Συμπληρώνονται 5 χρόνια από την
εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, ένα γεγονός που αποδείχθηκε ορόσημο για
τις πολιτικές εξελίξεις των χρόνων που ακολούθησαν, ένα γεγονός που τότε
έθεσε "ερωτήματα" τα οποία ακόμη ζητούν "απαντήσεις". Αναδημοσιεύουμε
παλιότερο κείμενο (δημοσιευμένο το Δεκέμβρη του 2012 στην "Εργατική
Αριστερά") που καταπιάνεται με αυτά τα ζητήματα και καταθέτει σκέψεις
που παραμένουν επίκαιρες στη σημερινή συζήτηση...
Η
εξέγερση της νεολαίας το Δεκέμβρη του 2008 ήταν ένα σημαντικό
γεγονός, οι συνέπειες του οποίου μετράνε ακόμα για τη
διαμόρφωση της συγκυρίας.
Η μαζικότητά του ξεπέρασε κατά πολύ τα όρια της οργισμένης διαμαρτυρίας για τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Κανείς δεν δικαιούται να ξεχνά ότι πέρα από τις «νύχτες» –με τα οδοφράγματα και τους εμπρησμούς– υπήρχαν και οι «μέρες» με τις μαζικές διαδηλώσεις και τις καταλήψεις των σχολείων σχεδόν σε όλη τη χώρα. Το ξέσπασμα της νεολαίας στην Ελλάδα ξεπέρασε κατά πολύ –τόσο σε διάρκεια, όσο και σε κοινωνική αντιπροσωπευτικότητα– τα «riots» που οι χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού είχαν μέχρι τότε γνωρίσει (π.χ. στο Λος Άντζελες, στο Λονδίνο ή στα εργατικά προάστια του Παρισιού…). Σωστά, λοιπόν, ο διεθνής Τύπος αναγνώρισε το γεγονός ως εξέγερση και όχι ως «ταραχές».
Γι’ αυτό, άλλωστε, η τότε κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει το γεγονός μέσω της κρατικής καταστολής, παρότι τα ΜΜΕ (συμπεριλαμβανομένων των «δημοκρατικών» ΜΜΕ της κεντροαριστεράς) διατύπωναν με λύσσα το αίτημα για άμεση επιβολή του νόμου και της τάξης. Είναι σήμερα γνωστό ότι στα υπουργικά συμβούλια της ΝΔ πολλά κεντρικά στελέχη της Δεξιάς (π.χ. η πανίσχυρη τότε Ντόρα Μπακογιάννη) είχαν ζητήσει την άμεση συντριβή του κινήματος, έστω και αν αυτό προϋπέθετε την ενίσχυση της αστυνομίας με κινητοποίηση επίλεκτων μονάδων του στρατού.
Η λεγόμενη «παράλυση» του Πρ. Παυλόπουλου και το ίδιου του Κ. Καραμανλή δεν οφειλόταν στο χαρακτήρα τους, αλλά, αντίθετα, στην εκτίμηση ότι μια απόπειρα γενικευμένης καταστολής θα οδηγούσε στη γενίκευση της εξέγερσης, με την πιο άμεση εμπλοκή των εργατών. Ο φόβος ενός σύγχρονου Πολυτεχνείου επέβαλε στο καθεστώς την τακτική της αναμονής –με όποιο κόστος– μέχρι την κοινωνική κόπωση και τα αδιέξοδα του κινήματος να κάνουν εφικτή την κατασταλτική «σκούπα».
Σε αυτή την εξέλιξη συνέβαλε η στάση του ΣΥΡΙΖΑ, που εμπόδισε τότε τη διαμόρφωση «εθνικής ενότητας» πάνω στο αίτημα της καταστολής. Ο Αλ. Αλαβάνος –προς τιμήν του– βγαίνοντας από τη δραματική σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών στο Μαξίμου, κάλεσε τους διαδηλωτές να συνεχίσουν να διαδηλώνουν. Αντίθετα, η Αλ. Παπαρήγα επέλεξε να επιτεθεί στο ΣΥΡΙΖΑ («εξακολουθεί να χαϊδεύει τα αφτιά των κουκουλοφόρων»), κατηγορώντας τον ως πολιτικό αυτουργό των εμπρησμών.
Η επιλογή του τότε προέδρου της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ πληρώθηκε με αντίτιμο τη διακοπή της δημοσκοπικής εκτίναξης της επιρροής του. Όμως προσωρινά: Η στάση του Αλ. Αλαβάνου στο Δεκέμβρη (όπως και στους αγώνες για το άρθρο 16) εμπέδωσε τα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά στο ενωτικό εγχείρημα της Αριστεράς, κάλυψε τις λαϊκές μνήμες από τις περιόδους του Ν. Κωνσταντόπουλου και της Μ. Δαμανάκη, έθεσε τα θεμέλια για τη σημερινή πολιτική δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ.
Αντίθετα, τα χειροκροτήματα των χειρότερων καθεστωτικών δυνάμεων για τη στάση της Αλ. Παπαρήγα, ενώ επιφανειακά και προσωρινά έμοιαζαν να ενισχύουν το ΚΚΕ, στην ουσία έθεταν τα θεμέλια για τη δραματική αλλαγή των συσχετισμών στο εσωτερικό της Αριστεράς, που τελικά επιβεβαιώθηκε στις εκλογές του 2012.
Κρίση
Ποιος, όμως, ήταν ο κινητήρας που έδωσε στο Δεκέμβρη αυτή τη δυναμική; Ποιος ήταν ο παράγοντας που έσπρωξε χιλιάδες και χιλιάδες νέους ανθρώπους να αναλάβουν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα «άμεση δράση» ενάντια στο καθεστώς και ταυτόχρονα –και ίσως κυρίως– έσπρωχνε μια κοινωνική πλειοψηφία να βλέπει φιλικά –ή έστω με ανοχή– αυτή τη δράση, κάνοντας ανέφικτη την καταστολή;
Απορρίπτοντας τις μεταφυσικές ερμηνείες των ΜΜΕ (που μιλάνε για τα μεγάλα γεγονότα σαν να μιλάνε για πυροτεχνήματα που έρχονται από του πουθενά και καταλήγουν στο πουθενά), οφείλουμε να αναζητήσουμε τις απαντήσεις στην οικονομική-κοινωνική, αλλά και στην πολιτική κρίση του καθεστώτος στην Ελλάδα, πριν ακόμα από το Δεκέμβρη του 2008.
Σε αντίθεση με αυτά που λέει ο Πάγκαλος, δεν τα φάγαμε μαζί. Σε αντίθεση με αυτά που λέει η Μέρκελ, δεν είναι αλήθεια ότι οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα δούλευαν λίγο και απολάμβαναν πολύ. Οι μανάδες και οι πατεράδες των διαδηλωτών του Δεκέμβρη είχαν πίσω τους 25 χρόνια νεοφιλελεύθερης λιτότητας.
Τα δημόσια σχολεία και νοσοκομεία είχαν μπει σε κρίση πριν τα μνημόνια, από τις μέρες του Σημίτη και του Καραμανλή. Το δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα είχε αρχίσει να ξηλώνεται πριν από τη λαίλαπα Λοβέρδου-Κουτρουμάνη, από τις μέρες του Σπράου, του Γιαννίτση, του Παναγιωτόπουλου και του Τσιτουρίδη. Η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων τσάκιζε κόκαλα πολύ πριν ο Βρούτσης την αποθεώσει…
Σε αυτό το έδαφος της οικονομικής-κοινωνικής κρίσης είχε ήδη προχωρήσει η πολιτική κρίση, με τη μορφή της αποδυνάμωσης των βασικών «εργαλείων» του καθεστώτος που διασφάλιζαν τον έλεγχο του λαού στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Τα μαζικά κόμματα-πυλώνας της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας είχαν ήδη μετατραπεί σε σκιές του εαυτού τους. Οι μαζικές αυταπάτες για τη σημασία της εναλλαγής τους στην εξουσία είχαν ήδη περιοριστεί στο ελάχιστο.
Ο Δεκέμβρης του 2008 σημάδεψε την αρχή του τέλους του Καραμανλή. Πράγματι, σε σχεδόν ένα χρόνο ο ΓΑΠ θα κέρδιζε την εξουσία. Κανείς, όμως, δεν πανηγύρισε στους δρόμους όπως στο 1981 ή ακόμα στο 1993. Η αίσθηση ότι η Δεξιά και η σοσιαλδημοκρατία έχουν συγκλίνει απελπιστικά, είχε ήδη εμπεδωθεί. Ένα τεράστιο κενό είχε δημιουργηθεί στο κρίσιμο ζήτημα της διαχείρισης των ελπίδων της μεγάλης πλειοψηφίας των εργαζομένων και των λαϊκών μαζών.
Η αστική τάξη πήρε έγκαιρα το μάθημα του 2008. Βλέποντας στον Δεκέμβρη «εικόνες από το μέλλον», αναθεώρησε σε πολλά την πολιτική της. Ενίσχυσε τις δυνατότητες των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους, ανάγοντας τις πολιτικές «ασφάλειας» σε ύψιστο αγαθό της αστικής δημοκρατίας, που γίνεται όλο και περισσότερο αστική και όλο και λιγότερο δημοκρατία. Ενίσχυσε την τακτική του «διαίρει και βασίλευε» ως πρώτη αρχή των ΜΜΕ, αλλά και γενικότερα των ιδεολογικών μηχανισμών. Και, ασφαλώς, ενίσχυσε τις δυνατότητες της ακροδεξιάς, της πολιτικής δύναμης που σε κρίσιμες στιγμές δεν θα έχει δισταγμούς για να χτυπήσει.
Αξίζει να σκεφτούμε τη διαπίστωση ότι η ανάκαμψη της Χρυσής Αυγής ταυτίζεται χρονικά με την ήττα του Δεκέμβρη. Η Χρυσή Αυγή έδωσε προτεραιότητα, μετά το Δεκέμβρη, στη σύνδεσή της με τους αστυνομικούς, τους στρατιωτικούς και τις οικογένειές τους. Βρήκε κάποια ακροατήρια, αλλά όχι μαζικά.
Μετά την κρίση του ΛΑΟΣ, λόγω της ένταξης του Καρατζαφέρη στο μνημονιακό τόξο, η μαζική μετατόπιση στελεχών της αστυνομίας και του στρατού προς τους νεοναζί της Χρυσής Αυγής αντανακλά μια καθεστωτική επιλογή: την ενίσχυση μιας αδίστακτης και μάχιμης φάλαγγας.
Πολιτική
Ασφαλώς δεν υπήρχε τίποτα προδιαγεγραμμένο στην εξέλιξη του Δεκέμβρη. Η εξέγερση της νεολαίας θα μπορούσε να είχε νικήσει. Θα μπορούσε να είχε οδηγήσει στην άμεση ανατροπή της κυβέρνησης Καραμανλή και στην επιβολή μιας «προοδευτικής» στροφής στην ελληνική κοινωνία (με εργατικές και κοινωνικές κατακτήσεις, με ενίσχυση των πολιτικών δημοκρατικών δικαιωμάτων κλπ.). Όμως αυτό είχε ως άμεση προϋπόθεση τη «διεύρυνση» του Δεκέμβρη, την επέκτασή του στο εργατικό κίνημα.
Ο Μάης του ’68 έμεινε στην ιστορία, γιατί, αν και άρχισε ως φοιτητικό-νεολαιίστικό γεγονός, εξελίχθηκε σε ένα μεγάλο κύμα απεργιών και καταλήψεων των εργοστασίων. Τηρουμένων των αναλογιών το ίδιο ισχύει και για τους αγώνες της περιόδου του Πολυτεχνείου και της Μεταπολίτευσης.
Το 2008 η συνδικαλιστική γραφειοκρατία έκανε τα πάντα για να αποκλείσει αυτή την προοπτική. Τα συνδικάτα κράτησαν το εργατικό κίνημα σε αναμονή. Η ευθύνη βαρύνει κυρίως τη σοσιαλδημοκρατία, αλλά σε ένα βαθμό και την Αριστερά.
Το ΚΚΕ ούτε θέλησε, ούτε επιχείρησε να δώσει τη μάχη. Στο ΣΥΡΙΖΑ, ένα τμήμα του δεν ήθελε και δεν μπορούσε, ενώ ένα τμήμα του επιχείρησε και δεν μπορούσε. Οι δυνάμεις της επαναστατικής Αριστεράς και λόγω μεγέθους και λόγω περιορισμένης προηγούμενης εμπλοκής στα συνδικάτα, δεν αρκούσαν για να χτίσουν μια τόσο κρίσιμη γέφυρα.
Οι αναρχικοί έκαναν αυτό που γνωρίζουν να κάνουν. Δίνοντας έμφαση στη βία του κινήματος, στις επιθέσεις στους «ναούς του κεφαλαίου», κολυμπούσαν σαν το ψάρι στο νερό, όσο κρατούσε η δυναμική της «νύχτας». Υποτιμώντας τη μαζική δράση, υποτιμώντας την πολιτική πάλη, υποτιμώντας το εργατικό κίνημα, βρέθηκαν μετέωροι, όταν οι διαδηλώσεις –φυσιολογικά– υποχώρησαν. Το τμήμα τους που επιχείρησε να προχωρήσει, απομονωμένο πλέον, στο δρόμο της βίας εξουδετερώθηκε μέσα από τους διαδοχικούς κύκλους συλλήψεων και δικών, που με επιλεκτική άνεση μπορούσε να οργανώσει το καθεστώς.
Η εξέγερση του Δεκέμβρη του ’08 πήγε μακριά. Έθεσε με προδρομικό τρόπο κάποια «ερωτήματα», που κανένα τμήμα της δεν μπορούσε να απαντήσει. Παρ’ όλα αυτά υπήρξε για όλους μια μεγάλη προειδοποίηση.
Η λαίλαπα των μνημονίων επωάζει στο βυθό της κοινωνίας εκρήξεις ακόμα πιο μαζικές και ισχυρές. Όποιος πιστεύει ότι το μέλλον θα κριθεί ομαλά, συντεταγμένα, κοινοβουλευτικά, κάνει λάθος. Όταν στην κοινωνία επιβάλλονται γόρδιοι δεσμοί, στο εσωτερικό της προετοιμάζονται οι δυνάμεις που θα επιχειρήσουν να τους κόψουν. Ο Δεκέμβρης του ’08 μας έδωσε μια πρώτη εικόνα για τις μέρες και τις νύχτες που έρχονται.
Η μαζικότητά του ξεπέρασε κατά πολύ τα όρια της οργισμένης διαμαρτυρίας για τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Κανείς δεν δικαιούται να ξεχνά ότι πέρα από τις «νύχτες» –με τα οδοφράγματα και τους εμπρησμούς– υπήρχαν και οι «μέρες» με τις μαζικές διαδηλώσεις και τις καταλήψεις των σχολείων σχεδόν σε όλη τη χώρα. Το ξέσπασμα της νεολαίας στην Ελλάδα ξεπέρασε κατά πολύ –τόσο σε διάρκεια, όσο και σε κοινωνική αντιπροσωπευτικότητα– τα «riots» που οι χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού είχαν μέχρι τότε γνωρίσει (π.χ. στο Λος Άντζελες, στο Λονδίνο ή στα εργατικά προάστια του Παρισιού…). Σωστά, λοιπόν, ο διεθνής Τύπος αναγνώρισε το γεγονός ως εξέγερση και όχι ως «ταραχές».
Γι’ αυτό, άλλωστε, η τότε κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει το γεγονός μέσω της κρατικής καταστολής, παρότι τα ΜΜΕ (συμπεριλαμβανομένων των «δημοκρατικών» ΜΜΕ της κεντροαριστεράς) διατύπωναν με λύσσα το αίτημα για άμεση επιβολή του νόμου και της τάξης. Είναι σήμερα γνωστό ότι στα υπουργικά συμβούλια της ΝΔ πολλά κεντρικά στελέχη της Δεξιάς (π.χ. η πανίσχυρη τότε Ντόρα Μπακογιάννη) είχαν ζητήσει την άμεση συντριβή του κινήματος, έστω και αν αυτό προϋπέθετε την ενίσχυση της αστυνομίας με κινητοποίηση επίλεκτων μονάδων του στρατού.
Η λεγόμενη «παράλυση» του Πρ. Παυλόπουλου και το ίδιου του Κ. Καραμανλή δεν οφειλόταν στο χαρακτήρα τους, αλλά, αντίθετα, στην εκτίμηση ότι μια απόπειρα γενικευμένης καταστολής θα οδηγούσε στη γενίκευση της εξέγερσης, με την πιο άμεση εμπλοκή των εργατών. Ο φόβος ενός σύγχρονου Πολυτεχνείου επέβαλε στο καθεστώς την τακτική της αναμονής –με όποιο κόστος– μέχρι την κοινωνική κόπωση και τα αδιέξοδα του κινήματος να κάνουν εφικτή την κατασταλτική «σκούπα».
Σε αυτή την εξέλιξη συνέβαλε η στάση του ΣΥΡΙΖΑ, που εμπόδισε τότε τη διαμόρφωση «εθνικής ενότητας» πάνω στο αίτημα της καταστολής. Ο Αλ. Αλαβάνος –προς τιμήν του– βγαίνοντας από τη δραματική σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών στο Μαξίμου, κάλεσε τους διαδηλωτές να συνεχίσουν να διαδηλώνουν. Αντίθετα, η Αλ. Παπαρήγα επέλεξε να επιτεθεί στο ΣΥΡΙΖΑ («εξακολουθεί να χαϊδεύει τα αφτιά των κουκουλοφόρων»), κατηγορώντας τον ως πολιτικό αυτουργό των εμπρησμών.
Η επιλογή του τότε προέδρου της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ πληρώθηκε με αντίτιμο τη διακοπή της δημοσκοπικής εκτίναξης της επιρροής του. Όμως προσωρινά: Η στάση του Αλ. Αλαβάνου στο Δεκέμβρη (όπως και στους αγώνες για το άρθρο 16) εμπέδωσε τα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά στο ενωτικό εγχείρημα της Αριστεράς, κάλυψε τις λαϊκές μνήμες από τις περιόδους του Ν. Κωνσταντόπουλου και της Μ. Δαμανάκη, έθεσε τα θεμέλια για τη σημερινή πολιτική δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ.
Αντίθετα, τα χειροκροτήματα των χειρότερων καθεστωτικών δυνάμεων για τη στάση της Αλ. Παπαρήγα, ενώ επιφανειακά και προσωρινά έμοιαζαν να ενισχύουν το ΚΚΕ, στην ουσία έθεταν τα θεμέλια για τη δραματική αλλαγή των συσχετισμών στο εσωτερικό της Αριστεράς, που τελικά επιβεβαιώθηκε στις εκλογές του 2012.
Κρίση
Ποιος, όμως, ήταν ο κινητήρας που έδωσε στο Δεκέμβρη αυτή τη δυναμική; Ποιος ήταν ο παράγοντας που έσπρωξε χιλιάδες και χιλιάδες νέους ανθρώπους να αναλάβουν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα «άμεση δράση» ενάντια στο καθεστώς και ταυτόχρονα –και ίσως κυρίως– έσπρωχνε μια κοινωνική πλειοψηφία να βλέπει φιλικά –ή έστω με ανοχή– αυτή τη δράση, κάνοντας ανέφικτη την καταστολή;
Απορρίπτοντας τις μεταφυσικές ερμηνείες των ΜΜΕ (που μιλάνε για τα μεγάλα γεγονότα σαν να μιλάνε για πυροτεχνήματα που έρχονται από του πουθενά και καταλήγουν στο πουθενά), οφείλουμε να αναζητήσουμε τις απαντήσεις στην οικονομική-κοινωνική, αλλά και στην πολιτική κρίση του καθεστώτος στην Ελλάδα, πριν ακόμα από το Δεκέμβρη του 2008.
Σε αντίθεση με αυτά που λέει ο Πάγκαλος, δεν τα φάγαμε μαζί. Σε αντίθεση με αυτά που λέει η Μέρκελ, δεν είναι αλήθεια ότι οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα δούλευαν λίγο και απολάμβαναν πολύ. Οι μανάδες και οι πατεράδες των διαδηλωτών του Δεκέμβρη είχαν πίσω τους 25 χρόνια νεοφιλελεύθερης λιτότητας.
Τα δημόσια σχολεία και νοσοκομεία είχαν μπει σε κρίση πριν τα μνημόνια, από τις μέρες του Σημίτη και του Καραμανλή. Το δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα είχε αρχίσει να ξηλώνεται πριν από τη λαίλαπα Λοβέρδου-Κουτρουμάνη, από τις μέρες του Σπράου, του Γιαννίτση, του Παναγιωτόπουλου και του Τσιτουρίδη. Η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων τσάκιζε κόκαλα πολύ πριν ο Βρούτσης την αποθεώσει…
Σε αυτό το έδαφος της οικονομικής-κοινωνικής κρίσης είχε ήδη προχωρήσει η πολιτική κρίση, με τη μορφή της αποδυνάμωσης των βασικών «εργαλείων» του καθεστώτος που διασφάλιζαν τον έλεγχο του λαού στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Τα μαζικά κόμματα-πυλώνας της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας είχαν ήδη μετατραπεί σε σκιές του εαυτού τους. Οι μαζικές αυταπάτες για τη σημασία της εναλλαγής τους στην εξουσία είχαν ήδη περιοριστεί στο ελάχιστο.
Ο Δεκέμβρης του 2008 σημάδεψε την αρχή του τέλους του Καραμανλή. Πράγματι, σε σχεδόν ένα χρόνο ο ΓΑΠ θα κέρδιζε την εξουσία. Κανείς, όμως, δεν πανηγύρισε στους δρόμους όπως στο 1981 ή ακόμα στο 1993. Η αίσθηση ότι η Δεξιά και η σοσιαλδημοκρατία έχουν συγκλίνει απελπιστικά, είχε ήδη εμπεδωθεί. Ένα τεράστιο κενό είχε δημιουργηθεί στο κρίσιμο ζήτημα της διαχείρισης των ελπίδων της μεγάλης πλειοψηφίας των εργαζομένων και των λαϊκών μαζών.
Η αστική τάξη πήρε έγκαιρα το μάθημα του 2008. Βλέποντας στον Δεκέμβρη «εικόνες από το μέλλον», αναθεώρησε σε πολλά την πολιτική της. Ενίσχυσε τις δυνατότητες των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους, ανάγοντας τις πολιτικές «ασφάλειας» σε ύψιστο αγαθό της αστικής δημοκρατίας, που γίνεται όλο και περισσότερο αστική και όλο και λιγότερο δημοκρατία. Ενίσχυσε την τακτική του «διαίρει και βασίλευε» ως πρώτη αρχή των ΜΜΕ, αλλά και γενικότερα των ιδεολογικών μηχανισμών. Και, ασφαλώς, ενίσχυσε τις δυνατότητες της ακροδεξιάς, της πολιτικής δύναμης που σε κρίσιμες στιγμές δεν θα έχει δισταγμούς για να χτυπήσει.
Αξίζει να σκεφτούμε τη διαπίστωση ότι η ανάκαμψη της Χρυσής Αυγής ταυτίζεται χρονικά με την ήττα του Δεκέμβρη. Η Χρυσή Αυγή έδωσε προτεραιότητα, μετά το Δεκέμβρη, στη σύνδεσή της με τους αστυνομικούς, τους στρατιωτικούς και τις οικογένειές τους. Βρήκε κάποια ακροατήρια, αλλά όχι μαζικά.
Μετά την κρίση του ΛΑΟΣ, λόγω της ένταξης του Καρατζαφέρη στο μνημονιακό τόξο, η μαζική μετατόπιση στελεχών της αστυνομίας και του στρατού προς τους νεοναζί της Χρυσής Αυγής αντανακλά μια καθεστωτική επιλογή: την ενίσχυση μιας αδίστακτης και μάχιμης φάλαγγας.
Πολιτική
Ασφαλώς δεν υπήρχε τίποτα προδιαγεγραμμένο στην εξέλιξη του Δεκέμβρη. Η εξέγερση της νεολαίας θα μπορούσε να είχε νικήσει. Θα μπορούσε να είχε οδηγήσει στην άμεση ανατροπή της κυβέρνησης Καραμανλή και στην επιβολή μιας «προοδευτικής» στροφής στην ελληνική κοινωνία (με εργατικές και κοινωνικές κατακτήσεις, με ενίσχυση των πολιτικών δημοκρατικών δικαιωμάτων κλπ.). Όμως αυτό είχε ως άμεση προϋπόθεση τη «διεύρυνση» του Δεκέμβρη, την επέκτασή του στο εργατικό κίνημα.
Ο Μάης του ’68 έμεινε στην ιστορία, γιατί, αν και άρχισε ως φοιτητικό-νεολαιίστικό γεγονός, εξελίχθηκε σε ένα μεγάλο κύμα απεργιών και καταλήψεων των εργοστασίων. Τηρουμένων των αναλογιών το ίδιο ισχύει και για τους αγώνες της περιόδου του Πολυτεχνείου και της Μεταπολίτευσης.
Το 2008 η συνδικαλιστική γραφειοκρατία έκανε τα πάντα για να αποκλείσει αυτή την προοπτική. Τα συνδικάτα κράτησαν το εργατικό κίνημα σε αναμονή. Η ευθύνη βαρύνει κυρίως τη σοσιαλδημοκρατία, αλλά σε ένα βαθμό και την Αριστερά.
Το ΚΚΕ ούτε θέλησε, ούτε επιχείρησε να δώσει τη μάχη. Στο ΣΥΡΙΖΑ, ένα τμήμα του δεν ήθελε και δεν μπορούσε, ενώ ένα τμήμα του επιχείρησε και δεν μπορούσε. Οι δυνάμεις της επαναστατικής Αριστεράς και λόγω μεγέθους και λόγω περιορισμένης προηγούμενης εμπλοκής στα συνδικάτα, δεν αρκούσαν για να χτίσουν μια τόσο κρίσιμη γέφυρα.
Οι αναρχικοί έκαναν αυτό που γνωρίζουν να κάνουν. Δίνοντας έμφαση στη βία του κινήματος, στις επιθέσεις στους «ναούς του κεφαλαίου», κολυμπούσαν σαν το ψάρι στο νερό, όσο κρατούσε η δυναμική της «νύχτας». Υποτιμώντας τη μαζική δράση, υποτιμώντας την πολιτική πάλη, υποτιμώντας το εργατικό κίνημα, βρέθηκαν μετέωροι, όταν οι διαδηλώσεις –φυσιολογικά– υποχώρησαν. Το τμήμα τους που επιχείρησε να προχωρήσει, απομονωμένο πλέον, στο δρόμο της βίας εξουδετερώθηκε μέσα από τους διαδοχικούς κύκλους συλλήψεων και δικών, που με επιλεκτική άνεση μπορούσε να οργανώσει το καθεστώς.
Η εξέγερση του Δεκέμβρη του ’08 πήγε μακριά. Έθεσε με προδρομικό τρόπο κάποια «ερωτήματα», που κανένα τμήμα της δεν μπορούσε να απαντήσει. Παρ’ όλα αυτά υπήρξε για όλους μια μεγάλη προειδοποίηση.
Η λαίλαπα των μνημονίων επωάζει στο βυθό της κοινωνίας εκρήξεις ακόμα πιο μαζικές και ισχυρές. Όποιος πιστεύει ότι το μέλλον θα κριθεί ομαλά, συντεταγμένα, κοινοβουλευτικά, κάνει λάθος. Όταν στην κοινωνία επιβάλλονται γόρδιοι δεσμοί, στο εσωτερικό της προετοιμάζονται οι δυνάμεις που θα επιχειρήσουν να τους κόψουν. Ο Δεκέμβρης του ’08 μας έδωσε μια πρώτη εικόνα για τις μέρες και τις νύχτες που έρχονται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου