«Όμως ο πόλεμος δεν τελείωσε ακόμα
Γιατί κανένας πόλεμος δεν τελείωσε ποτέ!».
Μ.Αναγνωστάκης

Ως ελάχιστη συνεισφορά στη μνήμη εκείνης της ημέρας θα επικαλεστούμε και θα παραθέσουμε εδώ (σε δική μας μετάφραση) την αφήγηση ενός αυτόπτη μάρτυρα που δε θα μπορούσε παρά να είναι αρνητικά προδιατεθειμένος απέναντι στη διαδήλωση. Είναι αυτή του Βρετανού αξιωματικού W. Byford-Jones όπως δημοσιεύτηκε στο βιβλίο του The Greek Trilogy (Resistance-Liberation-Revolution) που εκδόθηκε λίγους μήνες αργότερα το 1945 στο Λονδίνο (Hutchinson and Co., σσ. 137-139):
Στις 10 το πρωί κυκλοφόρησαν οι φήμες πως η ηγεσία του ΕΑΜ εργαζόταν ολονυχτίς προετοιμάζοντας τη διαδήλωση, παρά την κυβερνητική απαγόρευση. Πληροφοριοδότες της κυβέρνησης δήλωναν πως το ΕΑΜ καλούσε τον κόσμο χτυπώντας τις καμπάνες και τις σειρήνες και λέγοντας πως θα γίνει η πιο μεγάλη διαδήλωση-διαμαρτυρία ενάντια στην επέμβαση του στρατηγού Σκόμπυ και στη διαταγή αφοπλισμού των ανταρτών. Παρά τις φήμες ο λαός της Αθήνας συνέχιζε να κυκλοφορεί ανέμελος στην οδό Πανεπιστημίου, να κάθεται στις καφετέριες, ή να προετοιμάζεται για την ορχηστρική συναυλία που ήταν προγραμματισμένη για τις 11 . [...]
Η ιδέα της συναυλίας με έθελγε και πήγα μέχρι το θέατρο Παλλάς με τη σκέψη πως ήταν δίπλα στην Πλατεία Συντάγματος, και ότι θα ήμουν πολύ κοντά σε περίπτωση που συνέβαινε κάτι εξαιρετικό.
Οι σιδερένιες πύλες του θεάτρου ήταν κλειστές και ένα πολυάριθμο φιλόμουσο κοινό περίμενε να ανοίξουν. Ένας κοντός και γεροδεμένος άνδρας με μακριές μπούκλες που ανέμιζαν κι ένα βιολί στο χέρι, εμφανίστηκε λέγοντας: “Νομίζω πως είναι ανώφελο να περιμένετε. Πολλά μέλη του προσωπικού και της ορχήστρας ανήκουν στο ΕΑΜ.”
Πριν προλάβει κανείς να απαντήσει, η ησυχία εκείνου του κυριακάτικου πρωινού ταράχτηκε ξαφνικά από το βόμβο ενός ποδοβολητού και συνθήματα που τα φώναζαν από τηλεβόες. “Τελικά την κάνουν τη διαδήλωση!” είπε ένα κορίτσι δίπλα μου. “Φοβάμαι πως θα γίνουν φασαρίες”.
Γύρισα τρέχοντας στη “Μεγάλη Βρετάνια” για να έχω θέα στην πλατεία. Πολύς κόσμος στεκόταν στην είσοδο κοιτάζοντας την πλατεία, απ’ όπου άρχισαν να καταφθάνουν πομπές ολάκερες ανθρώπων. Στα παράθυρα των δωματίων μπορούσα να ξεχωρίσω τα κεφάλια κάποιων πολεμικών ανταποκριτών που είχαν μόλις ξυπνήσει. Από τα παράθυρα του αστυνομικού τμήματος που ήταν απέναντι από το ξενοδοχείο, κάποιες παράξενες φάτσες παρακολουθούσαν τα τεκταινόμενα.
Όλο το επόμενο τέταρτο της ώρας παρακολουθούσα τους διαδηλωτές να φτάνουν στην πλατεία ανεμίζοντας τα λάβαρα και τις σημαίες τους, Βρετανικές, Αμερικάνικες, Ρώσικες κι Ελληνικές. Καθώς η μεγάλη αυτή συγκέντρωση συγκροτούνταν, οι τηλεβόες συνέχιζαν να φωνάζουν τα συνθήματα: “Κάτω η επέμβαση”, “Τιμωρήστε τους δοσίλογους”, “Κάτω ο βασιλιάς”. Ο κόσμος που περπατούσε στο δρόμο ή στεκόταν μπροστά στο θέατρο Παλλάς άρχισε να συγκεντρώνεται μπροστά στη Μεγάλη Βρετάνια για να δει τη διαδήλωση, ενώ κάποιοι λίγοι έφυγαν.
Διάλεξα μια θέση στη γωνία της πλατείας μπροστά από το μπαρ που βρίσκεται στο ισόγειο του κτιρίου που στέγαζε την αστυνομική διεύθυνση, κι έβλεπα τη διαδήλωση να προχωράει. Η κεφαλή της είχε φτάσει μπροστά από την είσοδο των Παλαιών Ανακτόρων, όταν την προσοχή μου απέσπασαν οι φωνές μιας ομάδας αστυνομικών που στέκονταν στο μπαλκόνι του κτιρίου πάνω από το μπαρ. Προς μεγάλη μου έκπληξη, οι αστυνομικοί είχαν προτάξει τα όπλα τους. Κάποιοι ήταν όρθιοι, κάποιοι γονατιστοί έτσι που έβλεπε κανείς μονάχα τα κεφάλια τους. Μερικοί στόχευαν τη διαδήλωση στο ψαχνό. Θεώρησα πως επρόκειτο για μια προληπτική ενέργεια σε περίπτωση που οι διαδηλωτές επιτεθούν στο αστυνομικό τμήμα. Η ελληνική αστυνομία είναι ένοπλη.
Η διαδήλωση πλησίασε: άντρες, γυναίκες και παιδιά πορεύονταν σε σειρές των οκτώ ή δέκα. Ένας στους τέσσερις κρατούσε μια σημαία συμμαχική, ελληνική, ή ένα πλακάτ πάνω στο οποίο ήταν γραμμένα με χτυπητό κόκκινο χρώμα τα συνθήματα που φώναζαν άνδρες και γυναίκες με αυτοσχέδιους τηλεβόες στις δύο πλευρές της πορείας. Ήταν μια τυπική διαδήλωση του ΚΚΕ-ΕΑΜ. Οι ηλικίες των συμμετεχόντων κυμαίνονταν από δέκα-δώδεκα μέχρι εξήντα χρονών και βάλε. Μερικά παιδιά ήταν ξυπόλητα, οι περισσότεροι χωρίς πανωφόρια, αλλά υπήρχαν και πολλοί καλοντυμένοι. Όπως και τις προηγούμενες φορές, ξεχώριζε το πλήθος νέων γυναικών από 18 μέχρι 30 χρονών. Δεν υπήρχε τίποτα το σκοτεινό ή απειλητικό στη διαδήλωση. Κάποιοι άντρες φώναζαν με φανατισμό προς το αστυνομικό τμήμα ή το ξενοδοχείο, αλλά υπήρχε και μια χιουμοριστική χροιά, με διάφορα αστεία και πειράγματα να ανταλλάσσονται ανάμεσα στους διαδηλωτές και τον κόσμο που παρατηρούσε από τα πεζοδρόμια.
Την προσοχή μου τράβηξε πάλι το μπαλκόνι από πάνω μου, όπου ακούστηκε κάτι σαν παράγγελμα, στα ελληνικά. Η κεφαλή της διαδήλωσης τότε βρισκόταν σε λιγότερο από τριάντα μέτρα. Ο Μπάρμπερ του United Press μου εξήγησε αργότερα πως ήταν εντολή να πυροβολήσουν. Την επόμενη στιγμή οι αστυνομικοί τράβηξαν τη σκανδάλη, όχι ταυτόχρονα σαν ένα πειθαρχημένο σώμα, αλλά διστακτικά, ο ένας μετά τον άλλο, σαν μερικοί να δίσταζαν να υπακούσουν στη διαταγή. Νόμιζα ακόμα πως ήταν ένα προληπτικό μέτρο, και κοίταξα πάλι το πλήθος που πλησίαζε.


Στην κηδεία των θυμάτων την επομένη εμφανίστηκε ξανά μια πελώρια πένθιμη πομπή του κόσμου των εργατών, των γυναικών, των φτωχών μεροκαματιάρηδων των προσφυγικών γειτονιών. Μέχρι το βράδυ σχεδόν της ίδιας μέρας το ΕΑΜ αρκούνταν σε “κατάρες και απειλές”. Με την κατάληψη των πρώτων αστυνομικών τμημάτων από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ το βράδυ της 4ης προς 5 Δεκέμβρη ξεκίνησε η μάχη των 33 ημερών που έμεινε γνωστή ως Δεκεμβριανά και κατέληξε στην στρατιωτική ήττα του ΕΛΑΣ στην πρωτεύουσα από τις συμπορευόμενες δυνάμεις των βρετανικών αυτοκρατορικών στρατευμάτων, της βασιλόφρονος Ορεινής Ταξιαρχίας και των κατοχικών Ταγμάτων Ασφαλείας που επανεξοπλίστηκαν απέναντι στον εχθρό του “κοινωνικού μας καθεστώτος”.
Ήταν η πρώτη ένοπλη επέμβαση εναντίον των δυνάμεων της αντιφασιστικής αντίστασης στην Ευρώπη και τούτο πριν ακόμα τελειώσει ο πόλεμος! Αντίπαλος δεν ήταν ένα κόμμα, ούτε μια “ένοπλη ανταρσία” όπως καταγράφηκε στα επίσημα κρατικά κατάστιχα. Ήταν ένας ολόκληρος κόσμος, ο κόσμος του ΕΑΜικού κινήματος που είχε ήδη γεννηθεί μέσα στην κατοχή, ο κόσμος εκείνων που ως τότε δεν είχαν μήτε φωνή μήτε λόγο, μα δημιούργησαν, πληρώνοντας βαρύ τίμημα αίματος, μια νέα ζωή στις μαζικές συλλογικές πρακτικές λαϊκής εξουσίας, δικαιοσύνης, εκπαίδευσης, τέχνης, στις τέσσερις γωνιές της Ελλάδας. Αυτός ο κόσμος έπρεπε να συντριβεί για να διατηρήσουν οι προπολεμικές ελίτ την εξουσία τους στη χώρα. Θα χρειαζόταν ακόμα πολύς καιρός και μια συστηματική και θεσμοθετημένη θηριωδία. Η σφαγή του Δεκέμβρη ήταν μία -η πιο οργανωμένη και συμβολικά σημαντική- από τις επιθέσεις στον άμαχο, ανώνυμο πληθυσμό που πολέμησε για τη νίκη της “ελευθερίας” και της “δημοκρατίας” ενάντια στο φασισμό και τη βαρβαρότητα.
Το γεγονός ήταν απλά ο προάγγελος για τον διαρκή πόλεμο που κηρυσσόταν, από εκείνη κιόλας τη στιγμή, σε κάθε σκίρτημα της επανάστασης που αναδύθηκε από την αντιφασιστική νίκη. Κι η ανάμνηση αυτού του εγκλήματος του κράτους δεν είναι παρά μια ελάχιστη απόπειρα να ξαναστήσουμε στη μνήμη και στον κοινό μας λόγο τον κόσμο αυτόν που ακόμα κι αν χρειάστηκε να τον θερίσουν αλλεπάλληλες φορές γερμανικά, εγγλέζικα, αμερικανικά κι ελληνικά πολυβόλα κι εκτελεστικά αποσπάσματα υπήρξε πολύ δυνατός και πολύ πεισματάρης για να χαθεί.
-
Υ.Γ. Ξαναδιαβάζοντάς το, ανακαλύψαμε πως μια πρώτη ελληνική μετάφραση του παραπάνω κειμένου σε έντυπη μορφή παρατίθεται ατο βιβλίο του Θ. Κουτσουμπού, Ελλάδα 1941-1945. Πόλεμος των χωρικών και Κοινωνική Επανάσταση, Αθήνα, Λέων, 2003.
Από http://maurochali.wordpress.com όπου θα βρείτε και άλλες μαρτυρίες
Οι Βρετανοί αντικαθιστούν τους Γερμανούς

Ο Παπανδρέου μιλώντας στο λαό ,που ζητά κατοχύρωση της ελευθερίας του, δηλώνει υποκριτικά «πιστεύομεν εις την λαοκρατίαν».
Στην πραγματικότητα η μαριονέτα του Τσώρτσιλ αδιαφορεί για τα παλλαϊκά
αιτήματα που είναι: α) η τιμωρία όσων συνεργάστηκαν με τον κατακτητή και
μαυροφόρεσαν χιλιάδες Έλληνες φορώντας τη στολή του γερμανοτσολιά ή την
κουκούλα του καταδότη, 2) η δυνατότητα να αποφασίσει ο λαός χωρίς
παρεμβάσεις τόσο για το πολίτευμα όσο και για την κυβέρνηση που τον
εκφράζει. Οι επικυρίαρχοι έχουν άλλα σχέδια ξέροντας πως αν ο λαός
αποφασίσει ελεύθερα, αυτοί δεν έχουν μέλλον στη χώρα. Οι ταγματασφαλίτες
οδηγούνται σε στρατόπεδα όχι για να κρατηθούν αλλά για να προστατευτούν
από τη λαϊκή αγανάκτηση. Βγαίνουν τη νύχτα για να τρομοκρατήσουν τις
λαϊκές συνοικίες και το χάραμα σταβλίζονται ξανά στη «φυλακή» τους. Οι
πολιτικοί επιδίδονται σ’ ένα όργιο κατασυκοφάντησης της αντίστασης ενώ η
«δικαιοσύνη» καταδικάζει μαζικά τους μαχητές για «εγκλήματα» κατά των…
κατακτητών (καταδικάζονται ακόμα και σε εκτέλεση επειδή είχαν το
«θράσος» να σκοτώνουν γερμανούς στρατιώτες)! Σύντομα, οι φυλακές
γεμίζουν από αγωνιστές ενώ οι δοσίλογοι στελεχώνουν το νέο κρατικό
μηχανισμό.
Τσώρτσιλ: «Χτυπήστε απροειδοποίητα»
Όλα αυτά είναι επιταγή χωρίς αντίκρισμα αν δεν αφοπλιστεί ο ελληνικός λαός. Ο Τσώρτσιλ δεν αρκείται στη διπλωματική νίκη του. Μεθοδεύει τη συντριβή του ΕΑΜ. Τα τηλεγραφήματα του προς τον υπουργό των εξωτερικών σερ Άντονι Ήντεν είναι αποκαλυπτικά. Στις 29 Αυγούστου 1944 σημειώνει: «Είναι εξαιρετικά σημαντικό να χτυπήσουμε απροειδοποίητα χωρίς να προηγηθεί καμιά φανερή κρίση. Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να προκαταλάβουμε το ΕΑΜ». Στις 7 Νοεμβρίου γίνεται πιο σαφής: «Δεν θα έπρεπε να διστάσουμε να χρησιμοποιήσουμε βρετανικά στρατεύματα, για να υποστηρίξουμε την κυβέρνηση του κ. Παπανδρέου… Προσδοκώ ότι θα έχουμε σύγκρουση με το ΕΑΜ και δεν πρέπει να προσπαθήσουμε να την αποφύγουμε υπό τον όρο να επιλέξουμε εμείς το έδαφος».
Ο
Παπανδρέου κι ο Σκόμπι πιέζουν για μονομερή αφοπλισμό του ΕΛΑΣ. Οι
ηγέτες του ΕΑΜ βλέποντας πως η υποχωρητικότητα που επέδειξαν για να μη
διασπαστεί «η ενότητα των συμμάχων» έχει αποθρασύνει τους βρετανούς,
αντιπροτείνουν την ταυτόχρονη αποστράτευση του ΕΛΑΣ, του φιλοβρετανικού
ΕΔΕΣ και της Ορεινής Ταξιαρχίας Ρίμινι, ενός σώματος στελεχωμένου
αποκλειστικά από οπαδούς της μοναρχίας και της 4ης Αυγούστου (το οποίο ο Ηλίας Τσιριμώκος
θα αποκαλέσει εύστοχα «σώμα πραιτωριανών») και τη δημιουργία εθνικού
στρατού από τον οποίο θα αποκλειστούν οι συνεργάτες των Γερμανών και της
δικτατορίας. Ο Τσώρτσιλ έχει βρει την ευκαιρία που ζητούσε. Τα όργανα
του δίνουν τελεσίγραφο στο ΕΑΜ να παραδώσει τον οπλισμό του μέχρι τις 10
Δεκεμβρίου. Παράλληλα, βαφτίζουν τους συνεργάτες των Γερμανών ταγματασφαλίτες «εθνικό στρατό»
και τους εξοπλίζουν. Από τα πρώτα στελέχη αυτού του στρατού κι ο
περιβόητος Χ. Γερακίνης ο οποίος συνέτασσε αναφορές στη Βέρμαχτ με το
εξής «πατριωτικό» περιεχόμενο: «Απώλειαι: Εκ των ημετέρων εις Γερμανός στρατιώτης».
Ακόμα και για την υποχωρητική ηγεσία του ΕΑΜ όλα αυτά είναι υπερβολικά.
Τα στελέχη του αποχωρούν από την κυβέρνηση και ζητούν παραίτηση του
Παπανδρέου θεωρώντας αυτόν κι όχι τους Άγγλους αποκλειστικό υπεύθυνο της
κρίσης. Όμως, οι βρετανικές λόγχες είναι έτοιμες να στηρίξουν τον
πρόθυμο για όλα πρωθυπουργό. Ο πρεσβευτής της Αγγλίας σερ Ρέτζιναλντ Λήπερ
και ο Σκόμπι αναλαμβάνουν δράση καθώς ο Τσώρτσιλ δεν εμπιστεύεται τον
«γέρο ανόητο» Παπανδρέου. Αν αυτός διστάσει να εκτελέσει τις εντολές, θα
πρέπει «να κλειδωθεί σ’ ένα δωμάτιο μέχρι να ξανάρθει στα λογικά του».
Το έγκλημα αρχίζει


Την
επόμενη μέρα, μια λαοθάλασσα περνά από το ξενοδοχείο της «Μεγάλης
Βρετανίας» σηκώνοντας τα φέρετρα των δολοφονημένων και τραβά για το
νεκροταφείο. Στην επιστροφή του το πλήθος περνά μπροστά από το
ξενοδοχείο «Ερμής» στην Πανεπιστημίου όπου στεγάζονται δοσίλογοι που οι
βρετανοί δήλωναν πως αφόπλισαν.
Πυκνό
πυρ χτυπά και πάλι τους διαδηλωτές σκοτώνοντας και τραυματίζοντας
δεκάδες. Ο Σκόμπι έχει ήδη πάρει τις εντολές του από τον Τσώρτσιλ: «Μη
διστάσετε να συμπεριφερθείτε σαν να βρίσκεστε σε μια κατακτημένη πόλη
όπου έχει ξεσπάσει εξέγερση…Πρέπει να κρατήσουμε και να κυριαρχήσουμε
στην Αθήνα. Εάν τούτο το επιτύχετε χωρίς αιματοχυσία θα είναι κατόρθωμα, αλλά και με αιματοχυσία θα είναι επίσης κατόρθωμα».
Κηρύσσει στρατιωτικό νόμο, απευθύνει τελεσίγραφο στον ΕΛΑΣ να εκκενώσει
την Αθήνα και τα περίχωρα της για να μην θεωρηθεί «εχθρική δύναμη» και
απειλεί να κόψει την παροχή τροφίμων στον πληθυσμό της πόλης. Από κει
και πέρα δράση αναλαμβάνουν οι ταγματασφαλίτες που χτυπούν τις συνοικίες
και, όταν βρουν αντίσταση από ΕΛΑΣίτικα τμήματα, σώζονται από τους
βρετανούς.


Ο Τσώρτσιλ δεν κρύβει τις προτιμήσεις του: «Θεωρώ
ότι οι συνεργάτες των Γερμανών έκαναν ό,τι μπορούσαν για να
προστατεύσουν τον ελληνικό πληθυσμό… Ο κύριος εχθρός είναι οι
κομμουνιστές… Δεν τίθεται ζήτημα έντασης της αυστηρότητας προς τους
δοσίλογους με σκοπό να κερδηθεί η επιδοκιμασία των κομμουνιστών. Η
επιδοκιμασία τους μας είναι άχρηστη».
Σε «άνιση πάλη κι αγώνα»
Ο
ΕΛΑΣ ελέγχει όλη την πόλη εκτός από ένα μικρό κομμάτι που περιλαμβάνει
το Σύνταγμα, το Γουδί, τα Εξάρχεια, του Μακρυγιάννη και τη Σχολή
Ευελπίδων. Αυτή η περιοχή, που ο λαός αποκαλεί «Σκομπία»,
έχει «πρωτεύουσα» τη «Μεγάλη Βρετανία» όπου είναι το κέντρο
επιχειρήσεων. Μέσα σ’ αυτή την περιοχή κυκλοφορούν τμήματα του
βρετανικού στρατού και ένοπλοι συνεργάτες των Ες Ες και αργότερα του
ΜΙ6. Άνθρωποι με ιδεολογία σαν αυτή του συνταγματάρχη Παπαδόγκωνα ο οποίος απέστειλε την «ιστορική» επιστολή στον… Χίτλερ όταν απέτυχε η εναντίον του απόπειρα: «…Από
την ιεράν γην της αρχαίας Σπάρτης, εκ της οποίας προήλθεν η δράσις των
ηρώων του Λεωνίδου, η οποία έσωσεν τον ευρωπαϊκόν πολιτισμόν, υψούται η προσευχή μας: Κύριε φύλαττε τον Φύρερ».
Οι
δυνάμεις του ΕΛΑΣ εύκολα θα μπορούσαν να καταλάβουν τη «Σκομπία».
Ωστόσο, το κρίσιμο διάστημα η ηγεσία του ΕΑΜ δίνει διαταγές για αναμονή
και –όσο το δυνατόν- αποφυγή συμπλοκών με βρετανούς οι οποίοι, όμως, δεν
έχουν ανάλογες αναστολές.

Υπό αυτές τις συνθήκές η έκβαση της μάχης της Αθήνας είναι προδιαγεγραμμένη...

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου