Την τελευταία Κυριακή του Οκτώβρη το editorial του «Βήματος» απευθυνόταν στους «διεκδικητές της εξουσίας» (ονοματίζοντας τους Α. Σαμαρά και Α. Τσίπρα...), υπενθυμίζοντας ότι το καθεστώς δεν συγκροτείται μόνο από τις φανερές δυνάμεις του –διαθέτει και τις ισχυρές «αόρατες δυνάμεις»– που, ενόψει σοβαρής κρίσης, έχουν τη δυνατότητα να επιβάλουν μια κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού. Γι’ αυτό, συμβούλευε, πρέπει να κατέβουν οι τόνοι της πολιτικής αντιπαράθεσης. Κρείττον σιγάν...
Την Κυριακή 2 Νοέμβρη η εφημερίδα-φωνή του καθεστώτος επανήλθε στο σενάριο, σε μια πολύ πιο προωθημένη βάση: σε δισέλιδο άρθρων αφιερωμένων στον ΣΥΡΙΖΑ, παρουσίαζε το «πώς βλέπουν στην Κουμουνδούρου τα σενάρια του μεγάλου συνασπισμού». Το ρεπορτάζ αναφερόταν σε ανησυχίες ηγετικών στελεχών για προεκλογικό bank run, που οδήγησαν σε μια χλιαρή αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ στα stress tests των τραπεζών. Αναφερόταν στον κίνδυνο ενός «θερμού» ελληνοτουρκικού επεισοδίου (την ώρα που ο Αβραμόπουλος αντάλλασε αγκαλιές με τον Ερντογάν...), σε εκτιμήσεις που οδηγούν, λέει, σε σκέψεις για συναινετική εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας (μετά πάντως από εθνικές εκλογές) και μάλιστα με την πρόβλεψη ότι αυτός θα προέρχεται από το χώρο... της Δεξιάς! Η εφημερίδα απέδιδε (σε εισαγωγικά!) σε κοινοβουλευτικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ τη θέση: «Σε συνθήκες ασφυξίας της χώρας ή αστάθειας από άλλους γεωπολιτικούς παράγοντες, εμείς δεν αρνιόμαστε την αναγκαιότητα μεγάλων συμφωνιών (!)».
Αυτή η κινδυνολογία έχει βάση στην πραγματικότητα. Τόσο στην οικονομία, όπου η κρίση αποδεικνύεται βαθύτερη στην Ευρώπη όπως και εδώ. Όσο και στα «γεωπολιτικά», όπου το σύνολο των σχέσεων και ισορροπιών στην Α. Μεσόγειο έχει μπει σε πλήρη αστάθεια και ανακατανομή ρόλων και συμμαχιών. Όμως το τετριμμένο στερεότυπο ότι, τάχα, οι κίνδυνοι κάνουν επιβεβλημένη την «εθνική συνεννόηση» ή ακόμα και μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα.
Ας θυμίσουμε αρχικά ότι το μοντέλο του «μεγάλου συνασπισμού» –που πρωτοδοκιμάστηκε στη Γερμανία, με τη συγκυβέρνηση Δεξιάς και SPD– επιχειρήθηκε ήδη στην Ελλάδα. Και μάλιστα με μιαν ενισχυμένη «τριαδική» μορφή: της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ. Το αποτέλεσμα ήταν ότι όχι μόνο δεν προέκυψε σταθερή διέξοδος από την πολιτική κρίση, αλλά, αντίθετα, και τα τρία κόμματα της συγκυβέρνησης βυθίστηκαν σε πρωτοφανή, σχεδόν διαλυτική κρίση. Αυτή την εμπειρία οφείλουν να μην ξεχνούν οι αρχιτέκτονες των «ανοιγμάτων» και των «πλατιών συμμαχιών». Σε περιόδους οξύτατης κοινωνικοοικονομικής κρίσης, η πολιτική επιτυχία –και πολύ περισσότερο για ένα κόμμα της Αριστεράς– δεν βασίζεται στο εύρος των συμμαχιών του, αλλά στο βάθος της πολιτικής του και στη σχέση που αυτή η πολιτική μπορεί –ή όχι– να διατηρεί με τις ευρύτατες εργατικές και λαϊκές δυνάμεις. Η κοινωνική αναφορά και οι κοινωνικές συμμαχίες ήταν, είναι και θα είναι ο καθοριστικός παράγοντας. Και αυτός ο παράγοντας όσο δύσκολα συγκροτείται –μέσα στη μακρά πορεία των μαζικών αγώνων και της πολιτικής πάλης– τόσο εύκολα μπορεί να διαλυθεί μέσα στη σούπα μιας «εθνικής συνεννόησης».
Την απόδειξη γι’ αυτόν τον ισχυρισμό παρέχει η πρόσφατη ιστορία της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Στη Γαλλία η κυβέρνηση «πληθυντικής Αριστεράς» οδήγησε στην ιστορική κρίση του ΚΚ Γαλλίας και στη δημιουργία του πολιτικού κενού που σήμερα καλύπτει η Λε Πεν. Στην Ιταλία, οι ακροβασίες του Μπερτινότι με την κυβέρνηση Πρόντι διέλυσαν την ελπιδοφόρα ανάπτυξη της Κομουνιστικής Επανίδρυσης και έστρωσαν το δρόμο για το «δίδυμο της συμφοράς»: κυβέρνηση Ρέντσι-αντιπολίτευση Γκρίλο...
Όπως σωστά σημείωσε, πρόσφατα, ο Γ. Δελαστίκ: Η λιτότητα, σήμερα, διαλύει το πολιτικό σκηνικό σε όλη την Ευρωζώνη. Σε αυτήν την εικόνα της κατεδάφισης, ακόμα και ιστορικών κομμάτων, αναδεικνύονται κάποιες εξαιρέσεις: ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, το Podemos στην Ισπανία, εν μέρει το Sin Fein στην Ιρλανδία. Οι επιτυχίες τους δεν οφείλονται (κυρίως) σε «έξυπνες τακτικές» ή σε «ευέλικτες συμμαχίες». Οφείλονται, αντίθετα, στην υπόσχεση της αντι-λιτότητας, στη δέσμευση (έστω και στα θολά) για ανατροπή των μνημονιακών πολιτικών της περιόδου της κρίσης. Και αυτή η δέσμευση δεν χωράει σε «εθνική συνεννόηση»: δεν υπάρχει σήμερα κανένα υπολογίσιμο τμήμα των τραπεζιτών, των βιομηχάνων, των δανειστών, του κόσμου των «αγορών», που να είναι διατεθειμένο έστω και να πειραματιστεί με πολιτικές αντι-λιτότητας. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει καμία αντικειμενική βάση για τακτικές «συνεννόησης», για τακτικές διαλόγου και «συναινέσεων». Σε αυτή την εκτίμηση, ο ταξικός αντίπαλός μας είναι απολύτως καθαρός, απολύτως συμπαγής, τόσο στους εθνικούς όσο και στους διεθνικούς θεσμούς. Όσο ταχύτερα το πάρουμε κι εμείς απόφαση –και σταματήσουμε να ασχολούμαστε με τους τακτικισμούς των «συναινέσεων»– τόσο καλύτερες θα είναι οι πολιτικές προοπτικές μας.
Μια πρώτη προειδοποίηση για το πόσο παραλυτική μπορεί να είναι για τον κόσμο μας η παραδοχή των «μεγάλων συμφωνιών» πήραμε μέσα από την περιπέτεια στην Περιφέρεια Αττικής. Οι επιτελείς της Ρ. Δούρου μπορεί να έχουν χίλια δίκια όταν εξηγούν τις λεπτομέρειες γιατί δεν μπορούσε να αλλάξει τώρα ο προϋπολογισμός του Σγουρού, γιατί αυτό θα γίνει τον Γενάρη κ.ο.κ. Όμως η είδηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε μαζί με τον Σγουρό, η εικόνα ότι οι Μελισσανίδηδες θα πάρουν τις επιχορηγήσεις για τα γήπεδα την ώρα που δεν υπάρχουν πόροι για στοιχειώδεις κοινωνικές ανάγκες, έπεσε σαν ψυχρολουσία πάνω σε έναν πλατύ κόσμο της Αριστεράς που έχει τις ακριβώς αντίθετες προσδοκίες. Και αν η ζημιά αυτή είναι εφικτό να διορθωθεί με τους κατάλληλους χειρισμούς στην περιφέρεια, ας αναλογιστούν όλοι τι μπορεί να συμβεί στον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ αν βρεθεί αντιμέτωπος με την εικόνα συνδιαμόρφωσης «μεγάλων συμφωνιών» με τους αντιπάλους μας.
Σε μια κατάσταση πολωμένη και πολωτική, ο ΣΥΡΙΖΑ και όλη η Αριστερά έχουν έναν και μόνο δρόμο: να επιχειρήσουμε να νικήσουμε. Ριζοσπαστικοποιώντας το πρόγραμμα, με στήριξη στους εργαζομένους και στις λαϊκές δυνάμεις, αντιμετωπίζοντας τον αντίπαλο στην πραγματική μάχη και όχι με το στρίβειν διά της «εθνικής συνεννοήσεως».