Δεν τον ενδιαφέρει η αναγνωρισιμότητα και έτσι δεν επέλεξε να κάνει καριέρα στην Αθήνα, αλλά να υπηρετήσει το θεατρικό σανίδι περνώντας απ’ όλα τα ΔΗΠΕΘΕ της περιφέρειας, γνωρίζοντας την Ελλάδα σε μήκος και πλάτος.
Η συνέντευξη είναι μία αφορμή να καταγράψουμε την ζωή και την καλλιτεχνική του διαδρομή, κάνοντας μια βόλτα με λιακάδα στις γειτονιές και τους κοντινούς οικισμούς της Κομοτηνής, μιλώντας για το ξεκίνημά του μέχρι σήμερα. Μια πορεία που δεν θα την άλλαζε με τίποτα.
Σε ποια ηλικία σκεφθήκατε να ασχοληθείτε με το θέατρο, με την ηθοποιΐα, με αυτό το μονοπάτι της τέχνης;
-Από πολύ μικρός μου μπήκε το μικρόβιο μέσα γιατί θυμάμαι στην α’ δημοτικού είπα ένα ποίημα. Δεν θυμάμαι πώς το είπα, αλλά θυμάμαι ότι παιδιά έλεγαν ένα τετράστιχο και σταματούσαν, είχαν τρακ. Εγώ είχα μάθει ένα ποίημα που ήταν σαν τον εθνικό ύμνο και θυμάμαι ένα χειροκρότημα από κάτω στο τέλος, όχι για το πώς το είπα, αλλά γιατί έφερα εις πέρας αυτή την τεράστια απαγγελία.
Στην συνέχεια στο δημοτικό παίζαμε κάθε τέλος της χρονιάς αυτά τα πατριωτικά έργα και αυτό συνετέλεσε να έχω το μικρόβιο του ηθοποιού. Στο γυμνάσιο ήταν πάλι να παίξω σε αρχαία τραγωδία αλλά επειδή ήταν το γυμνάσιο μακριά, πήγαινα από το Χρυσό στην Αράχωβα κάθε μέρα 18 χιλ. και γυρνούσα δεν μπορούσα να μείνω και να κάνω πρόβες και έτσι, αλλά το μικρόβιο είχε βεβαιωθεί πλέον … Τελειώνοντας το γυμνάσιο θυμάμαι με ρωτούσαν οι καθηγητές τι θα κάνω και τους έλεγα «ηθοποιός». Δηλαδή είχα πάρει ήδη την απόφασή μου. Ήθελα να κατέβω κάτω και να πάω σε μία σχολή.
Η οικογένειά σας πώς ήταν;
-Ο πατέρας μου είχε πεθάνει, γιατί αν ζούσε δεν ξέρω αν θα με άφηνε. Εν πάσει περιπτώσει θα είχα μία διαμάχη, αλλά θα πήγαινα γιατί πάντα έκανα το δικό μου. Έχει μείνει η μάνα μου και ένας μικρότερος αδελφός, δύο χρόνια μικρότερος από εμένα. Και όταν τελείωσα έκατσα ένα χρόνο στο χωριό, βοήθησα την μάνα μου γιατί είχε ένα φούρνο που τον δούλευε μόνη της και μετά κατέβηκα κάτω να πάω στην σχολή. Βρήκα μία σχολή άγνωστη, είχα ένα φίλο μαζί μου και κατηφορίσαμε. Στην αρχή βρήκαμε μία σχολή που ήταν προς τα Εξάρχεια κοντά, αλλά δεν μας μίλησαν καλά. Αισθανθήκαμε άσχημα και φύγαμε.
Προχωρήσαμε παραπέρα και βρήκαμε την σχολή του Κωστή Μιχαηλίδη η οποία ήταν πολύ σημαντική τότε. Έβγαλε πολλούς και καλούς ηθοποιούς οι οποίοι στέκονται ακόμη στο θέατρο.
Μιλάμε τώρα για το έτος 1969-1970. Και εκεί ενώ μου φέρθηκε καλά, βρήκα ένα ηθοποιό τον Βαγγέλη Τραϊφόρο ο οποίος ήταν στην σχολή τότε και ήταν νομίζω Σάββατο.
Την Δευτέρα ως συνήθως επειδή οι ηθοποιοί δουλεύουν ως συνήθως στο θέατρο, έδιναν εξετάσεις στην σχολή και ήθελα να δώσω και εγώ. Μου λέει ξέρεις τίποτα εσύ; Του λέω όχι δεν ξέρω. Δεν έχεις ένα κομμάτι μου λέει; Ωραία λέει. Μου δίνει ένα δημοτικό τραγούδι και ένα κομμάτι από αρχαία τραγωδία και μου λέει να τα μάθω μέχρι την Δευτέρα. Μου έδειξε μάλιστα και πώς να τα πω. Την Δευτέρα πάω.
Η πλάκα είναι ότι συμπτώσεις ήταν, παραλίγο να μην γίνω ηθοποιός, γιατί την Δευτέρα έδωσα εξετάσεις και στην συνέχεια έφυγα στο χωριό μου και περίμενα να βγουν τα αποτελέσματα. Με είχε δει και ένας άλλος καθηγητής ο Χριστοφυλάκης ο οποίος είχε κάνει και το έργο στην Κομοτηνή τον «Φονιά» και τον είχαμε και αυτό στην σχολή δάσκαλο. Και του λέω του φίλου μου που είχε μείνει στην Αθήνα, πήγαινε να δεις τι γίνεται, αν πέρασα.
Πάει ο φίλος μου στην σχολή, είχαν περάσει άτομα και εμένα δεν με είχαν σαν όνομα εκεί στην λίστα των επιτυχόντων. Ετοιμαζόταν ο φίλος να φύγει μέχρι που μπήκε ο Χριστοφυλάκης μέσα και του λέει ότι «πέρασα στην σχολή». Πώς πέρασε λέει ο φίλος μου, αφού δεν είναι στην λίστα. Αρχίζει να βρίζει ο Χριστοφυλάκης γιατί δεν με είχαν στην λίστα. Και παίρνει το στυλό και σημειώνει το όνομά μου και του λέει να πας να του πεις να έρθει, πέρασε στην σχολή.
Πιστεύετε στην τύχη, στο πεπρωμένο, πού;
-Δεν ξέρω αν πιστεύω σε αυτά τα πράγματα. Συμπτώσεις βέβαια στην ζωή μου συμβαίνουν πάρα πολλές και μπορεί να είναι και συχνές και να μην τις εκμεταλλευόμαστε. Άλλες να τις εκμεταλλευόμαστε και να λέμε ότι είμαστε τυχεροί, πάντως την τύχη μας την δημιουργούμε μόνοι μας.
Ακολουθήσατε, τελειώσατε την σχολή. Πρώτη επαγγελματική συμμετοχή πού;
-Πριν τελειώσω την σχολή είχα την ευκαιρία, είχαμε μία δασκάλα την Κική Αγραφιώτου η οποία ήταν χορογράφος και στο 1ο έτος της σχολής και ήταν καλό για μένα αυτό και πήρα πολλά χρήματα την εποχή εκείνη, έπαιξα στον χορό, γιατί τότε υπήρχε η άδεια εξασκήσεως του επαγγέλματος και δεν μπορούσες να μιλήσεις στο θέατρο.
Έπαιξα όμως στον χορό αρχαίας τραγωδίας στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή και στον Οιδίποδα επί 5 μήνες. Παίζαμε εναλλακτικά κάθε μέρα τραγωδία στην Ρόδο για 5 μήνες. Αυτή ήταν για μένα η πρώτη μου επαφή με το θέατρο και ήταν ένα σχολείο για μένα. Από εκεί και ύστερα, όταν τελείωσα το 1974 άρχισα να ασχολούμαι, έπαιξα κάποιες παραστάσεις, αλλά δεν τα πήγα καλά με το συνάφι. Ήμουν ωμός, αληθινός, δεν ξέρω τι ήμουν, πάντως ήμουν κάθετος σε κάποια πράγματα, άλλα όνειρα είχα, έβλεπα διαφορετικά τα πράγματα, κάποια στιγμή αηδίασα και έφυγα για το σπίτι μου. Αποχώρησα λοιπόν αηδιασμένος από όλη αυτή την κατάσταση, γιατί τότε χτύπαγα γροθιά πάνω στο μαχαίρι.
Τώρα με τα χρόνια έχω μαλακώσει και θυμάμαι ότι το 1981 με ξαναέβγαλαν στο θέατρο φίλοι μου οι οποίοι με κατηγορούσαν, γύρναγα με ένα 10άρικο στην τσέπη μου, με ένα τζάκετ, με ένα παντελόνι και το 1981 έγινε μία φοβερή πίεση από κάποιους φίλους συναδέλφους ηθοποιούς και έλεγαν ότι το πιθανότερο είναι ότι είσαι τεμπέλης και δεν θέλεις να δουλέψεις και διάφορα άλλα. Μάλιστα μου βρήκαν και μία δουλειά και οι ίδιοι που είμαστε όλοι συμμετέχοντες σε αυτή την δουλειά δηλαδή και ότι βγάλουμε και μου είπαν θα πας εκεί.
Πήγα λοιπόν, δουλέψαμε με συναδέλφους και από τότε ξαναμπαίνω δυναμικά και δεν χάνω 3μηνο. Δουλεύω όλο τον χρόνο, πάρα πολλές φορές συνέχεια. Κάπου μπορείς να πεις τύχη, κάπου μπορείς να πεις ότι από ένα σημείο και μετά άρχισα να καταλαβαίνω τι σημαίνει να είσαι καλός ηθοποιός, τι σημαίνει να μπορείς να καταφέρεις κάποια πράγματα και έτσι δουλεύω συνέχεια όλα τα χρόνια χωρίς να χάνω σεζόν. Αναπλήρωσα δηλαδή όλα τα χαμένα χρόνια δουλεύοντας συνέχεια.
Ήταν σημαντικό αυτό για μένα βρέθηκα στα περισσότερα περιφερειακά θέατρα, γιατί προς τα εκεί έβλεπα τελικά, δεν μου άρεσε να μείνω μέσα στην Αθήνα, άλλωστε την Αθήνα δεν την μπόρεσα ποτέ.
Είστε ένα «αλάνι» δηλαδή της περιφέρειας και των δημοτικών θεάτρων;
-Ναι, μπορώ να πω ότι είμαι από τους ανθρώπους που έχουν δουλέψει σχεδόν αποκλειστικά στα δημοτικά περιφερειακά θέατρα. Σχεδόν σε όλα. Δεν έχω κανένα παράπονο, έζησα από αυτή την δουλειά, όντας όταν δεν είχα και χρήματα, γιατί κακά τα ψέματα κάποιος ηθοποιός πρέπει να έχει από πίσω του χρήματα ώστε να μπορεί να κάνει και επιλογές.
Παρά ταύτα και οι επιλογές μου ήταν καλές, έπαιξα ρόλους και ρόλους μεγάλους και με σκηνοθέτες όπως ο Μπάκας, που για μένα ήταν από τους σκηνοθέτες δασκάλους. Από αυτό τον άνθρωπο πήρα πρέφα περισσότερα πράγματα, κατάλαβα τι σημαίνει να είσαι ηθοποιός και τι μπορείς να κάνεις στο θέατρο. Πώς θα πρέπει να βλέπεις ένα έργο, να μπαίνεις στο βάθος, στην ουσία του έργου και όχι να στέκεσαι επιφανειακά.
Μέσα σε αυτό τον χώρο κάνει κανείς φιλίες;
-Μέσα σε αυτό τον χώρο μπορώ να πω εγώ ότι όλα αυτά τα χρόνια που είναι περίπου 37 χρόνια, κάνεις φίλους αλλά είναι ελάχιστους. Πραγματικοί φίλοι, δηλαδή φίλους στο θέατρο έχω μόνο 4 μόνο.
Όταν σβήσουν τα φώτα της ράμπας, μένετε μόνος;
-Δεν έχω μεγάλο πρόβλημα.
Η αίγλη, το χειροκρότημα, η αποδοχή, η αποθέωση, μετά φεύγει και κανείς βρίσκεται μόνος του, ηρεμεί ή είναι γήϊνος όπως όλοι που κάνουν μία δουλειά;
-Εγώ νομίζω ότι είμαι γήϊνος. Δηλαδή όταν τελειώνει μία δουλειά δεν στέκομαι εκεί, φεύγω και πάμε για την επόμενη.
Σαν χαρακτήρα δεν θα σας φανταζόταν κανείς ως δημόσιο υπάλληλο;
-Δεν θα μπορούσα να είμαι σε ένα γραφείο και ειδικά δεν θα μπορούσα να έχω πάνω από το κεφάλι μου κάποιον. Αντιδρώ, δεν μπορώ να δουλέψω. Θα ήθελα να είμαι μόνος μου, να κάνω και αυτό που έλεγα στο θέατρο, δηλαδή μπορεί να πειθαρχείς στον σκηνοθέτη, αλλά πολλές φορές όταν ο σκηνοθέτης είναι και γνωστός σου και φίλος ή ακόμη και αν δεν είναι, αν έχει καταλάβει ότι πρέπει να είμαστε συνδημιουργοί σε αυτό που κάνουμε, θα πρέπει να μου αφήσει την ελευθερία κινήσεων αυτή, όπως και εγώ αυτή που θέλει.
Αλλά θα πρέπει να συνδημιουργήσουμε, αλλιώς δεν θα πάει καλά το έργο. Και εγώ θα προσπαθήσω να περάσω τα δικά μου και δεν θα περάσει ο σκηνοθέτης τα δικά του. Δηλαδή πρέπει να είμαστε συνδημιουργοί σε αυτή την δουλειά που κάνουμε.
Ποιες είναι οι άλλες σας αγάπες; Τα ταξίδια, η θάλασσα, οι άνθρωποι, τι;
-Μου αρέσει να ταξιδεύω. Μου αρέσει για παράδειγμα πάρα πολύ να είμαι ελεύθερος, να φεύγω, γιατί οι ηθοποιοί είμαστε λίγο κυκλοθυμικοί. Δηλαδή έχω το αμάξι τώρα μαζί μου γιατί μπορώ κάποια ώρα να με πιάσει να πάω στην Θεσσαλονίκη ή κάπου αλλού.
Μου αρέσει η θάλασσα πάρα πολύ. Άλλωστε με καθορίσει το τοπίο που έχω γεννηθεί. Δηλαδή ανοίγοντας το παράθυρο του σπιτιού μου βλέπω την θάλασσα μπροστά μου που είναι η Ιτέα και γύρω – γύρω βλέπω την Γκιόνα με τον Παρνασσό από πίσω, αλλά έχω διέξοδο την θάλασσα. Πάντα θέλω να βγαίνω στην θάλασσα. Αν δεν είναι δυνατό αυτό θα ήθελα να πήγαινα σε ένα ποταμάκι ή σε μία λιμνούλα. Το νερό είναι η ζωή μου, δεν θα μπορούσα να ζήσω σε έναν κάμπο. Στο βουνό ναι.
Διαβάζετε, σας αρέσει να βλέπετε καινούριες εκδόσεις;
-Διαβάζω τελευταία. Είχα σταματήσει ένα διάστημα αλλά τώρα διαβάζω πάρα πολύ. Αλλά επειδή είμαι και κοντά στους Δελφούς και σε αυτά τα μέρη, τώρα διαβάζω ξανά μυθολογία, πράγματα που έχουν σχέση με την ελληνική γραμματεία και νομίζω ότι τελικά εκεί πρέπει να σκύψεις στην ρίζα σου για να αισθανθείς κάθε μεγαλείο.
Και διαβάζω ίσως τώρα μόνο τέτοια πράγματα, κάθε τι που είναι ελληνικό. Λατρεύω την ποίηση που έχω διαβάσει πάρα πολύ, μου αρέσουν πάρα πολύ οι Έλληνες ποιητές, αλλά τώρα διαβάζω ιστορία, φιλοσοφία. Δεν ξέρω αν κάνω καλά ή κακά, αλλά με αυτά θα πεθάνω τελικά. Με τους αρχαίους Έλληνες.
Ο κινηματογράφος, η τηλεόραση δεν σας έλκυσε;
-Είναι μία πονεμένη ιστορία. Η πρώτη μου επαφή δεν ήταν σωστή, ειδικά στην τηλεόραση. Θα σου πω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ήταν χούντα θυμάμαι και το σήριαλ παιζόταν στην ΕΡΤ. Με φώναξαν, πήγα εκεί για μία ξένη ταινία, γιατί στις ξένες ταινίες παίρναμε περισσότερα χρήματα. Και μου λέει ο παραγωγός φύγε με αυτή την φάτσα και πήγαινε να πάρεις ένα ρόλο στον τάδε γραφείο για ένα σήριαλ.
Δεν έχει τίποτα η ταινία η ξένη για σένα. Και φεύγω πράγματι, τον πράγματι τον παίρνω τον ρόλο. Ήταν ο ρόλος αυτός ένα ιστορικό πρόσωπο, θυμάμαι και το όνομά του ακόμα και τον έλεγαν «Ματσούκα». Στην υποχώρηση λοιπόν των Ελλήνων το 1992 ο Ματσούκας έκανε δολιοφθορές στους Τούρκους, έβαζε φωτιές, έκανε διάφορα σαμποτάζ στον τούρκικο στρατό. Αυτό τον ρόλο μου έδωσαν να υποδυθώ με αποτέλεσμα να μην μπορέσω να τον παίξω ποτέ γιατί αποχώρησα τότε. Πώς αποχώρησα; Περίμενα να παίξουμε, έχω πάει από το πρωΐ στις 6 η ώρα, έχει φτάσει 12 η ώρα τη νύχτα και κάθομαι σε μία καρέκλα..
Έχουν αλλάξει δύο συνεργεία, γιατί τότε οι τεχνικοί είχαν φοβερό συνδικαλισμό, πετούσαν μέσα στο 8ωρο τα μηχανήματα κάτω και έφευγαν. Οι ηθοποιοί καθόντουσαν από το πρωΐ μέχρι τη νύχτα. Αλλά αυτό δεν ήταν ο λόγος. Ο λόγος ήταν ο άλλος, ότι κυνηγημένος από τους Τούρκους αυτό το παλικάρι, εγώ δηλαδή, μπαίνω μέσα σε ένα ελληνικό σπίτι. Εκεί είναι δύο Έλληνες ηλικιωμένοι, ο ένας είναι κουτσός και ο άλλος στραβός. Με βάζει λοιπόν ο σκηνοθέτης στην μέση και αρχίζουν να με βαράνε. Εσύ είναι το παλικάρι ο Ματσούκας;
Να και η μία, να και η άλλη, πάρε και αυτή. Εγώ έχω ένα μαχαίρι στην τσέπη και σταματάω το γύρισμα, που τότε για να το σταματήσεις το γύρισμα ήθελε μεγάλη καρδιά και κουράγιο. Και λέω συγνώμη γιατί με βαράνε; Άμα μου πείτε γιατί με βαράνε θα συνεχίσω, αλλιώς δεν θα συνεχίσω. Έπεσαν επάνω μου, ούρλιαζαν όλοι, δεν θα ξαναβρείς δουλειά κλπ. εγώ τους λέω: Αφήστε τα όλα αυτά, εμένα θα μου πείτε γιατί με βαράνε και γιατί εγώ δεν τους σκοτώνω και τους δυο, αφού εγώ είμαι το παλικάρι.
Και το σενάριο ήταν αστείο, πιο πέρα του είχαν στήσει μία ποντικοπαγίδα που πιάνουν τα ποντίκια για να τον πιάσουν από το πόδι και να έρθουν να με σκοτώσουν με ένα τσεκούρι στο κεφάλι. Δηλαδή να τι παθαίνουν τα παλικάρια Ματσούκα. Μέσα στην χούντα παιζόταν το σήριαλ. Εγώ αυτά δεν τα δεχόμουν. Από ιδεολογική άποψη.
Στην συνέχεια με φώναζαν κατά καιρούς, πήγαινα, τους άρεσα σαν φάτσα όταν ήμουν νέος, ήμουν και πιο αδύνατος, αλλά δεν πήγαινα πολλές φορές στα γραφεία. Εάν κάποιοι σκηνοθέτες από τις παραστάσεις που είχαμε κάνει στο θέατρο με φώναζαν, τύχαινε να είναι τηλεοπτικοί και να κάνουν δουλειές, με φώναζαν όταν ήμουν στην Αθήνα γιατί συνήθως ήμουν στην επαρχία. Δουλειά μου το θέατρο, καμία σχέση με τα πράγματα αυτά εδώ.
Και πραγματικά βλέπεις την κατάντια τι γίνεται σήμερα. Προσωπάκια καινούρια, όμορφα συνέχεια σε ένα σήριαλ, σαχλαμαρούλες. Μα όχι μόνο αναλώσιμα, ούτε αναγνωρίσιμα καν. Εγώ καμία φορά κάνω ζάπινγκ και δεν μπορώ να τα δω γιατί εκνευρίζομαι, αλλά όταν θα κάνω ζάπινγκ για να δω τι γίνεται, βλέπω ότι περνάνε τόσα πολλά πρόσωπα νεανικά από την οθόνη που δεν μπορώ να κρατήσω κανένα. Άρα είναι αναλώσιμο αρχής εξαρχής από την στιγμή που ξεκίνησε.
Δεν υπάρχει δηλαδή να πούμε ότι βλέπω ένα ηθοποιό και τον βλέπω και κρατιέται και είναι σωστός και θα μείνει αυτός. Είναι αναλώσιμος από την στιγμή που μπήκε, αστραπιαία έχει τελειώσει κιόλας. Και να ξαναπαίξει πάλι δεν θα ξαναγίνει αυτό που γινόντουσαν οι παλιοί ηθοποιοί με μία ταινία. Κρατιόντουσαν και γινόντουσαν φίρμες..
Τώρα κανείς δεν τους αναγνωρίζει. Δηλαδή δεν ξέρουμε ποιο είναι το όνομα και το επίθετό τους, πολλές φορές γινόταν σύγχυση, γιατί τον έλεγαν τον έλεγαν Αλέκο και τον φώναζε ο κόσμος Αλέκο το πρωΐ που τον συναντούσε στον δρόμο από τον ρόλο του. Τώρα το κατάλαβαν και έχουν αλλάξει και βάζουν το όνομα του ηθοποιού στα σενάρια του ρόλου για να μην τους φωνάζουν αλλιώς. Αυτή είναι η κατάντια της τηλεόρασης.
Βέβαια γίνονται και κάποιες καλές, λίγες όμως δουλειές. Βέβαια το παράπονο που με πιάνει τα τελευταία χρόνια είναι ότι δεν έκανα τότε τηλεόραση και ίσως τώρα το πληρώνεις αυτό. Δηλαδή τα παιδάκια που κάνουν τηλεόραση τα οποία δεν είναι και καλά, δεν έχουν καμία σχέση με το θέατρο, στο θέατρο φαίνεται ο ηθοποιός, όταν αυτά παίξουν θέατρο είναι ανύπαρκτα. Στο θέατρο δεν μπορείς να μιλήσεις σιγανά, πρέπει να έχεις εσωτερική ένταση και να πηγαίνεις μέχρι τον τελευταίο θεατή, ειδάλλως δεν είσαι καλός. Και υπήρξαν και μεγάλοι ηθοποιοί που δεν μπόρεσαν να παίξουν στην τηλεόραση ή στον κινηματογράφο.
Ο Χορν, δυσκολευόταν πάρα πολύ, έβγαινε υπερβολικός, γιατί όταν ένα μάτι σε κοιτάει από τόσο κοντά και εσύ έχεις μάθει να πλασάρεις και την φωνή σου αφενός, την γκριμάτσα σου, αυτό το συναίσθημα που πρέπει να πάει μέχρι πίσω στον τελευταίο θεατή, όταν θα το κάνεις και θα σε πάρει από το μισό μέτρο ο φακός, θα σε κάνει ζουμ, θα είσαι υπερβολικός. Αυτά τα παιδιά επειδή είναι πανάσχετα μπορούν να βγαίνουν και πιο σωστά.
Ο Υβ Μοντάν ήταν και θεατρικός ηθοποιός. Δηλαδή θέλει άλλου είδους παίξιμο. Στον κινηματογράφο πρέπει να κάνεις την μισή γκριμάτσα, όχι ολόκληρη όπως θα την κάνεις στο θέατρο. Αυτό κάνει την διαφορά. Αλλά εγώ πιστεύω πάρα πολύ στο θέατρο και όλοι οι ηθοποιοί το έχουν πει αυτό. Η ζωντάνια και η αμεσότητα έρχεται εκεί και όχι στο πανί. Βέβαια το πανί και η τηλεόραση σε κάνει γνωστό, σε βάζει σε κάθε σπίτι, σου ανεβάζει και το κασέ. Έχουν παρατηρηθεί και αυτά. Τα τελευταία χρόνια ένα παιδί που έχει τελειώσει 1-2 χρόνια και δεν είναι και καλός ηθοποιός, να παίρνει πιο πολλά λεφτά από μένα. Τι να κάνουμε, εγώ δεν το έκανα αυτό.
Δεν επένδυσα στην τηλεόραση, επένδυσα στο θέατρο. Όποιος θέλει ας με πάρει και όποιος θέλει ας μην με πάρει, ας πάρει το παιδάκι.
Έχετε ακούσει πάρα πολλά και από παραγωγούς και από σκηνοθέτες, τι είναι αυτό που θυμόσαστε πολύ χαρακτηριστικά αλλά δεν σας επηρέασε από ό,τι φαίνεται;
-Θυμάμαι τον Καραγιάννη που είχε με τον Καρατζόπουλο που έκαναν τα φιλμ, τον έφερε κάποια στιγμή ο συχωρεμένος ο Κωστής Μιχαηλίδης, να μας κάνει μάθημα στην σχολή. Ήρθε την πρώτη μέρα και με το που ξεκίνησε να μας πει πέντε πράγματα για τον κινηματογράφο, μας είπε ότι εμείς θέλουμε όνειρα, φιλοδοξίες να παίξουμε κάποιους ρόλους, να καλυτερεύσουμε τον κόσμο, να δώσουμε κάτι, ότι ξεχάστε αυτά που έχετε κατά νου, γιατί ο ελληνικός λαός είναι μαλ…ς, φασόλια θέλει, φασόλια θα του δίνουμε κάθε μέρα, να μην του δώσουμε ποτέ κρέας. Θα καλομάθει. Άμα του δώσουμε κρέας δεν θα πάμε καλά.
Όλη την εβδομάδα φασόλια και θα είμαστε ωραίοι και εμείς και αυτοί ωραίοι που θα μας βλέπουν. Να μην προσπαθήσουμε τίποτα παραπάνω να κάνουμε. Έγινε ο χαμός μέσα στην σχολή και δεν ξαναπάτησε. Την επόμενη φορά δεν ήρθε γιατί αντιδράσαμε τόσο έντονα και δεν ξαναήρθε να κάνει μάθημα.
Παίξατε και στην Αθήνα σε παραστάσεις σταθμούς θα θυμηθείτε κάποιες;
-Η παράσταση της Κοκκίνου νομίζω ότι ήταν μία παράσταση εκπληκτική τα «Λίγα από όλα» του Μόλα. Ήταν σαν το καραγκιόζη στραμμένοι στα πλάγια και με το πανί μπροστά. Ξέρεις γραπτό κείμενο αφενός δεν υπάρχει στον καραγκιόζη, ο καραγκιοζοπαίχτης τα λέει από το μυαλό του όλα αφού έχει όλο τον μύθο στο κεφάλι του. Άρα πώς βρέθηκε τώρα με ένα γραπτό θα σου πω αυτό το κείμενο.
Ο Μόλας που ήταν Πατρινός καραγκιοζοπαίχτης και έπαιζε στην πόλη του τότε υπήρχε κάποιος Γάλλος αξιωματικός με τον γαλλικό στρατό ο οποίος παρακολούθησε παράσταση και του έκανε φοβερή εντύπωση ο καραγκιόζης που έπαιζε ο Μόλας. Και τον παρακάλεσε να του πει κάτι. Και ο Μόλας έκανε το εξής. Του είπε για κάθε ρόλο ξεχωριστά, λίγα από όλα. Δηλαδή του είπε για τον μπαρμπα-Γιώργο ένα κατεβατό, που συνήθως λέει όταν μπαίνει μέσα, του είπε για τον Χατζατζάρη, για τον Καραγκιόζη, για τα Κολλητήρια, για όλους.
Τα έγραψε λοιπόν ο Γάλλος αυτά τα πράγματα και τα πήρε μαζί του. Από εκεί λοιπόν έχουμε τώρα αυτό το κείμενο που το μεταφράσαμε από τα γαλλικά στα ελληνικά. Ήταν λοιπόν μία εκπληκτική παράσταση, έγραψαν ύμνους όλες οι εφημερίδες, είχαν δύο σελίδες κατεβατά με φωτογραφίες και αφιερώματα. Βέβαια εγώ αναγνωρίσιμος δεν ήμουν εκτός από μέσα από την δουλειά στο θέατρο και από κάποιους συναδέλφους.
Ερχόντουσαν κάποιοι συνάδελφοι από κάτω και ρωτούσαν ποιος είναι αυτός ο ηθοποιός, τους έκανα εντύπωση. Και απαντούσαν οι άλλοι, αυτός είναι χρόνια σε …αγροτικό ιατρείο, έπρεπε να τον ξέρεις. Αυτός έχει κάνει τα αγροτικά του, είναι έξω στην επαρχία.
Με την κουζίνα τι σχέση έχετε;
-Έχω ερωτική σχέση με την κουζίνα την μαγειρική και την Παρασκευή ψωμιού. Βασικά κάνω φαγητά που είναι γύρω από κρέας, ψάρια και τέτοια πράγματα, επειδή είμαι και κρεατοφάγος πάρα πολύ, αλλά γενικά κάνω σύνθετα φαγητά.
Η ανάγκη με έκανε να αρχίσω να μαγειρεύω από πολύ μικρός. Θα πρέπει να σου πω ότι ήμουν τελείως άσχετος. Την πρώτη φορά που πήγα να κάνω ψάρι στην Ρόδο, να το τηγανίσω, το έβαλα στο τηγάνι χωρίς αλεύρι γιατί δεν ήξερα, δεν θυμόμουν και κόλλησε το ψάρι φυσικά.
Μία συνταγή δική σου.
-Τελευταία κάνω κάτι συνταγές από μεσογειακή δίαιτα και είναι πάρα πολύ νόστιμες».
Ο Παναγιώτης Ραπτάκης λατρεύει την Κομοτηνή, βρίσκεται στην πόλη μας με αφορμή την παράσταση «το όνειρο του Σκιάχτρου», ξέρει πρόσωπα και πράγματα, του αρέσει να αφουγκράζεται τους χώρους, να δημιουργεί φίλους, να ανακαλύπτει το παρελθόν μιας περιοχής. Πήγε στο σπήλαιο της Μαρώνειας με ντόπιο κάτοικο που είχε γεννήτρια και τώρα θέλει να βρεθεί στο Παπίκιο.
Η περιπλάνηση στην Κομοτηνή και τους γύρω οικισμούς μας έδωσε την δυνατότητα να δούμε το δέσιμό του με την φύση και την καθημερινή ζωή.