Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012

e-book: Τάκη Λάππα, “Στα ψηλώματα του Παρνασσού”.

“Η ανηφοριά της Δοκανίστριας θέλει προσοχή, δε χορατεύει. Πρέπει προσεκτικά να κοιτάς τη στράτα σου. Είναι μια από τις πιο μεγάλες ανηφοριές που συντυχαίνουμε, κεντημένη με μια παράξενη κορδελλιαστή στράτα που μια σε πάει από δω και άλλοτε από κει. Ξαργού φτιαγμένα έτσι για να γλυκαίνει την ανηφόρα. Και το χειρότερο απ΄ όλα η ψηλή θράμη που βρίσκεται σκορπισμένη σ΄ όλο αυτό το μέρος. Σου κάνει το δρόμο δυο φορές κουραστικό απ΄ ότι είναι. Μ’ όλο που δρασκελίζεις τα πόδια σου γλιστρώντας πάνω στο θραμότοπο, βρίσκεσαι πάλι στα ίδια. Να παραστρατήσεις δεξιότερα θα ήταν πιο καλά, μα έλα που μια αμμουδιαστή σάρα σε φοβίζει. Μεγάλη αποκοτιά να ξεθαρεψει κανεις να αφήσει το μονοπάτι…

Φτάνουμε στον Τυριά: Μια απέραντη σπηλιά που οι Αραχωβίτες τσοπάνηδες τη χρησιμοποιούνε για ψηγείο. Τι λέω οι Αραχωβίτες; Όλοι οι περίγυρα τσοπάνηδες δωμέσα φέρνουνε τη σοδειά τους και την ποστιάζουνε για να περάσει το καλοκαίρι. Από ένα κομμάτι βράχου σκαλισμένο πάνω στο έμπα της σπηλιάς μαθαίνουμε πως το Θεόχτιστο αυτό ψυγείο το επισκεύασε ο Τομαράς κι ο Ανάγνου για να το εκμεταλλευτούνε. Τώρα πια το χει η κοινότητα της Αράχωβας. Κάθε τσοπάνης πληρώνει 0,50 λεπτά την οκά για ότι θα βάλει μέσα να διατηρηθεί. Φέρνουνε τα γαλαχτερά τους κατασκευάσματα τον Απρίλη και τα παίρνουνε περνώντας του Αι Δημητριού. 
Θέλουμε να την επισκεφτούμε μέσα, μα ο φύλακας -ένας εβδομηνταχρονίτης απόμαχος τσοπάνης- μας εμποδίζει καλότροπα: Είστε ‘δρωμένοι. Καθήστε να ξανασάνετε και να ξεμουσκέψετε κι ύστερα με το καλό να κοπιάσετε μέσα. Σεβόμαστε τη συμβουλή του. Κάνει τόσο κρύο μέσα στον Τυριά που είναι επίφοβο να’ μπει κανείς μονομιάς ύστερα απ’ τη Δοκανίστρια. Μα δεν είναι για αργητά. Η ώρα δε μας παίρνει. Φοράμε κάτι βαρύτερο και μπαίνουμε μέσα.  Με μιας νοιώθουμε άξαφνα το κρύο που όσο προχωράμε περσότερο μας πιρουνιάζει… Τενεκέδες γεμάτοι βούτυρο, φρουμαγέλες, μητζίθρες, κεφαλοτύρια, σακούλες με τραχανά, τουλουμάκια γεμάτα απ´ το φημισμένο ¨τουλουμήσιο του Παρνασσού¨ και λωγιό λωγιό γαλακτερά κατασκευάσματα. Στα πιο βαθιά άφθονα βαρέλια γεμάτα φέτα…
Ανηφοριζουμε δεξιά κι ύστερα απο λίγο βγαίνουμε στο σύρραχο: στο πηγαδάκι που το λένε. Δωπέρα βρίσκουμε το τελευταίο νερό. Γιομίζουμε τα παγούρια μας και δυο ασκιά. Δεν είναι πολύ για τη διαδρομή και μονάχα για πιώμα. Η Αράχωβα ξαπλώνεται ολόκληρη κάτω από μας. Πιο πέρα βλέπω το Δεσφινιώτικο ομαλέ. Αντίκρυ μου το Δίστομο και την Αντίκυρα και στα ξάμακρα ξεκόβει ο Μωριάς. Τι δε βλέπει από δώσω πέρα του ανθρώπου μάτι.
Είμαστε έτοιμοι για φευγάλα. Χωριζόμαστε απ΄τον οδηγό μας. Αυτός με τη μούλα του παίρνει το στρωτό μονοπάτι απ΄ τον Πετρίτι για να’ βγει στη Βρωμόβρυση. Εμείς μ’ οδηγητή το τσοπανόπουλο ακολουθάμε μια γιδόστρατα, ένα σύρμα πιο σύντομο και πιο όμορφο. Σαν κατσίκια άλλοτε ανεβοκατεβαίνουμε κάτι βράχια κι άλλοτε χανόμαστε μέσα σε ξερολιθιασμένα φαράγγια. Όλο κατά μέσα να τηράτε, μας λέει ο οδηγός μας τσοπάνης…”
Ήταν αποσπάσματα απ´ το ξεκίνημα μιας  περιπλάνησης στις πλαγιές και τις κορφές του Παρνασσού από το πρώτο βιβλίο του  Τάκη Λάππα, γραμμένο το 1937: “Στα ψηλώματα του Παρνασσού”. Ιστορίες για τον Κατεβατό, τις Σιδηρόπορτες, τη Λιάκουρα, τη Νεραιδόλακα…
Το βιβλίο έχει ψηφιοποιηθεί από την Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Λιβαδειάς και το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης και μπορείτε να το διαβάσετε ολόκληρο -μόλις 52 σελίδες ευχάριστη ανάγνωση- κάνοντας κλικ στην παραπάνω εικόνα. Σύνδεσμος προς το βιβλίο θα υπάρχει μόνιμα και στη διπλανή στήλη με τα e-books που σχετίζονται με την Αράχωβα και την Ιστορία της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου