Πέμπτη 5 Μαΐου 2011

Η " ΔΩΡΙΚΗ ΑΥΡΑ "...

ΟΣΑ ..ΘΥΜΑΜΑΙ..


Οικογενειακή μας φωτογραφία της εποχής εκείνης , στην πόρτα του μαγαζιού μας , μετά την…καλλιτεχνική παρέμβαση του φίλου μας.
Όμορφη , ονειρεμένη εκείνη η εποχή , και μιλάμε γιά τη δεκαετία του ‘50 , θες δεν ..θες , ο νους τριγυρνάει πάντα εκεί , με όλες τις δυσκολίες της , όλα τα βάσανά της , τη φτώχεια , τις στερήσεις , τον πόνο γιά τα χαμένα αγαπημένα πρόσωπα , της πολύχρονης ταλαιπωρίας , και τα σημάδια του …χαλασμού , να υπάρχουν παντού ..

Τα κουφάρια απ’ τα καμένα σπίτια , φαντάσματα λες , μας φόβιζαν τις νύχτες , κι’ όμως ο νους πάντα γυρνάει εκεί , στα ...
σκληρά , τα πονεμένα , τα δύσκολα χρόνια , με τα ..μπαλωμένα ντρίλινα ρούχα και το αχνό χαμόγελο που άρχιζε ν΄ανθίζει στα χιλιοπικραμένα χείλια των χωριανών , στα ..χείλια που γιά 10 χρόνια , γεύονταν το φαρμάκι της κατοχής και του εμφύλιου..σπαραγμού , κι’ όμως η Λιδορικιώτικη ψυχή ..άντεξε , δεν γονάτισε , με νύχια και με..δόντια κράτησαν ζωντανό το χωριό , που σιγά-σιγά άρχισε να ανασαίνει , να..ζει..

Μετά τη λιγόχρονη περιπλάνησή μας , ξαναμαζευτήκαμε στο όμορφο , χωριό μας, στο..σπίτι μας , πυροπαθείς στην Αθήνα γιά κάποσο καιρό , σε μιά επιταγμένη βίλα στο Έδεμ , στο Παλιό Φάληρο , μαζί με άλλες ομοιοπαθείς οικογένειες απ’ όλη την Ελλάδα , Μακεδονία , Θράκη , Στερεά , κι’ αργότερα σε ένα κτίριο του ΦΙΞ , Λ.Συγγρού 82 , απέναντι απ’ το εργοστάσιο , όπου μείναμε περισσότερο καιρό .

Πολλές ταλαιπωρημένες οικογένειες , πάλι απ’ όλη την Ελλάδα , θυμάμαι τους Θρακιώτες , δυσκολευόμασταν να συνεννοηθούμε , είχαν κΙ’ αυτές μικρά παιδάκια , που όταν παίζαμε , θυμάμαι , μας φώναζαν : Κόσια…κόσια , άντε να καταλάβουμε τι μας έλεγαν , βέβαια σιγά-σιγά ..μάθαμε , συνηθίσαμε , μέχρι που καμιά φορά , από..κεκτημένη ταχύτητα , φωνάζαμε και μεις..κόσια..κόσια , όταν θέλαμε να πούμε…τρέξε..τρέξε…

Μετά το ..γκέτο λοιπόν των πυροπαθών , γυρίσαμε , κάπου στο 1949 , στο χωριό μας , καμένο ..ξεκαμένο το σπίτι μας , το ψευτομπαλώσαμε και χωθήκαμε μέσα , όπως άλλωστε και όλοι οι χωριανοί μας , ήμασταν όμως στο ..σπίτι μας , στο χωριό μας…

Ο πατέρας μου ξανάνοιξε το Ζαχαροπλαστείο , στο Αλωνάκι , με το ίδιο , το παλιό όνομα : “ Η ΔΩΡΙΣ “ , κι’ αρχίσαμε απ’ την αρχή , απ’ το μηδέν , γιά να μην πούμε ..κάτω απ’ το μηδέν , αλλά όπως είπαμε , ήμασταν πιά στο ..χωριό μας , στο σπίτι μας..

Οι δυσκολίες πολλές , πάμπολλες , μα όλα ξεπεράστηκαν , σιγά-σιγά , και η ζωή μας άρχισε να παίρνει πάλι το ρυθμό της , αργά..αργά αλλά σταθερά , η Λιδορικιώτικη ζωή ..ξεκίνησε , τα μαγαζιά , τα περισσότερα , άνοιξαν και το χωριό μας ξαναζωντάνεψε…

Οι επικοινωνίες όμως την εποχή εκείνη ήταν σχεδόν..ανύπαρκτες , υπήρχε κάποια υποτυπώδης συγκοινωνία , με Αθήνα , Άμφισσα και Ναύπακτο , ο δε εφοδιασμός των καταστημάτων , εμπορικών κλπ , γινόταν με τον παλιό..καλό τρόπο , μέσω παραγγελιοδόχων , που έχονταν απ΄Αθήνα και Πάτρα , έπαιρναν τις σχετικές παραγγελίες , επέστρεφαν στις έδρες τους και μετά από λίγες μέρες , στέλνονταν τα πράγματα , με τα φορτηγά , του Σιώκου η του Κότταρη .

Έτσι κάθε βράδυ στο Λιδορίκι , παρέμεναν και διανυκτέρευαν , εκτός απ’ τους οδηγούς και τους εισπράκτορες των λεωφορείων , δυό ..τρεις και τέσσερις , καμιά φορά , παραγγελιοδόχοι , που έμεναν γιά μιά , το πολύ δυό νύχτες στο χωριό , και έφευγαν γιά να ξανάρθουν μετά από 15 μέρες , η και μήνα …

Βέβαια , όλους τους παραγγελιοδόχους τους είχαμε μάθει πιά , αφού τους βλέπεμε τακτικά , ήταν οι Ασημακοπουλαίοι , απ’ τη Ναύπακτο , ο Παπαλεξανδράτος , απ’ την Πάτρα , ένας ευγενέστατος γεράκος , της σοκολατοποιίας “Γκλόρια “, απ΄την Αθήνα κι’ένα σωρό άλλοι , από όλους αυτούς κάθε βράδυ κάποιοι έμεναν στο χωριό , και επειδή το μαγαζί μας ήταν δίπλα στο πρακτορείο των λεωφορείων , μετά το τέλειωμα της δουλειάς τους , κάθονταν στο μαγαζί μας μέχρι αργά , έλεγαν διάφορες όμορφες ιστορίες , που εγώ τις..κατέγραφα στο παιδικό μου μυαλό , ήμουνα περίπου 7 χρόνων , και όταν πέρναγε η ώρα και ..πλησίαζε και το κλείσιμο του μαγαζιού , πήγαιναν γιά ύπνο στο ξενοδοχείο των Παπαδοπουλαίων , ακριβώς απέναντί μας ..

Κάποιο βράδυ λοιπόν , εκτός απ’ τους …συνήθεις..πελάτες μας , ξέμεινε και ένας ..περίεργος τύπος , που η εμφάνισή του δεν είχε καμιά σχέση με των..παραγγελιοδόχων , αλλά και των..χωριανών μας ..

Ήταν..παρδαλοντυμένος , με έντονα και φανταχτερά ρούχα και χρώματα , είχε μακριά σγουρά μαλλιά , που κρέμονταν έξω απ’ το μπλε μπερεδάκι που φορούσε , το πουκάμισό του παρδαλό κι’ αυτό , καρώ..πολύχρωμο , σαν αυτά που μοίραζε..η ΟΥΝΡΑ , και εκείνο που μου ‘χε κάνει εντύπωση ήταν ένα ..χρωματιστό μαντήλι που είχε γύρω στο λαιμό , αργότερα έμαθα πως το λένε..φουλάρι …

Κάποια στιγμή , οι παραγγελιοδόχοι , ίσως και κουρασμένοι , άρχισαν να..αποσύρονται γιά..ύπνο , και έμεινε τελευταίος ο παράξενος ..ξένος , που ήπιε κάποιο ποτό , συνήθως κονιάκ , παρότι ήταν άνοιξη προς,,καλοκαίρι , και όταν εγώ ανέλαβα τα..υψηλά …διευθυντικά μου καθήκοντα , το..σκούπισμα δηλαδή , η σκούπα βέβαια ήταν ..ψηλότερή μου , είδα τον ξένο να μιλάει στα καλά καθούμενα με τον πατέρα μου , λες και γνωρίζονταν από ..χρόνια ..και σε μιά στιγμή έδωσαν και τα..χέρια , όπως συνηθως κάνουν οι άνθρωποι όταν καταλήγουν σε κάποια συμφωνία ..

Πράγματι , δεν είχα πέσει έξω , ο πατέρας μου είχε κλείσει με το φίλο μας μιά συμφωνία , που μου την είπε ο πατέρας μου όταν έφυγε κι’ ο ξένος και ετοιμαζόμαστε να φύγουμε , ο παράξενος ..ταξειδιώτης , ήταν , λέει , ζωγράφος , καλλιτέχνης δηλαδή , που άμα..λάχαινε έφκιαχνε και επιγραφές , ταμπέλες σε μαγαζιά και ότι άλλο σχετικό , και επειδή το μαγαζί ήταν καινούριο ακόμα και δεν είχαμε τις..απαραίτητες επιγραφές , με τα προιόντα μας κλπ , τα συζήτησαν , τα βρήκαν και απ’ την άλλη μέρα θα άρχιζαν τα έργα..τα καλλιτεχνικά..

Πράγματι το άλλο πρωί , ο ζωγράφος μας , εμφανίσθηκε με ρούχα..εργασίας , αλλά το..μπερεδάκι ..μπερεδάκι , όπως και το…φουλάρι φυσικά , είχε και τα πινέλα του και τα υπόλοιπα συμπράγκαλά του , ήπιε το καφεδάκι του , και ξαμολήθηκε γιά τις μπογιές και τα λοιπά απαραίτητα , και σε λίγο ξεκίναγαν οι εργασίες ….

Γιά των..γραφομένων μας το..αληθές , δείτε και τη σχετική φωτογραφία της ίδιας εποχής , μετά την..τοιχογράφηση..βεβαίως...





Ξεκίνησε λοιπόν την άλλη μέρα η δουλειά , με τις απαραίτητες προπαρασκευαστικές εργασίες , συγκέντρωση των υλικών , πινέλα , μπογιές , κάτι περίεργες ..ρίγες ξύλινες και μαζί με όλα τα άλλα έφερε ο ζωγράφος και ένα παλιό στρατιωτικό σακίδιο , με διάφορα ..συμπράγκαλα ..

Εγώ βέβαια ήμουνα στο σχολείο , και περίμενα πως και ..πως , να σχολάσουμε γιά να πάω να παρακολουθήσω τα..μπογιατίσματα , πράγματι , σχολώντας ούτε γιά φαί δεν πήγα , άφησα την τσάντα μου στο σπίτι και ..δρόμο γιά το μαγαζί .

Ο ζωγράφος ήταν εκεί , αλλά δεν είδα τα ..εργαλεία και τις μπογιές , ο ίδιος ήταν σκαρφαλωμένος σε μιά ξύλινη σκάλα , και με μιά ρίγα και ένα χοντρό μολύβι , χαράκωνε στον τοίχο τα γράμματα που θα ζωγράφιζε και θα μπογιάτιζε , κατέβηκε γιά λίγο , ήπιε κάτι και μου είπε να τον βοηθήσω να φέρει απ’ το ξενοδοχείο του Παπαδόπουλου τα πράγματά του , γιατί θα έμενε κάτω απ’ το μαγαζί μας , σε ένα πατάρι σαν μεσοπάτωμα που είχαμε , και το χρησιμοποιούσαμε σαν αποθήκη .

Πράγματι , φέραμε τα πράγματά του , έφερα κι’ απ’ το σπίτι μας ένα παλιό ράντζο που είχαμε , και το..υπνοδωμάτιο ήταν έτοιμο !! Στη μιά άκρη ήταν το κρεβάτι και τα πράγματα του ζωγράφου και στο υπόλοιπο πατάρι υπήρχαν δοχεία με γλυκά κουταλιού , κιβώτια με αναψυκτικά και διάφορα άλλα είδη ζαχαροπλαστικής ..

Αφού τακτοποιήθηκε στον…ξενώνα , ανέβηκε γιά δουλειά , ο πατέρας μου του είχε δώσει σε ένα χαρτί τι ακριβώς θέλει να γράψει στον τοίχο , κι’ ο ζωγράφος υπολόγιζε το χώρο , μετρούσε με το μέτρο του , και άρχισε σιγά-σιγά να..χαρακώνει , σε λίγη ώρα η μεγάλη επικεφαλίδα ήταν έτοιμη γιά..χρωμάτισμα , βέβαια ήταν λίγο..μακριούλα η επιγραφή , και γιά να τη διαβάσεις έπρεπε να πάρεις και μιά βαθειά…ανάσα : ΚΑΦΕΓΑΛΑΚΤΟΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟΝ , και έπιανε απ’ τη μιά άκρη ως τη άλλη του τοίχου..

Στη συνέχεια , κάτω απ’ τη μεγάλη επιγραφή , γράφτηκε το όνομα του πατέρα μου : ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΨΑΛΗ , και από κει και κάτω , θα γράφονταν όλα τα..προσφερόμενα προϊόντα , κανταίφια , πάστες , γλυκά κουταλιού , μπύρα και αναψυκτικά …πάγου , ούζο , λικέρ και ό,τι τέλος πάντων μπορούσε να πουλάει και να προσφέρει ένα ζαχαροπλαστείο , χωρίς βέβαια να παραλείψουμε και τα παραδοσιακά Λιδορικιώτικα γλυκά , κουραμπιέδες , μπακλαβάδες κλπ . Προς στιγμήν η δουλειά ..κόλλησε στα ..χρώματα που θα μπαίναν στα γράμματα , αλλά ξεπεράστηκε εύκολα και γρήγορα , και όλα προχωρούσαν όμορφα κι΄ωραία ..

Βέβαια η όλη αυτή ιστορία της..τοιχογράφησης , άρχισε να μαζεύει..κόσμο , περαστικοί , περίεργοι , παιδιά και αργόσχολοι , μαζεύονταν γιά να δουν τι γίνεται στ΄Αλωνάκι , και κυρίως να ..χαζέψουν αυτόν που ήταν σκαρφαλωμένος πάνω στη σκάλα και ..χαράκωνε τον τοίχο…και πριν ακόμα ο ζωγράφος τελειώσει την πρώτη του εν..Λιδορικίω δουλειά , είχε ήδη βρει και δεύτερη , θα έκανε την ίδια δουλειά και στο διπλανό μας πρακτορείο των λεωφορείων .



Μιά όμορφη παλιά φωτογραφία , της εποχής εκείνης , στη πόρτα του μαγαζιού μας , με τον αγαπημένο φίλο , συμμαθητή αλλά και ξάδερφο , τον Μίμη τον Πίτσιο τον ..Μέγα , όπως τον λέγαμε..προσέξτε πάνω απ’ την πόρτα , τη διαφήμιση της…Γκλόρια …





Το νερό , λοιπόν , είχε μπει γιά τα καλά ..στ’ αυλάκι , οργασμός ..εργασιών , ο καλλιτέχνης σκαρφαλωμένος πάνω στη ..ξυλόσκαλα , χαράκωνε..χαράκωνε , κατέβαινε κοίταζε από μακριά αυτά που ‘φκιαξε και καμιά φορά έσβυνε και..ξαναχαράκωνε…

Η ..αφεντιά μου , πέρα απ’ τα ..υψηλά καθήκοντα , του..γενικού διευθυντού του καταστήματος (..νεροκουβάλημα κλπ..) είχα αναλάβει και τη..διεύθυνση και οργάνωση της όλης..παραγωγής , έδινα τη ρίγα-χάρακα στο ζωγράφο , τα..μολύβια του και ότι άλλο χρειαζούμενο , αλλά είχα πάρει όμως τη ρητή υπόσχεση , πως όταν τελειώσουν τα..χαρακώματα , κι’ αρχίσει το βάψιμο , θα έβαζα και γω τις..πινελιές μου , θα έπαιρνα λοιπόν το χρίσμα του..ζωγράφου..

Ο ζωγράφος , έκανε συχνά ..διαλειμματάκια , πότε έπινε το ποτό του , κονιάκ συνήθως , αλλά και συχνά πυκνά το καφεδάκι του , πολλές φορές μαζί με τον πατέρα μου , τους καφέδες τους έφτιαχνα..αυτοπροσώπως..εγώ , σκέτοι κι’ οι δυό , και τα μεσημέρια τρώγανε , συνήθως , μαζί με τον πατέρα μου , φαγητό τους έφερνα απ’ το σπίτι , και ενδιαμέσως ο ζωγράφος έκανε και κάνα..μικροκολατσιό , με μεζεδάκια απ’ το μαγαζί…

Κάποιες όμως φορές ο καλλιτέχνης ..χανόταν , εξαφανιζόταν , κατέβαινε κάτω στο..πατάρι , στο ..υπνοδωμάτιό του , και έκανε ώρα να ξαναγυρίσει , το ίδιο γινόταν και μετά το φαγητό , έφευγε γιά μιά ..δυό ώρες , και ξανάρχονταν να συνεχίσει τη δουλειά , ενώ πάντα τελείωνε νωρίς τ’ απόγευμα και μετά..χανόταν…

Κάποια στιγμή λοιπόν , που ήταν ..σκαρφαλωμένος στη σκάλα , κατέβηκα λαθραία , στο πατάρι , δήθεν γιά ..δουλειά , και κει είδα πιά το λόγο που χανόταν ο..ζωγράφος , σε μιά γωνιά του παταριού , πίσω απ’ τους τενεκέδες με τα γλυκά κουταλιού και τις νταμουζάνες με τα ποτά , είδα ένα τελάρο με μισοζωγραφισμένο ένα γυναικείο πρόσωπο , με λουλούδια στα μαλλιά και δίπλα τα πινέλα και τις μπογιές του φίλου μας …

Δεν έκανα καμιά σχετική συζήτηση , ούτε στο ζωγράφο αλλά ούτε και στον πατέρα μου , ύστερα είχε έρθει η μεγάλη …στιγμή , άρχιζε το…χρωμάτισμα των..γραμμάτων , όπου συμμετείχα ..ενεργά και γω…ποιός στη..χάρη μου , πράγματι , ο ζωγράφος , δουλεύοντάς με προφανώς , με κάλεσε λέγοντάς μου : κύριε ..διευθυντά , τώρα αρχίζει η ..σοβαρή δουλειά , δηλαδή το..μπογιάτισμα , έκανε μερικά δοκιμαστικά μικροβαψίματα , γιά να δει το χρώμα , αν ήταν όπως τθ ‘θελε , κάτι έβαλε στο κουβά με το χρώμα , ξαναδοκίμασε , και άρχισε πιά η μεγάλη…βαφή…

Σε μένα ανέθεσε τις ..σοβαρές δουλειές , μπογιάτιζα κάποια σημεία , χαμηλά-χαμηλά , που το χρώμα του τοίχου ήταν χαλασμένο , κι’ αυτός με τη μπογιά και τα πινέλα του , σκαρφαλωμένος πάντα στη σκάλα , χρωμάτιζε τα γράμματα , αρχίζοντας πρώτα-πρώτα απ’ την κορυφή ..εγώ φυσικά τον παρακολουθούσα προσεκτικά , πως έβαζε τη ρίγα να ακουμπάει στον τοίχο και ακουμπώντας πάνω της , σταθερά , το χέρι μπογιάτιζε γρήγορα – γρήγορα , τα γράμματα , χωρίς να του ξεφεύγει η μπογιά έξω απ’ τις χαρακιές…

Όλα προχωρούσαν μιά χαρά , σε λίγο τα πρώτα γράμματα ..ΚΑΦΕΓΑΛ..ήταν έτοιμα , και το χρώμα τους , φαινόταν υπέροχο , ένα ..κίτρινο σκούρο , μάλλον..μουσταρδί , φώναξε και τον πατέρα μου , που τα είδε και φχαριστήθηκε , τα βρήκε όμορφα , του άρεσαν..ήπιαν και τα ..καφεδάκια τους , και μέχρι το ΄μεσημεριανό φαγητό συνεχίστηκε η δουλειά , μετά έφαγαν κι’ ο ζωγράφος , κατέβηκε στο δωμάτιό του , γιά τη συνηθισμένη διακοπή …

Το απόγευμα συνέχισε το μπογιάτισμα , είχε ήδη προχωρήσει πολύ η δουλειά , και μου ανακοίνωσε , πως αν όλα πάνε καλά , την άλλη μέρα τελειώνουμε , ενώ αμέσως μετά θα άρχιζε τις επιγραφές του πρακτορείου , δίπλα μας , γιά την οποία είχε κάνει συμφωνία ..ήδη είχα τελειώσει τα μεγάλα γράμματα της μεγάλης επιγραφής και είχαν απομείνει οι μικρές επιγραφούλες , στα κάθετα κομμάτια , ανάμεσα στα παράθυρα..

Την άλλη μέρα όλα έγιναν όπως πάντα , και νωρίς ..νωρίς φτάσαμε στα..τελειώματα , ο ζωγράφος κάποια στιγμή , κατέβηκε , προχώρησε μερικά μέτρα προς τα πίσω , έφτασε στη μέση , σχεδόν , της πλατείας , καλοκοίταξε το..έργο του , έκανε κάποια..ψιλο..συμπληρώματα , και αφού ήπιαν τα καφεδάκια τους με τον πατέρα μου , ανακοίνωσε το τέλος των εργασιών , με το σχετικό..καλορίζικα…

Ήταν πράγματι πολύ ωραία , και ήταν κάτι ..πρωτόγνωρο γιά το χωριό μας , μέχρι τώρα τα μαγαζιά είχαν αυτές τις μικρές ξύλινες ταμπέλες , που τις έφκιαχναν συνήθως μόνοι τους , αλλά όλος ο τοίχος πρώτη φορά γέμιζε με..γράμματα , βέβαια το..ΚΑΦΕΓΑΛΑΚΤΟΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟΝ , ήταν..απέραντο ..μακρυνάρι , και φαινόταν κάπως..περίεργο , αλλοιώτικο , γιά τα μέχρι τότε δεδομένα , πάντως ήταν πετυχημένος ο όλος συνδυασμός , των χρωμάτων , κι’ από μακριά φαινόταν πολύ όμορφο , ο δε ζωγράφος καμάρωνε , και εγώ φυσικά σαν..βοηθός …

Το απόγευμα ο ζωγράφος καθυστέρησε πολύ ν’ ανέβη , είχε φαίνεται κουραστεί και ξεκουραζόταν , κάποια στιγμή , ανέβηκε κρατώντας ένα πράγμα τυλιγμένο σε..εφημερίδες , τότε είχαν μεγάλο σχήμα , μπήκε στο μαγαζί , και φώναξε τον πατέρα μου , λέγοντάς του να ‘ρθει γιά να δει κάτι , πράγματι ήρθε ο πατέρας μου , και τότε αργά-αργά και προσεκτικά ξετύλιξε το..δεματάκι και μας αποκάλυψε τη..ΔΩΡΙΚΗ ..ΑΥΡΑ , τον πίνακα που έφτιαχνε κάτω στο πατάρι τις ώρες που νομίζαμε πως κοιμάται…

Ήταν ο πίνακας που είχα δει και γω , αλλά τότε ήταν στις αρχές , τώρα ήταν τελειωμένος , ήταν το πορτραίτο μιάς πεντάμορφης ξανθιάς κοπέλας , με μακριά , σγουρά μαλλιά , ροδοκόκκινα μάγουλα και κόκκινα χείλια , λίγο ..παχουλή βέβαια , κατά τα τότε..πρότυπα , με λουλούδια στα μαλλιά της , πολύ-πολύ ωραία προσωπογραφία , που κάτω..κάτω έγραφε με κεφαλαία καλλιγραφικά γράμματα : ..ΔΩΡΙΚΗ ΑΥΡΑ …

Τον πρόσφερε στον πατέρα μου , που συγκινημένος τον αγκάλιασε και τον ευχαρίστησε , και ο φίλος μας ο ζωγράφος , μας υπέδειξε και σε ποιό σημείο πρέπει να κρεμάσουμε το έργο του , τον όμορφο πίνακά του…

Έτσι κι’ έγινε , τον κρεμάσαμε σε ένα στενό κομμάτι του τοίχου , ανάμεσα σε παράθυρα , πίσω ακριβώς απ’ τη βιτρίνα και το ταμείο , σε φωτεινό σημείο και κυρίως εμφανές , ήθελες δεν ..ήθελες έβλεπες τη ..” ΔΩΡΙΚΗ ΑΥΡΑ “ , που γιά χρόνια μετά ήταν το σήμα κατατεθέν του μαγαζιού μας…

Γιά δέκα χρόνια λοιπόν , περίπου , η ..ΔΩΡΙΚΗ ΑΥΡΑ , στόλιζε το μαγαζί μας , το..ΚΑΦΕΓΑΛΑΚΤΟΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟΝ…βέβαια μέσα σ’ αυτή τη δεκαετία έγιναν πολλά , σκοτώθηκε ο πατέρας μου , εμείς τα παιδιά μεγαλώσαμε , ο Γιώργος , ο αδερφός μου , τελειώνοντας το Γυμνάσιο , ξεκίνησε άλλη σταδιοδρομία , στην Αθήνα , το μαγαζί όμως το διατηρούσαμε με τη μάνα μου , μέχρι που τελείωσα και γω το Γυμνάσιο , μπήκα στην ΠΑΝΤΕΙΟ , και κάπου στο τέλος του 1962 , αποφασίσαμε να πουλήσουμε το μαγαζί , και να κατέβουμε στην Αθήνα , όπου ήταν κι’ ο αδερφός μου , και εγώ θα πήγαινα φαντάρος ..

Έτσι , πουλήθηκε το μαγαζί , το πήρε ο Βασ.Φαλίδας , απ’ το Σεβεδίκο , με όλα τα έπιπλα και τα εμπορεύματα , όπως ήταν , τα μόνα πράγματα που θα παίρναμε ήταν διάφορα προσωπικά μας αντικείμενα , και εγώ πήρα , έτσι γιά ενθύμιο , ένα μπουκάλι λικέρ ΠΙΠΕΡΜΑΝ ( ΜΕΝΤΑ ) και είχα πει πως θα πάρουμε και τον πίνακα , την..” ΔΩΡΙΚΗ ΑΥΡΑ “ ..

Δυστυχώς όμως , δεν ξέρω τι ακριβώς έγινε , το μπουκάλι με τη..μέντα , που απ’ τα χρόνια έχει..αποπρασινιστεί , και είναι ..άχρωμη , το βρήκα και το έχω ακόμα , είναι παραγωγής 1952 , η ..πανέμορφη όμως ..Λιδορικιωτοπούλα , η..” ΔΩΡΙΚΗ ΑΥΡΑ “ , δεν ξέρω τι ακριβώς έγινε , ποτέ δεν την ξαναείδα , χάθηκε στη μεταφορά , δεν την πήραμε απ’ το μαγαζί φεύγοντας ; ..ποτέ δεν το ‘μαθα , όσο γιά το καλλιτέχνη φίλο μας , τον ..πατέρα της..Αύρας , ούτε αυτόν τον ξανασυνάντησα , όταν τέλειωσε κάποιες άλλες δουλειές στο χωριό μας , χάθηκε..ξαφνικά , όπως και..εμφανίστηκε…αν ζει , να’ναι καλά , αν και θα ‘ναι πολύ-πολύ..γέρος , αφού η…Αύρα , από..κοπελίτσα ολόδροση , θα κοντεύει τώρα τα…εξήντα …

Καλό σας βράδυ ……Κ.-
http://lidoriki.blogspot.com

1 σχόλιο:

  1. Πολλά συγχαρητήρια στον Κο Καψάλη που με το μεράκι και την υπομονή του έχει ένα καταπληκτικό αρχείο για την Δωρίδα. Χάρη σε αυτόν και τον αείμνηστο αδελφό του, υπάρχει για εμάς τους νεότερους για παρακαταθήκη για τοπ μέλλον.

    ΑπάντησηΔιαγραφή