της Μαριάννας Τζιαντζή
1-03-1998, εφημερίδα ΠΡΙΝ
ΣΤΕΓΝΟ ΔΑΚΡΥ ΚΑΙ ΚΩΦΑΛΑΛΟ ΓΕΛΙΟ
Στέλιος Καζαντζίδης
Ο Στέλιος
Καζαντζίδης είναι ίσως ο τελευταίος λαϊκός καλλιτέχνης που έχει
περάσει το όριο που χωρίζει τον κοινό θνητό από το «θρύλο». Χιλιάδες
άνθρωποι πίνουν νερό στο όνομα του βλέποντας στο πρόσωπο του το πρόσωπο
της Ελλάδας, της φτωχολογιάς του ιερού πόνου.
Οι
υπερασπιστές του Στέλιου Καζαντζίδη λένε πως αυτός ο μεγάλος λαϊκός
τραγουδιστής είναι η Ελλάδα, ένα εθνικό μνημείο, περίπου σαν τα...
μάρμαρα
του Παρθενώνα. Και τα μνημεία είναι υπεράνω κριτικής: μας καθηλώνουν,
μας αφοπλίζουν, μας αφήνουν εκστατικούς· όχι γι’ αυτό που είναι, για
την τωρινή τους μορφή (που μπορεί να εξαντλείται σ’ ένα σωρό από πέτρες)
αλλά γι’ αυτό που φέρουν, για τα λιγότερο ή περισσότερο ορατά ίχνη
τους.
Ίσως τα ίχνη
που «φέρει» η φωνή (και όχι απαραίτητη η κρίση) του Καζαντζίδη
υπερβαίνουν τον ίδιο και τους επικριτές του. Το ίδιο πιθανόν να ισχύει
και για τα ίχνη που έχουν αφήσει τα τραγούδια του πάνω μας.
Δικαιολογημένα
η φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη μας συγκινεί και μας καθηλώνει. Ωστόσο,
θα έπρεπε να βλέπουμε με δυσπιστία όσους δηλώνουν «καζαντζιδικοί»,
όπως θα έπρεπε να βλέπαμε με δυσπιστία και όσους δηλώνουν με
εκπληκτική ευκολία «σταλινικοί» ή «αναρχικοί», θεωρώντας ότι έτσι
έχουν την αποκλειστικότητα στην εκπροσώπηση της επανάστασης.
Με το να
αγαπάμε ή να λατρεύουμε τον Καζαντζίδη και τα τραγούδια του δεν
γινόμαστε αυτόματα «άνθρωποι του λαού». Εκτός από τον κύριο Ευάγγελο
Γιαννόπουλο, που δηλώνει «Καζαντζίδης ίσον Ελλάδα», βλέπουμε πρώην
οικοδόμους και νυν χορτασμένους εργολάβους να δακρύζουν στο άκουσμα
της φωνής του «Στελάρα». Αντίστοιχα, το να μη μας αρέσουν τα τραγούδια
του δεν μας καθιστά αυτόματα ανθέλληνες ή εχθρούς του λαϊκού
τραγουδιού.
Το δίλημμα
αν έχει δίκιο ή όχι ο Καζαντζίδης είναι εξ ορισμού ανόητο. Ο Λαβουαζιέ
ήταν βασιλόφρων και εκτελέστηκε στη λαιμητόμο – και αν έμεινε στην
ιστορία της επιστήμης δεν το οφείλει στα φρονήματα του. Έτσι, λοιπόν,
κανείς από τους λάτρεις του Καζαντζίδη (ή και του Δομάζου) δεν
ενδιαφέρεται για την ευθυκρισία του, για το αν έχει δίκιο στις κατά
καιρούς διενέξεις του με τους εχθρούς του. Οι εχθροί του μπορεί να είναι
οι δισκογραφικές εταιρίες, οι Εβραίοι, ο Χρ. Νικολόπουλος, οι
εξωγήινοι, οι Βαβυλώνιοι, ο Νταλάρας- τι σημασία έχει; Ας του
αναγνωρίσουμε το δικαίωμα να έχει εχθρούς ή να κατασκευάζει ομοιώματα
εχθρών. Γιατί ο μεγαλύτερος εχθρός της φωνής και του μύθου του Στέλιου
δεν έχει διαστάσεις και υλική υπόσταση. Οι χειρότεροι εχθροί του (αλλά
και εχθροί της δικής μας νοσταλγίας και αγάπης) είναι οι καιροί που αλλάζουν.
Το λαϊκό
τραγούδι που υπηρέτησε ο Στέλιος Καζαντζίδης (όπως και άλλοι σπουδαίοι
λαϊκοί δημιουργοί) άνθησε στην εποχή της μετανάστευσης στις «φάμπρικες
της Γερμανίας» αλλά και στην Αθήνα στην εποχή του ιδρώτα, της
φτώχειας, της λάσπης, του φόβου του χωροφύλακα, στην εποχή των
διαχωριστικών γραμμών. Στην εποχή που η χειρωνακτική δουλειά ήταν
καθαγιασμένη, που τα χέρια των ανθρώπων (ροζιασμένα, μουντζουρωμένα ή
λευκά) ήταν αδιάψευστη ένδειξη της ταυτότητας τους.
Σήμερα οι
διαχωριστικές γραμμές υπάρχουν και βαθαίνουν, αλλά δεν ξέρουμε να τις
αναγνωρίσουμε. Η “καταραμένη φτώχεια” – κρατάει κινητό. Οι δρόμοι
ασφαλτοστρώθηκαν, οι μετανάστες γίνανε νοικοκυραίοι και ο χαφιές
εγκαταστάθηκε εντός μας. Η πείνα δεν είναι για το ψωμί, ούτε για τη
δικαιοσύνη, ούτε για την ομορφιά και τη γνώση, ωστόσο υπάρχει και
θεριεύει.
Την εποχή
που μεγαλούργησε ο Καζαντζίδης μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε τα πράγματα
που μας ταπείνωσαν, την υποταγή στο αφεντικό, τη δήλωση μετανοίας. Να
ξεχωρίσουμε τον προδότη, τον εχθρό και το φίλο.
Πώς να πεις
σήμερα προδότη έναν άνθρωπο που δεν πίστεψε ποτέ του σε κάτι ώστε να το
προδώσει αργότερα; Ασφαλώς, η συμμετοχή στους διαγωνισμούς του Δημοσίου
ή και στις Πανελλήνιες Εξετάσεις δεν μοιάζει με το φίλημα των
κατουρημένων ποδιών. Σήμερα δεν μας ταπεινώνουν, δεν μας «σπάνε»
έναν-έναν, αλλά μαζικά, έτσι που των πολλών ο θάνατος παύει να ‘ναι τραγωδία και γίνεται νόμος, στατιστική. Ο εξευτελισμός είναι μηχανογραφημένος, απρόσωπος, καθολικός, εξουθενωτικός και απερίγραπτος.
Ασπόνδυλοι εχθροί, ασπόνδυλα, όνειρα, ασπόνδυλα τραγούδια.
Άνθρωποι σαν τον Καρβέλα και τον Σημίτη, τον Κωστάκη και τον
Αβραμόπουλο, την Κική και την Κοκό μοιάζουν καλύτερα εξοπλισμένοι να
εκπροσωπήσουν τη φλατ εξαθλίωση μας. Όσο για τον Χρήστο Νικολόπουλο,
έναν ταλαντούχο τραγουδοποιό-σουξεδοποιό που εμφανίζεται σαν ο «κακός» ή
ο «καλός» της ιστορίας, αρμόζει αυτό που έλεγε ο Μπρεχτ
εν έτει 1942: «Τα προϊόντα της κουλτούρας έχουν αναλάβει τον ίδιο ρόλο
με τα άλλα προϊόντα, δηλ. έχουν γίνει καταναλωτικά αγαθά.[...]. Η κουλτούρα πρέπει να εγκαταλείψει το ρόλο της του καταναλωτικού αγαθού, αν πρόκειται να γίνει κουλτούρα».
Ο Στέλιος Καζαντζίδης, υπήρξε μεγάλος, είναι μεγάλος, αλλά είναι αλλού. Οι λαϊκοί βάρδοι της εποχής μας δεν έχουν τραγουδήσει ακόμα -ή κι αν έχουν, δεν έχουν ακουστεί. Ακόμα μας τρέφουν γενναίες φωνές από το παρελθόν,
θραύσματα φωνών που τα κουβαλάει ο άνεμος, ή υποψίες φωνών από το
μέλλον σαν κι αυτές που φτάνουν στ’ αυτιά μας αχνές και αλλοιωμένες από
τους φωταγωγούς των πολυκατοικιών.
Είναι σωστό
ότι ο Στ. Καζαντζίδης στην εποχή της δόξας του εκπροσωπούσε αυτό που
λέμε «λαό», «φτωχολογιά»; Και αν ναι, σε ποιο βαθμό; Και πώς τον
εκπροσωπούσαν άλλοι καλλιτέχνες π.χ. ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις, ο
Ξαρχάκος; Ίσως η απάντηση να μην είναι και τόσο εύκολη. Σίγουρα
εκπροσωπούσε ή μάλλον εξέφραζε εκείνους που θεωρούσαν τον εαυτό τους
φτωχό και αδικημένο, κι αυτοί ήταν πολλοί. Και για το «κατάντημα» τους
αυτό συνήθως έφταιγε η ξενιτιά, η ορφάνια, η αχαριστία, κάποια γυναίκα ή
η κοινωνία γενικά.
Τα τραγούδια του Καζαντζίδη εκείνης της εποχής ακροβατούν εξαίσια
ανάμεσα στον «καημό» και την «κλάψα» ή την «καψούρα . Ανάμεσα στην
περηφάνια και το σκύψιμο του κεφαλιού. Ήταν τραγούδια της ταβέρνας, των
υπόγειων καπηλειών, των τζουκ-μποξ και των γιαπωνέζικων τρανζίστορ,
αλλ’ όχι της παρέας. Τραγούδια του καημού και της μοναξιάς. Μερικές φορές του αυτάρεσκου καημού.
Πάντως, όχι της οργής και της εξέγερσης -όπως δεν ήταν τις
περισσότερες φορές και τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη. Και το
κυριότερο, ήταν τραγούδια που δεν άφησαν επιγόνους, αλλά παιδιά-τέρατα.
Ο Στέλιος Καζαντζίδης έχει σήμερα «άξιους συνεργάτες», όπως ο ίδιος
τους χαρακτηρίζει, όμως κανέναν δελφίνο. Γιατί τα τραγούδια του ήταν ο τελευταίος λαμπερός σπασμός μιας παράδοσης που έφθινε, μιας λαϊκότητας που έμελλε να μεταμορφωθεί σε αρπακτικό μικροαστισμό. Κι απ’ αυτή την άποψη, ήταν τραγούδια του πόνου και της ήττας
-όχι της αυστηρά μετεμφυλιακής, που εκφράστηκε πολύ πιο παραστατικά
με μια ολόκληρη ποιητική γενιά, αλλά μιας ήττας πολύ πιο αθόρυβης και
πιο διαβρωτικής. Της ήττας που ενυπήρχε στην απόφαση «να ζήσουμε
καλύτερα εμείς και τα παιδιά μας», να παίξουμε στο παιχνίδι, ν’
αφήσουμε τα μεγάλα όνειρα για πιο εύθετο χρόνο. Ο οικοδόμος που
τραγουδούσε το «Μανούλα θα φύγω» σκαρφαλωμένος στη σκαλωσιά, ή που
ξεκολλούσε τις μαλτεζόπλακες από τα πεζοδρόμια για να στήσει
οδοφράγματα, έχτιζε ταυτόχρονα το αυθαίρετο σπιτάκι του ή έκανε όνειρα
για να το χτίσει.
Παρ’ όλα
αυτά, το δάκρυ που έσταζαν, που στάζουν, τα τραγούδια του Καζαντζίδη
είναι αληθινό. Όπως αληθινές είναι οι εκρήξεις οργής του Στέλιου
Καζαντζίδη, σήμερα, τα πάθη και οι υπερβολές του. Για να υπερασπιστεί
το δίκιο, ο Στέλιος Καζαντζίδης επικαλέστηκε το πιο παράλογο, το πιο
αναχρονιστικό και ποιητικά αφοπλιστικό επιχείρημα: είπε πως τα χέρια του πάτερα του
ήταν σκασμένα από τον ασβέστη και κάθε βράδυ αυτός και η μάνα του τα
τύλιγαν με πανιά βουτηγμένα στο λάδι, ώστε να πάει ξανά την άλλη μέρα
στη δουλειά. Αντίθετα, ο πατέρας του γνωστού εχθρού του ήταν αγρονόμος,
συναναστρεφόταν χωροφύλακες και φορούσε το πηλήκιο με την κορώνα του
βασιλιά. Τελεία και παύλα.
Σήμερα τα
χέρια της «φτωχολογιάς» δεν είναι κατ’ ανάγκη μουτζουρωμένα. Τα σημάδια
του μόχθου είναι απόντα αλλά η λευκότητα τους παραπέμπει στην απραγία,
στο κενό, στην οργισμένη αμηχανία.
Σήμερα
κλαίμε χωρίς δάκρυα, γελάμε χωρίς ήχο σαν τους κωφάλαλους, και τα
τραγούδια μας μένουν ανείπωτα, άγραφα και άταφα. Όσο για τους ποιητές
και τους χορευτές της νέας εποχής, σίγουρα δεν θα κατέβουν από το βουνό
κρατώντας τη λύρα τη δίκαιη στον όψο. Ο ερχομός τους δεν μπορεί παρά να
έρθει μέσα από τη ρήξη με πολλά απ’ όσα θεωρούμε ιερά και κεκτημένα,
όπως το δικαίωμα του εργάτη να χαίρεται που ‘ναι φτωχός και αδικημένος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου