Κυριακή 30 Μαΐου 2010

Οι Μανάδες (προδημοσίευση)

Σύναξη ζωντανών
…..Και ήρθεν ο χωροφύλακας και μου λέει, Αργυρούλα, έλα χαρώτο ν’ αρμέξεις τη γελάδα, θα σκάσουν τα μαστάρια της, τάισέ την κιόλας, θα μας μείνει.
Δεν έρχομαι, του λέω, αφού δε μ’ αφήνεις να πααίνω στο φεγγίτη.
Έλα Αργυρούλα και θα το κανονίσουμε κι αυτό, και πήγα που λες και τάγισα τη γελάδα τους, την άρμεξα κι ανακουφίστηκε, που ήτονε ξετρελαμένη η κακομοίρα, αφότου εσφάξανε το δαμάλι της εμπρός της οι άχρηστοι, είδεν το και όρμισε να τους εφάει, όλα τα έβλεπα, γιατί ήμουνα και γω σε μια γωνιά, δε μ’ είχανε πάρει χαμπάρι σαν ... ετρύπωσα μέσα και εσπάραζα, γιατί τ’ αγαπούσα το ζωντανό και δεν ήθελα να το χαλάσουνε.
Μα πώς η γελάδα σ’ άφηνε εσένα κι όχι άλλους.
Μ’ είχε δει που ‘κλαιγα και γω μαζί της και κατάλαβε.
Σώπα βρε Αργυρό, θα μας πεις τώρα, πως καταλαβαίνουν τα ζώα.
Έλα Παναγία μου, καλά εσύ πού γεννήθηκες, τα ζωντανά δεν νογάνε καλέ, αφού μιλάνε κιόλας, αρκεί να ξεύρεις να τους μιλάς κι εσύ, να σου ειπώ και τούτο να πιστέψεις, είχα μια γάτα που μίλαγε με ποιον νομίζεις εσύ, μ’ ένα βάτραχο, νιαρ η γάτα κουάξ ο βάτραχος και τα λέγανε με τις ώρες[1], αφού τους ήκουσε κι ο προκομμένος της Καριωτίνας με τ’ όνομα, θα λες τώρα πως δε μιλάνε τα ζώα έ, θα το λες πάλι, εμένα μ’ είχε μάθει ο κύρης μου να τους μιλάω, Αργυρούλα, μου ‘λεγεν, άμα δεν τ’ αγαπάς τα ζωντανά δεν ημπορείς, ούτε να τους μιλάς, ούτε να τα καταλαβαίνεις, έτσι άρμεξα την αγελάδα και της έδωκα κι έφαγε και μ’ αφήκεν ο χωροφύλακας να πααίνω φαΐ και στον πατέρα μου απ’ το φεγγίτη.
Μόνο πρόσεξε μωρή, μου ‘λεγεν, μη σε πάρει χαμπάρι ο άλλος εχαθήκαμεν κι οι διό μας κακομοίρα, ήτονε καλός αυτός και κακός ο άλλος, εκείνος είχε σακατέψει στο ξύλο τον πατέρα μου και τον έκλεισε μέσα, ο ίδιος έδερνε και τον αδερφό μου μπροστά στη μάννα μας, να φανερώσει εκείνη πού κρύβονταν ο κύρης μας, όπως έκαμνε η γελάδα σαν έσφαζαν το δαμάλι της, έτσι έκαμνε κι η μάννα μας, σαν έδερναν το Μιχάλη μας, αμ τι νομίζεις εσύ μανάδες κι οι δυο, τα παιδιά τους υποφέρανε, το ίδιο πονούσανε….
Άκου και τούτονά να δεις άπιστη που ‘σαι, τότενες ξέφυγε κι η γουρούνα μας και μπήκε πάλι στο σταθμό και δεν έβγαινε, ήρθεν ο ίδιος ο Χωροφύλακας, Αργυρό τρέχα, Γιατί δεν τους λες μπασκίνες Αργυρό, Δε μ’ αρέσει η λέξη τούτηνά, εξάλλου ο Ζαχαρής ήτονε καλός χωροφύλακας, αυτόν εστείλανε να με φωνάξει για τη γουρούνα που άφριζε, έδειχνε και τα δόντια της και τριγύρναγε μέσα έξω τα γραφεία γρυλίζοντας, είχαντε χεστεί όλοι τους.
Θ’ αφήκεις τον πατέρα μου, του λέω, αλλιώτικα δεν έρχομαι, Αργυρό, μου κάνει ετούτος, δεν ημπορώ ν’ αφήκω ελεύθερο τον πατέρα σου, είναι μίασμα.
Μίασμα είσαι εσύ και όλο σου το σινάφι, του κάμνω και του πατάω μια κλωτσά στο καλάμι, τον σακάτεψα, και της γουρούνας θα ειπώ ν’ αρχίσει να τρώει τα χαρτιά σας, να σε μάθω εγώ να βρίζεις τον κύρη μου, τέλος πάντων κατάλαβα πως δεν ημπορούσα να βγάλω έξω τον πατέρα μου έτσι, πεινούσανε και τα γουρουνάκια, επήγα της σφύριξα.
Έλα Μαριγούλα μου, της εφώναξα, γιατί έτσι λέγανε και τη γυναίκα του άλλου του χωροφύλακα, εκείνος ήτονε μπασκίνας σταυρωτής και η γυναίκα του ακόμα χειρότερη, έβγαλα λοιπόν κι εγώ την γουρούνα μας Μαριγούλα, αλλά μεταξύ μας την εφώναζα Ρουσσώ, γιατί παρεξηγιότανε με τ’ άλλο όνομα, ήξερε φαίνεται πως έτσι εκαλούσανε και την άλλη τη σκρόφα του μπασκίνα, ως εμπήκα όμως στο τμήμα να τηνε πάρω, επήγα και μια βόλτα μαζί της από το υπόγειο, να δει και τον πατέρα μου, κανένας δεν είχε μείνει μέσα να φυλάγει τα όπλα και τους κρατούμενους, όλοι τους είχοντε εξαφανιστεί κατουρημένοι, κατάλαβες να φοβούνται μια γουρούνα!


Από τον πατριώτη μας από τη Γραβιά kakaras.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου