Ο μύθος και το πρόγραμμα των εκδηλώσεων...
Το Στοιχειό της Χάρμαινας
Αυτή η ιστορία μοιάζει μύθος, μα είναι
αληθινή πέρα για πέρα γιατί θυμάμαι τη γιαγιά μου να μου λέει: ‘‘Δεν
μπορεί παρά να’ ναι αληθινή, αλλιώς ο κόσμος δεν θα την έλεγε ξανά και
ξανά στα παιδιά του και στα εγγόνια του!’’
Τότε, λοιπόν, που τα παραμύθια έβγαιναν
από την ίδια τη ζωή, ζούσε στην Άμφισσα ένα παλικάρι, ο Κωνσταντής.
Ήτανε ένας όμορφος, ψηλός και περήφανος νέος. Πάνω απ’ όλα ήταν
ειλικρινής και ντόμπρος. Δούλευε στο βυρσοδεψείο του θείου του, στη
Χάρμαινα. Από τα’ άγρια χαράματα ώσπου να πέσει ο ήλιος, ο Κωνσταντής
μεταμόρφωνε το τομάρι σε απαλό σαν μετάξι δέρμα. Μοχθούσε καθημερινά για
να βγάλει το ψωμί του, αλλά δεν τον ένοιαζε, ούτε η σκληρή δουλειά,
ούτε η φτώχεια. Αγαπούσε την Λενιώ και ήταν ευτυχισμένος...
Η Λενιώ, ήταν όμορφη, καλοσυνάτη νέα,
χωρίς κανένα ψεγάδι απάνω της. Βοηθούσε στ΄ αμπέλια και στα ελαιόδεντρα
που είχε ο πατέρας της. Ήταν μοναχοθυγατέρα και ανεκτίμητη για τους
γονείς της. Αγαπούσε τον Κωνσταντή και λαχταρούσε να τον συναντήσει, στο
Κάστρο της Ωριάς. Οι δύο νέοι ήταν ερωτευμένοι και έπλαθαν όνειρα για
το μέλλον τους. Η ζωή απλωνόταν μπροστά τους και τους χαμογελούσε.
Πίστευαν ότι τίποτα δεν μπορούσε, να τους αρπάξει την ευτυχία τους.
Μόλις χάραξε ο Θεός την μέρα, ο
Κωνσταντής φόρτωσε το κάρο του με ολοκαίνουργα δέρματα και έφυγε από την
πόλη. Είχε να παραδώσει τα εμπορεύματα και ν΄ αγοράσει εργαλεία,
απαραίτητα για την δουλειά του. Περιόδευε από πόλη σε πόλη και από χωριό
σε χωριό για βδομάδες και οι παραγγελίες των δερμάτων ολοένα αυξανόταν.
Όλες του οι προσπάθειες, δεν πήγανε στράφι και μετά από κάμποσο καιρό
γύρισε στην Άμφισσα με ένα δαχτυλίδι για την αγαπημένη του. Έτρεξε
ανυπόμονα στο σπίτι της Λενιώς για να την ζητήσει, από τον πατέρα της,
σε γάμο.
Πλησιάζοντας τον ‘‘ζώσανε τα φίδια’’,
γιατί το σπίτι το’ νοιωσε περίεργο. Ήταν αμπαρωμένο και μια σκιά θανάτου
πλανιόταν στον αέρα.
Έμαθε από τους γείτονες και τον καρδιακό
του φίλο Γιάννο, τον απρόσμενο θάνατο της αγαπημένης του. Η Λενιώ, είχε
πάει στην Πηγή της Χάρμαινας, για να γεμίσει την στάμνα της δροσερό
νερό. Ξαφνικά, χάλασε ο καιρός και άρχισαν να πέφτουν αστραπές και
κεραυνοί. Μία καταρρακτώδης βροχή πλημμύρισε τους χωματόδρομους. Άρχισε
να σουρουπώνει, ερημιά, ψυχή δεν φαινόταν τριγύρω. Ήταν μόνη της κάτω
από τα γέρικα πλατάνια. Ο αέρας φυσούσε με μανία και τίποτα δεν άφηνε
όρθιο. Δεν πρόλαβε να φύγει. Ένας κεραυνός τη χτύπησε και σωριάστηκε
εκεί, στην πηγή τους, μ’ ένα φρεσκοκομμένο ματσάκι γιασεμί, να ανεμίζει
στα μακριά μαλλιά της.
Οι γονείς της Λενιώς, βουτήχτηκαν σε
λύπη βαθιά. Μη μπορώντας ν’ αντέξουν το θάνατο της μονάκριβης θυγατέρας
τους, πούλησαν το βιό τους, κακήν κακώς και πήραν των ομματιών τους και
έφυγαν από την πόλη.
Στη ζωή, καμιά φορά, αλλιώς τα
υπολογίζουμε τα πράγματα και αλλιώς μας έρχονται. Τότε γκρεμίζονται όλα
τα όνειρά μας, χάνονται, σβήνουν σαν πυροτεχνήματα. Η λύπη και ο πόνος
τρύπωσαν ίσαμε τα μύχια της καρδιάς του Κωνσταντή. Ένιωθε ανήμπορος,
μετέωρος. Δεν μπόρεσε να αντέξει τον άδικο χαμό της αγαπημένης του και
ράγισε η καρδιά του. Την άλλη μέρα, βρήκαν το άψυχο σώμα του κάτω από το
Κάστρο της πόλης. Η όψη του ήταν γαλήνια και ένα αχνό χαμόγελο,
διαγραφόταν στο πρόσωπό του. Πίστευε ότι η ψυχή του θα ενωνόταν με την
αγαπημένη του Λενιώ. Έτσι, θα μπορούσε μα την έχει για πάντα κοντά του,
χωρίς να φοβάται ότι θα πάψει να την αγαπάει. Η θρησκεία δεν τον δέχτηκε
στην αγκαλιά της και καταδικάστηκε να περιπλανιέται.
Από τότε, ο Κωνσταντής στοίχειωσε και
καταφεύγει στο λημέρι του, την Πηγή της Χάρμαινας. Μοιρολογούσε για τα
νιάτα που δεν έζησε, θρηνούσε για την αγάπη που έχασε.
Το Στοιχείο της Χάρμαινας, ήταν ένα
ανθρωπόμορφο τέρας, πανύψηλο, με μακρουλά χέρια. Είχε άγριο και φριχτό
παρουσιαστικό. Φύλαγε την Πηγή της Χάρμαινας, που δούλευαν οι ταμπάκηδες
της πόλης και τους προστάτευε από κάθε κακό και από τ’ άλλα στοιχειά
της περιοχής. Γιατί, τους αγαπούσε τους βυρσοδέψες, τους ένιωθε δικούς
του ανθρώπους. Κι όταν κάποιος απ’ αυτούς, ήταν ετοιμοθάνατος, τότε
γύριζε έξω από το σπίτι του και άρχιζε ένα αξιοθρήνητο ουρλιαχτό πόνου.
Όταν το έζωνε η μοναξιά, το στοιχειό,
έβγαινε από το ησυχαστήριο του και περιφερόταν από σοκάκι σε σοκάκι,
βγάζοντας άγριες στριγκλιές και βογκητά. Μαζί με τα ουρλιαχτά ακούγονταν
και περίεργοι θόρυβοι και σύρσιμο από αλυσίδες.
Ακολουθούσε πάντα την ίδια διαδρομή.
Περνούσε από το σπίτι της Λενιώς, από το πατρικό του και από τα σπίτια
των φίλων του. Τότε ο κόσμος κλειδαμπαρωνόταν στα σπίτια τους και
γεμάτοι φόβο, προσεύχονταν στο Θεό να τους φυλάει.
Στην Άμφισσα τότε, εκτός από το
Χαρμαινιώτικο, υπήρχαν και άλλα στοιχειά. Το καθένα από αυτά, προστάτευε
κάποια πηγή νερού, κάποια συνοικία, τους αμπελώνες, τα ελαιόδεντρα κα.
Πολλές φορές τα στοιχειά συγκρούονταν μεταξύ τους και πάλευαν μερόνυχτα
ολόκληρα. Πάντα όμως νικούσε το Χαρμαινιώτικο, γιατί ήταν το πιο δυνατό
και έξυπνο. Η πάλη γινόταν στην Χάρμαινα, κάτω από τα πλατάνια και τα
πεύκα. Οι Αμφισσιώτες φοβόνταν και δεν ‘‘έβγαζαν μύτη’’ κατά την
διάρκεια του αγώνα. Περίμεναν καρτερικά, ώσπου να τελειώσουν όλα και να
σταματήσουν οι κραυγές και τα ουρλιαχτά των στοιχειών.
Μετά από τα τριπλάσια χρόνια της ηλικίας
του Κωνσταντή και της Λενιώς μαζί, το Στοιχειό της Χάρμαινας, ησύχασε,
καταλάγιασε. Έπαψε να φοβίζει τους ανθρώπους. Φαίνεται, ότι ο Θεός το
συγχώρησε.
Η ιστορία του, πέρασε από γενιές σε
γενιές, στόμα με στόμα με μυστήριο και φόβο. Τρομαχτικό, αλλά συνάμα
ελκυστικό. Και αν ποτέ, περπατήσεις στα στενά λιθόστρωτα σοκάκια της
Χάρμαινας και αντικρίσεις τα πλίθινα μισοερειπωμένα εργαστήρια, να
στέκουν περήφανα και δυνατά, λουσμένα στο φως του φεγγαριού, τότε θα
νιώσεις τη μαγία του χώρου και μια γαλήνη να πλημμυρίζει τη ψυχή σου,
μεταφέροντάς σε κόσμους παράξενους, αλλοτινούς.
Της Μάντυς Δασκαλοπούλου - Λαΐου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου