον τελειωμό, που άναβε το γλέντι.
Όταν και τα τελευταία ζώα έφευγαν από τα χέρια των κουρευτάδων έτοιμα, και τα ψαλίδια σταμάταγαν, έπεφταν οι πρώτες ντουφεκιές, για τη χαρά της νέας εποχής με τις ευχές «καλό καλοκαίρι», «και του χρόνου» .
Δίπλα σ’ ένα ίσιωμα, κάτω απ’ τα σκιερά πλατάνια, όπου γίνονταν ο κούρος, ήταν στρωμένο το τραπέζι με σούβλες κοκορέτσια, χλωρόπιτες, γιαούρτες και ψητά αρνιά ή συνήθως κριάρι ολόκληρο και μπόλικο κρασί.
Τα μικρά παιδιά, που γύριζαν τις σούβλες και οι γυναίκες, οι οποίες ποτέ δεν κούρευαν, τα είχαν όλα έτοιμα γι’ αυτή τη γιορτινή ώρα.
Εκεί, καθισμένοι γύρω-γύρω σταυροπόδι, έτρωγαν, έπιναν και τραγουδούσαν ως αργά το απόγευμα.
«Σε τούτη ντάβλα πούμαστε, σε τούτο το τραπέζι…»,
«Φίλοι μ’, καλωσορίσατε να φάμε και να πιούμε…»
Κι άλλα δημοτικά, συνήθως κλέφτικα τραγούδια αντηχούσαν ως εκδήλωση χαράς, για το χειμώνα που άφηναν πίσω, και ευχής για καλό ξεκαλοκαίριασμα στα βουνά που θα ανέβαιναν σε λίγες μέρες.
Είχε το δικό της νόημα και τον ξεχωριστό της συμβολισμό αυτή η αυθόρμητη, φυσική και πατροπαράδοτη γιορτή στον κούρο.
ΣΤΗ ΘΡΑΚΗ
ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ
Το κούρεμα των προβάτων γινόταν λίγο πριν οι Σαρακατσάνοι αφήσουν τα χειμαδιά για να ανέβουν στα ψηλώματα για να ξεκαλοκαιριάσουν. ΄Ηταν γιορτή, "χαρά" όπως έλεγαν και συμμετείχε ολόκληρο το τσελιγκάτο. Πρωτοστατούσαν οι άντρες και οι γυναίκες βοηθούσαν στο μάζεμα και αποθήκευση του μαλλιού, με το οποίο θα δημιουργούσαν πλήθος μάλλινων υφασμάτων και των εκπληκτικής ομορφιάς σαρακατσάνικων φορεσιών.
Η αναπαράσταση του "κούρου" πραγματοποιήθηκε στο "τελευταίο" αμιγές κοπάδι που εκτρέφεται από Σαρακατσάνο κτηνοτρόφο τον κ. Νίκο Καζάκο στη Νέα Σάντα Ροδόπης.
Σαρακατσάνικα πρόβατα από το κοπάδι του κ. Καζάκου.
ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ
Ο κούρος, δηλαδή το κούρεμα των προβάτων, είναι μία σκληρή εργασία γιατί το μαλλί των προβάτων όπως άλλωστε και των κατσικιών είναι ποτισμένο με λίπος (σαργιά) έτσι ώστε το ψαλίδι, που είναι το βασικό εργαλείο να μην μπορεί εύκολα να εισχωρήσει στα μαλλιά. Για να κουρέψει κάποιος τα ζώα πρέπει να ξέρει την τεχνική και φυσικά να έχει σωματική δύναμη.
Ο χρόνος του κούρου είναι συγκεκριμένος: τέλη Μαρτίου ή αρχές Απριλίου κουλουκρίζουν ή κωλοκουρεύουν τα πρόβατα, κουρεύουν δηλαδή τους μηρούς, το στήθος και την κοιλιά των ζώων. Το μαλλί αυτό είναι κοντόϊνο και κατώτερης ποιότητας και ονομάζεται κουλόκρα ή κοιλόμαλλο. Με αυτό τον τρόπο ανακουφίζουν το ζώο από την ζέστη και τα παράσιτα αφαιρώντας το πυκνό του τρίχωμα. Το καλό μαλλί βγαίνει από τον τακτικό κούρο που γίνεται το Μάιο. Τα μαλλιά αυτά είναι μακρόινα και λέγονται μαΐσια. Από αυτά βγαίνει η σούμα ή λαγάρα. Η φροντίδα του κοπαδιού και η όσο το δυνατόν καλύτερη διατήρησή του, όπως και ο κούρος ήταν κατεξοχήν αντρική δουλειά.
το γνέσιμο, διαδικασία με την οποία το μαλλί μετατρέπεται σε νήμα. Για το γνέσιμο χρησιμοποιείται η ρόκα η οποία στερεώνεται στον γοφό της γνέστρας ή κάτω από την μασχάλη. Εκτός της ρόκας απαντάται και το τσικρίκι. Το τσικρίκι είναι ένα ξύλινο εργαλείο η χρήση του οποίου γενικεύθηκε τον 19ο αιώνα και αντικατέστησε τον οριζόντιο τρόπο γνεσίματος της ρόκας. Πρόκειται για απλή μορφή κυλίνδρου με αύλακα όπου τυλίγεται το διασταυρωμένο νήμα.
Η γυναίκα που γνέθει τραβά λίγες ίνες μαλλιού, το στρίβει με τα δάκτυλα της και δένει την άκρη αυτού στο αδράχτι, κάνοντας μία θηλιά στο επάνω μέρος του αδραχτιού όπου υπάρχει η κόκα. Στρίβοντας το αδράχτι σαν σβούρα από αριστερά προς τα δεξιά, όταν το αδράχτι γεμίσει τόσο ώστε να δυσκολεύεται στο γύρισμά του, βγάζουν την θηλιά από την κόκα, το γνεσμένο νήμα τυλίγεται στο αδράχτι και ξανακάνουν τη θηλιά. Το μαλλί γνέθεται δεξιόστροφα και ονομάζεται δεξί ή Ζ.
Για τα κοντότριχα μαλλιά χρησιμοποιείται η δρούγα, την οποία κρατά η γνέστρα στο χέρι και στρίβοντας την από δεξιά προς τα δεξιά. Το διάστημα που φτάνει το χέρι σε ένα άπλωμα λέγεται απλωσιά. Μετά από κάθε απλωσιά το νήμα μαζεύεται στην δρούγα. Το μαλλί γνέθεται αριστερόστροφα και ονομάζεται αριστερό ή S.
Κατά την ύφανση χρησιμοποιούνται νήματα με διαφορετικό στρίψιμο στο στημόνι και στο υφάδι γιατί με αυτό τον τρόπο το υφαντό φουσκώνει, γίνεται πιο ανθεκτικό και πιο αφράτο.
Ένας ακόμη τρόπος γνεσίματος είναι με την σβίγα. Το μαλλί δένεται στην ρίζα της ατράκτου της σβίγας ή στον πλάνο. Η τουλούπα του μαλλιού τοποθετείται στην ποδιά της κλώστρας. Το μαλλί δένεται στην αρχή με θηλιά στην άτρακτο. Με το δεξί χέρι γίνεται το γύρισμα του στροφάλου ενώ με το αριστερό ελέγχεται το τάισμα του νήματος που στρίβεται οριζόντια. Με την σβίγα μπορούν να στριφθούν και δύο νήματα μαζί.
Νήματα φυτικής προέλευσης
Βαμβάκι: το βαμβάκι είναι το πιο συνηθισμένο νήμα φυτικής προέλευσης. Η καλλιέργεια, η συγκομιδή και η κατεργασία του βαμβακιού γινόταν στο χέρι. Στο νομό Ιωαννίνων δεν καλλιεργούνταν συστηματικά βαμβάκι και αυτό γιατί δεν ευνοούνταν από το ορεινό έδαφος της περιοχής. Στον Νομό Ιωαννίνων το πιο ευρέως χρησιμοποιούμενο υλικό ήταν το μαλλί δεδομένου ότι η κτηνοτροφία ήταν η κύρια ασχολία του πληθυσμού άρρηκτα συνδεδεμένη με το ορεινό της Ηπείρου.
Από το Λιδωρίκι