Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012

Ο ΦΕΥΓΑΤΟΣ ΤΩΝ ΒΑΡΔΟΥΣΙΩΝ, ΜΙΑ ΖΩΗ ΛΑΘΡΕΠΙΒΑΤΗΣ

Στέκει μονάχο του, παράταιρο, σ’ ένα ελάτινο δάσος στα Βαρδούσια. Ένα παλιό, εγκαταλειμμένο λεωφορείο κάποιου ΚΤΕΛ. Λίγοι γνωρίζουν την ιστορία που κουβαλάει. Ότι χρησιμοποιήθηκε δηλαδή από έναν άνθρωπο της πόλης για να πλησιάσει τη Φύση και έναν διαφορετικό τρόπο ζωής…

Του Κώστα Ζυρίνη


Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ. 49 / 17.03.2001

Σαν παραμύθι γύρω απ το τζάκι του ορεινού καταφύγιου:  Ήτανε, λέει,  ένας ραλίστας, ένας άνθρωπος της ταχύτητας. Της έντασης. Της νίκης και της δόξας. Άλκης, ή κάτι τέτοιο, μαζί με κάποιο επίθετο που δεν συγκράτησα, γιατί απλώς δεν είχα λόγο να το κάνω. Τι περιμένεις, κουβέντες φευγάτες του κονιάκ μετά από τόσες ώρες  ανέβασμα στο βουνό, με το χιόνι ίσαμε το γόνατο. Κουβέντες με άγνωστους που γίνονται οικείοι και μόνο γιατί έφτασαν μέχρις εδώ.  Κάτι συνέβη όμως σε κείνη την περιοχή του μυαλού του ραλίστα, στην περιοχή που ήταν μόνο δική του, όπου οι δάφνες δεν έχουν θέση. Κάτι συνέβη και χάθηκε απότομα από τα Ράλι Ακρόπολις, απ τη δημοσιότητα κι απ τον κοινωνικό του πυρήνα καθώς φαίνεται. Οριστικά και αμετάκλητα. Χωρίς εξηγήσεις. Χωρίς θόρυβο. Έτσι, σαν παραμύθι που δεν τέλειωσε.

Από το Μετς ξεκίνησα στις δύο και μισή. Είναι ήδη τέσσερις και τέταρτο και μόλις τώρα κατάφερα να μπω στην Εθνική, σ’ ένα συμπιεσμένο κονβόϊ που, για την ώρα, αργοσαλεύει σαν παχύρρευστος πολτός μετάλλων, τροχών και νευρολογικώς διαταραγμένων όντων. Σκέφτομαι, ένοχα, το πώς φιλοτέχνησα προ ημερών την ποιότητα ζωής των κατοίκων του Μαλί. Ένοχα γιατί έγραφα με την υπεροψία του φενακισμένου «ευρωπαίου πολίτη» που απολαμβάνει τα «αγαθά» ενός προηγμένου πολιτισμού. Σκατά! Όχι, δεν διαγράφω την τελευταία λέξη. Αυτό που βιώνω εδώ, τώρα και κάθε μέρα, στο λεκανοπέδιο του τσιμέντου, του ωχαδερφισμού  και του αμοραλισμού, δεν είναι παρά ένα μεσοστάδιο μιας ραγδαίως προϊούσας επιδείνωσης που κανένα της σύμπτωμα δεν επιδέχεται αναστροφή. Μόνο μάγια, θαύματα και ξεματιάσματα μπορούν να επικαλεστούν οι μωροί θεράποντες των φρούδων ελπίδων. Αφού επαναστάτες δεν υπάρχουν πια. Τους πάτησε το τραίνο.  Παρασύρθηκα! Το τζάκι φταίει. Οι φλόγες. Και το κονιάκ.


Εμφανίστηκε, έτσι, ξαφνικά, από το πουθενά, λέει ο θρύλος που αναπαράγουν οι άνθρωποι γύρω από το τζάκι του καταφύγιου. Κι έφτασε μέχρι τη ρίζα του Κόρακα, της πιο απότομης και της πιο ψηλής κορυφής των Βαρδουσίων. Κάπου ανάμεσα στα χωριά Κάτω Μουσουνίτσα και Κονιάκος. Ήρθε μόνος, με το λεωφορείο του. Ακριβώς: με το λεωφορείο του. Ένα παροπλισμένο σκαρί κάποιου Κτελ.  Και ποτέ δε θα καταλάβω  πώς το οδήγησε μέχρις εκεί, μέσ’ απ το ελάτινο δάσος, αφού ποτέ αυτός ο κακοτράχαλος χωματόδρομος δεν υπήρξε λιγότερο ανώμαλος και λιγότερο στενός απ’ όσο τώρα. Ήταν το τελευταίο του ράλι. Χωρίς έπαθλο και φλας. Χωρίς χειροκρότημα.


Ο Αθανάσιος Μασαβέτας γεννήθηκε στην Άνω Μουσουνίτσα, στο χωριό του πατέρα του. Μικρό παιδί ήταν ακόμα όταν τον φυγαδεύσανε στην Αρτοτίνα, απ όπου καταγόταν η μάνα του και τον κλείσανε στο μοναστήρι ως παπαδοπαίδι για να γλυτώσει απ το χαντζάρι του Τούρκου. Εξ ου και το δεύτερο επίθετο: Διάκος. Όταν μεγάλωσε ο Αθανάσιος Διάκος, μαζί με το σταυρό άδραξε και το προσωπικό του γιαταγάνι για να ‘χουμε ‘μεις μια πατρίδα, να οργανώνουμε Ράλι-Ακρόπολις, να καταναλώνουμε ουσιαστικώς άχρηστα προϊόντα,  να πνιγόμαστε στο καυσαέριο, να καταπλακωνόμαστε από το οπλισμένο σκυρόδεμα και να είμαστε έτοιμοι να κατασπαράξουμε ο ένας τον άλλο. Αλλά, πού κολλάει ο εν λόγω εθνικός ήρως  με τον αναχωρητή των Βαρδουσίων; Κολλάει στο ότι βρίσκομαι στον Αθανάσιο Διάκο, όπως μετονομάστηκε στο μεταξύ η Άνω Μουσουνίτσα, στην ταβέρνα του Θανάση και βιάζω τη μνήμη του να μου αποκαλύψει το οτιδήποτε θυμάται για τον ραλίστα.



Ο Αθανάσιος Διάκος, μαζί με την Κάτω Μουσουνίτσα, το Μαυρολιθάρι, την Καστριώτισσα, την Πυρά, τη Στρώμη, τον Πανουργιά  και, δε θυμάμαι πιο άλλο μαργαριτάρι της Φωκίδας, συναποτελούν τον καποδιστριακό Δήμο Καλλιέων. Όπου και έρχομαι αρκετά συχνά για ν’ αποτοξινωθώ από την κάθε τύπου μόλυνση της τερατούπολης γενέτειράς μου. 

 Ο Θανάσης μου φέρνει τη φασολάδα, τη φέτα με λάδι και ρίγανη, το καλό του το κρασί απ το υπόγειο και κάθεται. Λέγε.  

Μοναχικός και απρόσιτος. Έφτιαξε μια ράμπα, ανέβασε το λεωφορείο επάνω της και το εξόπλισε. Κρεβάτι, τουαλέτα με καζανάκι, θερμάστρα, τραπέζι, απ όλα σου λέω. Χειμώνα καλοκαίρι εκεί. Φύτεψε και μερικά λαχανικά, κρεμμύδια, μαρούλια και ντομάτες, προσθέτω εγώ.


Το ‘χα ξαναδεί και άλλοτε το λεωφορείο  μέσ’ το δάσος αλλ’ αυτή τη φορά ήρθα για να το φωτογραφήσω. Ή, έστω, να φωτογραφήσω ότι έχει απομείνει απ αυτό αφού, μετά το θάνατο του ερημίτη, το διαγουμίσανε οι, δεν ξέρω ποιοι. Δεν μπορείς να σταθείς πουθενά εδώ μέσα. Σκουριά και σαβούρα. Σαβούρα με μνήμες. Όχι δικές μου βέβαια αλλά μπορώ να φανταστώ. Μόνος μου με το οξειδωμένο φάντασμα του αναχωρητή δίπλα ξαπλώνω στο γρασίδι κι ας είναι υγρό. Πάνω απ το κεφάλι μου η χιονισμένη βουνοκορυφή του Κόρακα. Κανένα αγριολούλουδο δεν έχει ανθίσει ακόμη. Μπορώ να σου βρω χίλιους λόγους για ν’ αφήσεις πίσω σου τον πολιτισμό της κινητής τηλεφωνίας και του ιμέιλ και να ‘ρθεις να ζήσεις εδώ, μέσα σ’ ένα λεωφορειόσπιτο. Το ερώτημα είναι γιατί εγώ δεν το ’χω κάνει ακόμα. Και η απάντηση είναι ότι το θεωρώ παραίτηση και φυγομαχία. Αλλά, το να ρίχνεις στη σχισμή ένα ψηφοδέλτιο, κι αυτό ως μη χείρον, κάθε τέσσερα χρόνια τι είναι; Αντίσταση; Μην τρελαθούμε κι όλας!


Στο χωριό συχνά πυκνά είχανε εμφύλιες κόντρες και φαγωμάρες για βοσκοτόπια, για χωράφια, ξέρεις, για όλ’ αυτά που συχνά-πυκνά τα ανάγουν σε κομματικές αντιπαραθέσεις. Και τότε ο δικός σου πήρε την απόφαση να βάλει υποψηφιότητα για πρόεδρος της κοινότητας. Και βγήκε! Δεν σου λέω τίποτα! Φωνάζει, που λες, τα δυο στρατόπεδα, τους στρώνει ένα γερό φαγοπότι στην πλατεία, τους μεθάει και τους συμφιλιώνει...              

Ένα κοπάδι από πρόβατα μου κόβει το δρόμο. Πάντα έτσι γίνεται: ένα κοπάδι από πρόβατα να μου κόβει το δρόμο. Κι ένα τσοπανόσκυλο μπάτσος να μου χαλάει κάθε διάθεση να βγω απ το τζιπ για να τα φωτογραφήσω. Γι αυτό υπάρχουν τα τσοπανόσκυλα. Για να τηρούν απαρεγκλίτως την τάξη (ή την αταξία) που συνιστά το σύστημα. Το όποιο σύστημα. Θα βρω όμως τον τρόπο.                                       

Ο Θανάσης έχει κι άλλους πελάτες στο μαγαζί κι εγώ δυσκολεύομαι να βρω ένα καλό τέλος για τη μυθιστορία μου. Ίσως και να μη χρειάζεται κανένα τέλος αφού αυτή η ιστορία επαναλαμβάνεται κι εδώ και κει και παραπέρα, και χτες και αύριο. Ο αναχωρητής τους συμφιλίωσε αρκετές φορές μέχρι που βαρέθηκε αυτό το ρόλο και ξανακλείστηκε στο καβούκι του. Στο λεωφορείο του. Και στον εαυτό του. Ώσπου μια μέρα τον βρήκαν τέζα. Ανακοπή καρδιάς αποφάνθηκαν. Ιδού ένα τέλος.

Πέρασε και το τελευταίο πρόβατο. Ο δεκαπεντάχρονος Αλβανός τσοπάνης μου ’πε γειά σου, έριξα την πρώτη στο κιβώτιο των ταχυτήτων  και ξεκίνησα. Για πού;





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου