ΤΟ ΧΤΑΠΟΔΟΠΙΛΑΦΟ ΚΑΙ Η ΜΑΚΑΡΟΝΑΔΑ
Γιαγιά έ γιαγιά, Τι θες πάλι, απάντησε απ’ την άλλη άκρη του
τραπεζιού η κοτσανάτη συνοδός της δεκαπεντάχρονης καλλονής, Έλα που σε
θέλω, επέμεινε η μικρή, έλα γιαγιά να σε ρωτήσω, Μα σου τα ‘χω πει όλα,
από ενός χρονού δε σταμάτησες να με πρήζεις, νισάφι πια, Γιαγιά είπα πως
σε θέλω εδώ, τώρα, όχι αύριο, και πήγε μουρμουρίζοντας κοντά
εκατοχρονίτισσα η στητή ασπρομάλλα, πήγε δίπλα στη δισεγγονή της να τη
ρωτάει εκείνη να εξηγεί τούτη όλο τρυφεράδα, Αυτή πια είναι, Πού θες να
δω παιδί μου, κατέβασε τη φωτογραφία να σου πω, ά, ετούτη δω έ, καλέ δεν
την ξέρεις, είναι η γιαγιά της μάννας του Σάββα με τα κατσίκια, αυτή
είναι ναι, μεσάτο δεν είναι το φόρεμά της, να δεις πόσες καρδιές είχε
κάψει τούτηνά, κότσο δεν έχει τα μαλλιά της, Όλες κότσο τα ‘χουν γιαγιά
και συ το ίδιο, αυστηρή η νιόβγαλτη, Καλά ντε, έ, κότσο τα κάναμε μείς
τα μαλλιά μας, εσείς τ’ αφήνετε ξέπλεκα, ντροπής πράμα, Γιαγιά σώπα, μας
ακούνε, πες μου για τις άλλες ποιες ....