Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2011

Φτού σου γαμημένο σύστημα

ΠΕΠΟΝΙΑ, ΩΡΑΙΑ ΠΕΠΟΝΙΑ

Έκτακτα καιρικά φαινόμενα, καταρρακτώδεις βροχές και το ένα και το άλλο, προσοχή στο Ανατολικό Αιγαίο να πούμε… περπάταγε με την ομπρέλα για μπαστούνι, αφηρημένος άρχισε να μετράει τα πεπόνια στο καρότσι, δώδεκα φαινόντουσαν άντε και πέντε σκεπασμένα απ’ τα υπόλοιπα, δέκα επτά σύνολο, ποιος θα φάει δέκα επτά πεπόνια, προχώρησε το συλλογισμό, μία οικογένεια δυο οι γονείς, τρία τα παιδιά… δε βγαίνει, δεν προφταίνουν, να ‘ναι πέντε τα παιδιά, εν τάξει τότε φτάνουν για μια βδομάδα τρία πεπόνια τη μέρα, αν κρατήσουν γιατί… στάζουν σ’ όλη τη διαδρομή σχηματίζοντας στο πεζοδρόμιο μια γραμμή πίσω απ’ τη γυναίκα που το σέρνει με το ‘να χέρι με τ’ άλλο κρατάει την πιτσιρίκα με τις σαγιονάρες.
Μα δεν κρυώνει το τσαμένο, αναρωτήθηκε, αυτή πάλι να προσπαθεί να της φύγει, τα κατάφερε έτρεξε στο περίπτερο, σηκώθηκε στα δάχτυλα ακουμπώντας  με τα δυο ...
χέρια την άκρη που συγκρατούσε τις λιχουδιές, τ’ άρπαξε η άλλη με το τσεμπέρι που ακολουθούσε, το ‘συρε ενώ αυτό κλαυθμήριζε, Γιαγιά μια σοκολάτα….
Κόλλησε το καροτσάκι στο πεζοδρόμιο δυσκολεύτηκε η μικρότερη να το σηκώσει, το ‘πιασε η γιαγιά σβέλτα, ξεκόλλησε… τι γιαγιά δηλαδή ούτε πενήντα δε φαινότανε, τεντωμένο το δέρμα στο πρόσωπο, βαμμένα τα μάτια, γόβα με χαμηλό τακούνι, Νύφη της να ‘ναι η άλλη, αναρωτήθηκε.
Περπάταγε κι αυτός  με τον ίδιο ρυθμό, για ώρα προχωρούσαν σχεδόν μαζί, έπιασε τον εαυτό του να κάνει υποθέσεις, Πέντε παιδιά δε μπορεί, πού να προλάβει, αυτή είναι κάτω από τριάντα, αλλά πάλι τόσα πεπόνια για πού τα θέλει, εν τω μεταξύ σταμάτησε απότομα η γιαγιά την πορεία της παρέας, έσκυψε, ανακάτεψε τα μυρωδάτα φρούτα, βρήκε αυτό που ‘ θελε το ‘βγαλε στάζοντας, φαινόταν καθαρά πως ήταν το μεγαλύτερο μέρος του σάπιο, το πέταξε στον κάδο, κάτι είπε ξεκίνησαν πάλι ενώ κατέφτανε το τρίτο καροτσάκι με το νεαρό.
Ψύχρα κι ανατριχίλα τούτος παρά το πανωφόρι, αυτές δεν είχαν ανάγκη από πάνω μέχρι κάτω το σκούρο ελαφρύ παλτό, τις έβλεπε τα τελευταία χρόνια να περπατάνε γρήγορα στην Πατησίων τόσες πολλές με τα σκούρα σέρνοντας ένα σωρό κουτσούβελα, ποτέ ο δρόμος αυτός δεν ήταν τόσο ζωντανός, Μα και τόσο μελαγχολικός, σκέφτηκε, ένα στα τρία μαγαζιά κλειστό, σκέτη θλίψη, κατάμαυρα απ’ τη γλίτσα τα μάρμαρα στις ποδιές και τα σκαλοπάτια, κολλημένα μισοσκισμένα χαρτιά στα τζάμια,  σκουπίδια στ’ άδεια πατώματα, καλώδια να κρέμονται απ’ τους τοίχους.
Έσταζε μιζέρια ο πάλαι ποτέ εμπορικός των πέντε χιλιομέτρων από τα Χαυτεία στην Αγία Βαρβάρα, Το μόνο όμορφο που έχει, θυμήθηκε, είναι οι μικρές πόρνες από τ’ απόγιομα και μετά, Για πόσο όμως θα κρατήσουν, πόσο θα κρατήσουν και θα χορεύουν μερικές απ’ αυτές περιμένοντας τον πελάτη, όλες αζύμωτες, σφιχτοδεμένα κορμιά, τσαχπίνικο ύφος, καλοντυμένες στα ξέκωλα και τα  ξώβυζα, ράστα το μαλλί, προσωπάκια αρυτίδωτα ακόμα, και κάτι μάτια λαμπερά…μέχρι και μπάλα κλώτσαγαν κάποιες στην πλατεία των Λαών πριν αρχίσει η αγορά της σάρκας να δουλεύει, συχνά πυκνά αντηχούσε τη νύχτα καλώντας σε βοήθεια κάποιος απ’ τους πελάτες, που εξυπηρετούνταν στα όρθια στο αδιέξοδο πίσω απ’ την πολύβουη τη μέρα πλατεία και… ύστερα απ’ το ξεθέωμα με τα γόνατά του να τρέμουν, ακολουθούσε η ληστεία, το τρεχαλητό, οι κραυγές….
Προχωρούσε η κουστωδία με το καροτσάκι και το γλυκό καρπό, μπροστά βάδιζε μια ίδια κομπανία, μεγαλύτερη αυτή η κουβαλήτρα απ’ την άλλη, δε χρειαζόταν τούτη συνοδό, δε φαινόταν τι περιλάμβανε το φίσκα καροτσάκι της καθόσον εξοπλισμένο με την κατάμαυρη πλαστική επένδυση, πάντως αντάμα φαίνονταν οι βιαστικές των δύο τροχοφόρων, τρεις γυναίκες τρία παιδιά, πεπόνια πρέπει να ‘τανε και τα σκεπασμένα, όσο πήγαινε δίπλα τους μοσχομύριζαν και κάπως μετρίαζαν τη μπόχα του δρόμου που αύξαινε απότομα σε κάθε συναπάντημα με τους κάδους των σκουπιδιών ξέχειλους, απεργία οι υπάλληλοι του δήμου, άλλη απελπισία κι αυτοί…
Να βρίσει δυνατά του ‘ρθε τ’ αφεντικά που ξεζούμιζαν τούτη την πόλη- καταβόθρα, που κάθε τρεις και λίγο πενήντα χρόνια τώρα άκουγε να την τραγουδάνε κι αυτήν και τα μάρμαρά της, είκοσι χρόνια τη βλέπει να σκληραίνει, να χοντραίνει μέχρι σκασμού από σκουπίδι και σκοτεινιασμένα πρόσωπα, από πεινασμένα τσεμπέρια και παλτά, από κατατρυπημένα άτονα χέρια και χαμένα βλέμματα… φτού σας κάπηλοι του πολέμου, ρουφήχτρες των ειρηνευτικών αποστολών.
Δέκα επτά πεπόνια μισοσάπια στο καροτσάκι μια Δευτέρα απόγευμα στην Πατησίων… λίγο πριν σκούπιζαν τον παράδρομο με τη λήξη της Λαϊκής, νάτο και το τρίτο καρότσι δίπλα στον κάδο, κρεμασμένος ο νεαρός μ’ ένα τσιγκέλι να τραβάει το πεπόνι, μισογεμάτο το δικό του όχημα μ’ ότι φαγώσιμο ξεχώριζε, θυμήθηκε τον άλλον τον επιχειρηματία στην Αργεντινή, που αφού συγκέντρωνε κατ’ αποκλειστικότητα και υπό προστασία απ’ τις χωματερές τα κατάλληλα για τα γουρούνια του και μετά τα τάιζε, επέτρεπε στο τέλος για πέντε ακριβώς λεπτά την εισβολή των πεινασμένων της κόλασης για τα υπόλοιπα….
Έκοψε εκείνος στη μέση το μισοσάπιο πεπόνι, πέτυχε και μια μισοφαγωμένη τυρόπιττα του είκοσι τρία τοις εκατό ΦΠΑ, μπόχα του κάδου και της απόγνωσης… φτού σου γαμημένο σύστημα με τους χορτασμένους, τους «σωτήρες»,  τις τρόικες, τρισάγιο που σας χρειάζεται, φτού σας αγύρτες, μέχρι πού θα πάει όμως;
http://kakaras.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου