Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

ΣΤΕΓΝΟ ΔΑΚΡΥ ΚΑΙ ΚΩΦΑΛΑΛΟ ΓΕΛΙΟ – ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ

της Μαριάννας Τζιαντζή

1-03-1998, εφημερίδα ΠΡΙΝ

ΣΤΕΓΝΟ ΔΑΚΡΥ ΚΑΙ ΚΩΦΑΛΑΛΟ ΓΕΛΙΟ 

Στέλιος Καζαντζίδης

Ο Στέλιος Καζαντζίδης είναι ί­σως ο τελευταίος λαϊκός καλλι­τέχνης που έχει περάσει το όριο που χωρίζει τον κοινό θνητό από το «θρύλο». Χιλιάδες άνθρωποι πί­νουν νερό στο όνομα του βλέποντας στο πρόσωπο του το πρόσωπο της Ελλάδας, της φτωχολογιάς του ιερού πόνου.
Οι υπερασπιστές του Στέλιου Καζαντζίδη λένε πως αυτός ο μεγά­λος λαϊκός τραγουδιστής είναι η Ελλάδα, ένα εθνικό μνημείο, περί­που σαν τα...
μάρμαρα του Παρθε­νώνα. Και τα μνημεία είναι υπερά­νω κριτικής: μας καθηλώνουν, μας αφοπλίζουν, μας αφήνουν εκστατι­κούς· όχι γι’ αυτό που είναι, για την τωρινή τους μορφή (που μπορεί να εξαντλείται σ’ ένα σωρό από πέτρες) αλλά γι’ αυτό που φέρουν, για τα λιγότερο ή περισσότερο ορατά ί­χνη τους.
Ίσως τα ίχνη που «φέρει» η φω­νή (και όχι απαραίτητη η κρίση) του Καζαντζίδη υπερβαίνουν τον ί­διο και τους επικριτές του. Το ίδιο πιθανόν να ισχύει και για τα ίχνη που έχουν αφήσει τα τραγούδια του πάνω μας.
Δικαιολογημένα η φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη μας συγκινεί και μας καθηλώνει. Ωστόσο, θα έ­πρεπε να βλέπουμε με δυσπιστία ό­σους δηλώνουν «καζαντζιδικοί», όπως θα έπρεπε να βλέπαμε με δυ­σπιστία και όσους δηλώνουν με εκ­πληκτική ευκολία «σταλινικοί» ή «αναρχικοί», θεωρώντας ότι έτσι έ­χουν την αποκλειστικότητα στην εκπροσώπηση της επανάστασης.
Με το να αγαπάμε ή να λατρεύου­με τον Καζαντζίδη και τα τραγού­δια του δεν γινόμαστε αυτόματα «άνθρωποι του λαού». Εκτός από τον κύριο Ευάγγελο Γιαννόπουλο, που δηλώνει «Καζαντζίδης ίσον Ελλάδα», βλέπουμε πρώην οικοδό­μους και νυν χορτασμένους εργο­λάβους να δακρύζουν στο άκουσμα της φωνής του «Στελάρα». Αντί­στοιχα, το να μη μας αρέσουν τα τραγούδια του δεν μας καθιστά αυ­τόματα ανθέλληνες ή εχθρούς του λαϊκού τραγουδιού.
Το δίλημμα αν έχει δίκιο ή όχι ο Καζαντζίδης είναι εξ ορισμού α­νόητο. Ο Λαβουαζιέ ήταν βασιλό­φρων και εκτελέστηκε στη λαιμητό­μο – και αν έμεινε στην ιστορία της επιστήμης δεν το οφείλει στα φρο­νήματα του. Έτσι, λοιπόν, κανείς από τους λάτρεις του Καζαντζίδη (ή και του Δομάζου) δεν ενδιαφέ­ρεται για την ευθυκρισία του, για το αν έχει δίκιο στις κατά καιρούς διενέξεις του με τους εχθρούς του. Οι εχθροί του μπορεί να είναι οι δι­σκογραφικές εταιρίες, οι Εβραίοι, ο Χρ. Νικολόπουλος, οι εξωγήινοι, οι Βαβυλώνιοι, ο Νταλάρας- τι ση­μασία έχει; Ας του αναγνωρίσουμε το δικαίωμα να έχει εχθρούς ή να κατασκευάζει ομοιώματα εχθρών. Γιατί ο μεγαλύτερος εχθρός της φωνής και του μύθου του Στέλιου δεν έχει διαστάσεις και υλική υπόσταση. Οι χειρότεροι εχθροί του (αλλά και εχθροί της δικής μας νοσταλγίας και αγάπης) είναι οι καιροί που αλλάζουν.
Το λαϊκό τραγούδι που υπηρέτη­σε ο Στέλιος Καζαντζίδης (όπως και άλλοι σπουδαίοι λαϊκοί δημι­ουργοί) άνθησε στην εποχή της με­τανάστευσης στις «φάμπρικες της Γερμανίας» αλλά και στην Αθήνα στην εποχή του ιδρώτα, της φτώχει­ας, της λάσπης, του φόβου του χω­ροφύλακα, στην εποχή των διαχω­ριστικών γραμμών. Στην εποχή που η χειρωνακτική δουλειά ήταν κα­θαγιασμένη, που τα χέρια των αν­θρώπων (ροζιασμένα, μουντζουρωμένα ή λευκά) ήταν αδιάψευστη έν­δειξη της ταυτότητας τους.
Σήμερα οι διαχωριστικές γραμ­μές υπάρχουν και βαθαίνουν, αλλά δεν ξέρουμε να τις αναγνωρίσουμε. Η “καταραμένη φτώχεια” – κρατάει κινητό. Οι δρόμοι ασφαλτοστρώθη­καν, οι μετανάστες γίνανε νοικοκυ­ραίοι και ο χαφιές εγκαταστάθηκε εντός μας. Η πείνα δεν είναι για το ψωμί, ούτε για τη δικαιοσύνη, ούτε για την ομορφιά και τη γνώση, ω­στόσο υπάρχει και θεριεύει.
Την εποχή που μεγαλούργησε ο Καζαντζίδης μπορούσαμε να ξεχω­ρίσουμε τα πράγματα που μας τα­πείνωσαν, την υποταγή στο αφεντι­κό, τη δήλωση μετανοίας. Να ξεχω­ρίσουμε τον προδότη, τον εχθρό και το φίλο.
Πώς να πεις σήμερα προδότη έ­ναν άνθρωπο που δεν πίστεψε ποτέ του σε κάτι ώστε να το προδώσει αργότερα; Ασφαλώς, η συμμετοχή στους διαγωνισμούς του Δημοσίου ή και στις Πανελλήνιες Εξετάσεις δεν μοιάζει με το φίλημα των κα­τουρημένων ποδιών. Σήμερα δεν μας ταπεινώνουν, δεν μας «σπάνε» έναν-έναν, αλλά μαζικά, έτσι που των πολλών ο θάνατος παύει να ‘ναι τραγωδία και γίνεται νόμος, στατιστική. Ο εξευτελισμός είναι μηχανογραφημένος, απρόσωπος, καθολικός, εξουθενωτικός και απε­ρίγραπτος.
Ασπόνδυλοι εχθροί, ασπόνδυλα, όνειρα, ασπόνδυλα τραγούδια. Άνθρωποι σαν τον Καρβέλα και τον Σημίτη, τον Κωστάκη και τον Αβραμόπουλο, την Κική και την Κοκό μοιάζουν καλύτερα εξοπλι­σμένοι να εκπροσωπήσουν τη φλατ εξαθλίωση μας. Όσο για τον Χρή­στο Νικολόπουλο, έναν ταλαντούχο τραγουδοποιό-σουξεδοποιό που εμφανίζεται σαν ο «κακός» ή ο «καλός» της ιστορίας, αρμόζει αυτό που έλεγε ο Μπρεχτ εν έτει 1942: «Τα προϊόντα της κουλτούρας έ­χουν αναλάβει τον ίδιο ρόλο με τα άλλα προϊόντα, δηλ. έχουν γίνει κα­ταναλωτικά αγαθά.[...]. Η κουλτού­ρα πρέπει να εγκαταλείψει το ρόλο της του καταναλωτικού αγαθού, αν πρόκειται να γίνει κουλτούρα».
Ο Στέλιος Καζαντζίδης, υπήρξε μεγάλος, είναι μεγάλος, αλλά είναι αλλού. Οι λαϊκοί βάρδοι της εποχής μας δεν έχουν τραγουδήσει ακόμα -ή κι αν έχουν, δεν έχουν ακουστεί. Ακόμα μας τρέφουν γενναίες φω­νές από το παρελθόν, θραύσματα φωνών που τα κουβαλάει ο άνεμος, ή υποψίες φωνών από το μέλλον σαν κι αυτές που φτάνουν στ’ αυτιά μας αχνές και αλλοιωμένες από τους φωταγωγούς των πολυκατοι­κιών.
Είναι σωστό ότι ο Στ. Καζαντζί­δης στην εποχή της δόξας του εκ­προσωπούσε αυτό που λέμε «λαό», «φτωχολογιά»; Και αν ναι, σε ποιο βαθμό; Και πώς τον εκπροσωπού­σαν άλλοι καλλιτέχνες π.χ. ο Θεο­δωράκης, ο Χατζιδάκις, ο Ξαρχά­κος; Ίσως η απάντηση να μην είναι και τόσο εύκολη. Σίγουρα εκπροσω­πούσε ή μάλλον εξέφραζε εκείνους που θεωρούσαν τον εαυτό τους φτω­χό και αδικημένο, κι αυτοί ήταν πολλοί. Και για το «κατάντημα» τους αυτό συνήθως έφταιγε η ξενι­τιά, η ορφάνια, η αχαριστία, κάποια γυναίκα ή η κοινωνία γενικά.
Τα τραγούδια του Καζαντζίδη ε­κείνης της εποχής ακροβατούν ε­ξαίσια ανάμεσα στον «καημό» και την «κλάψα» ή την «καψούρα . Ανάμεσα στην περηφάνια και το σκύψιμο του κεφαλιού. Ήταν τρα­γούδια της ταβέρνας, των υπόγειων καπηλειών, των τζουκ-μποξ και των γιαπωνέζικων τρανζίστορ, αλλ’ όχι της παρέας. Τραγούδια του καημού και της μοναξιάς. Μερικές φορές του αυτάρεσκου καημού. Πάντως, όχι της οργής και της εξέγερσης -ό­πως δεν ήταν τις περισσότερες φο­ρές και τα τραγούδια του Μίκη Θε­οδωράκη. Και το κυριότερο, ήταν τραγούδια που δεν άφησαν επιγό­νους, αλλά παιδιά-τέρατα. Ο Στέ­λιος Καζαντζίδης έχει σήμερα «άξι­ους συνεργάτες», όπως ο ίδιος τους χαρακτηρίζει, όμως κανέναν δελφί­νο. Γιατί τα τραγούδια του ήταν ο τελευταίος λαμπερός σπασμός μιας παράδοσης που έφθινε, μιας λαϊκό­τητας που έμελλε να μεταμορφωθεί σε αρπακτικό μικροαστισμό. Κι απ’ αυτή την άποψη, ήταν τραγούδια του πόνου και της ήττας -όχι της αυ­στηρά μετεμφυλιακής, που εκφρά­στηκε πολύ πιο παραστατικά με μια ολόκληρη ποιητική γενιά, αλλά μιας ήττας πολύ πιο αθόρυβης και πιο διαβρωτικής. Της ήττας που ενυ­πήρχε στην απόφαση «να ζήσουμε καλύτερα εμείς και τα παιδιά μας», να παίξουμε στο παιχνίδι, ν’ αφή­σουμε τα μεγάλα όνειρα για πιο εύ­θετο χρόνο. Ο οικοδόμος που τρα­γουδούσε το «Μανούλα θα φύγω» σκαρφαλωμένος στη σκαλωσιά, ή που ξεκολλούσε τις μαλτεζόπλακες από τα πεζοδρόμια για να στήσει οδοφράγματα, έχτιζε ταυτόχρονα το αυθαίρετο σπιτάκι του ή έκανε ό­νειρα για να το χτίσει.
Παρ’ όλα αυτά, το δάκρυ που έ­σταζαν, που στάζουν, τα τραγούδια του Καζαντζίδη είναι αληθινό. Όπως αληθινές είναι οι εκρήξεις οργής του Στέλιου Καζαντζίδη, σή­μερα, τα πάθη και οι υπερβολές του. Για να υπερασπιστεί το δίκιο, ο Στέλιος Καζαντζίδης επικαλέστη­κε το πιο παράλογο, το πιο αναχρο­νιστικό και ποιητικά αφοπλιστικό επιχείρημα: είπε πως τα χέρια του πάτερα του ήταν σκασμένα από τον ασβέστη και κάθε βράδυ αυτός και η μάνα του τα τύλιγαν με πανιά βουτηγμένα στο λάδι, ώστε να πάει ξανά την άλλη μέρα στη δουλειά. Αντίθετα, ο πατέρας του γνωστού εχθρού του ήταν αγρονόμος, συνα­ναστρεφόταν χωροφύλακες και φο­ρούσε το πηλήκιο με την κορώνα του βασιλιά. Τελεία και παύλα.
Σήμερα τα χέρια της «φτωχολο­γιάς» δεν είναι κατ’ ανάγκη μουτζουρωμένα. Τα σημάδια του μό­χθου είναι απόντα αλλά η λευκότητα τους παραπέμπει στην απραγία, στο κενό, στην οργισμένη αμηχανία.
Σήμερα κλαίμε χωρίς δάκρυα, γελάμε χωρίς ήχο σαν τους κωφά­λαλους, και τα τραγούδια μας μέ­νουν ανείπωτα, άγραφα και άταφα. Όσο για τους ποιητές και τους χο­ρευτές της νέας εποχής, σίγουρα δεν θα κατέβουν από το βουνό κρατώντας τη λύρα τη δίκαιη στον όψο. Ο ερχομός τους δεν μπορεί παρά να έρθει μέσα από τη ρήξη με πολλά απ’ όσα θεωρούμε ιερά και κεκτημένα, όπως το δικαίωμα του εργάτη να χαίρεται που ‘ναι φτωχός και αδικημένος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου