Ένα διήγημα του Αντώνη Κακάρα, απ’ τη Γραβιά, στο σημερινό Ριζοσπάστη. Επίκαιρο και με έντονο τοπικό ενδιαφέρον.
Ο Σταμάτης πείσθηκε πως στην πόλη θα ‘χει τύχη καλύτερη, του το ‘λεγε εξάλλου ο μπάρμπας του αυτοπροσώπως, θα σταμάταγε να ξεχερσώνει χειμώνα καλοκαίρι το λόγγο, Θα ‘χω κατά τας εορτάς τουλάχιστον σχόλη επομένως και μίαν ευκαιρίαν διά τα κορίτσια, σκέφτηκε, όχι πάντα βέβαια γιατί κάτι έπρεπε να βάζει στην μπάντα από το μεροκάματο, άλλο αν τελικά του ‘ρχονταν ίσα βάρκα ίσα νερά.
Πέρναγε ο καιρός, τα ‘βαλε κάτω, προβληματίστηκε. Βαρέθηκε να περιμένει τις ...
καλύτερες μέρες και θυμήθηκε τη φοράδα του, το χωριό του, τα πανηγύρια, το καφενείο, όλα μ’ αυτήν ακριβώς τη σειρά τριβέλιζαν πια το μυαλό του, μνήμες κατανοητές του γνήσιου και απλού, που ευτυχώς παρέμενε καθαρός και αμόλυντος. Δε δίστασε επομένως, και αφού είχε μάθει να λέει τα σύκα σύκα, χωρίς δεύτερη κουβέντα. Έχετε υγείαν, τους είπε και αποσβολώθηκε ο μπάρμπας του. Πού πας παιδί μου. Επιστρέφω εις προτέραν εργασίαν μου θείε, πλέον ξεκούραστο είναι να ξεχερσώνω το λόγγο, έχω και το καφενείον κατά τας Κυριακάς, εδώ εργάζομαι αδιαλείπτως και εισέτι παραμένω εργάτης αγνοών ακριβώς τι είδους, δεν επιθυμώ τοιαύτην προκοπήν. Μα παιδί μου, οι γονείς σου... Οι γονείς μου θα χεστούν απ’ τη χαρά τους, μπάρμπα, του ξέφυγε παραδόξως και αναφωνώντας. Γεια και χαρά σας Σαλονικιώτισσες (τζάμπα το δέχονταν το θηρίο παλικάρι, τζάμπα τον γλένταγαν, αφότου τον μύησαν οι ατσίδες της αγοράς στις γυναικοδουλειές, εν τούτοις τίποτα δεν τον κράταγε, καίτοι απολάμβανε τον έρωτα επαναλαμβάνοντας. Αναγκαίον το σεξ, βεβαίως είναι αναγκαίον και διά την υγείαν), και το ‘σκασε τελικά με το τρένο τραγουδώντας την Ιτιά. Βγάζει το κεφάλι απ’ το παράθυρο να δροσιστεί ο Σταμάτης, με το έμπα στη στοά εκεί περί το Λιανοκλάδι, εκτός που καταμαύρισε απ’ την καπνιά, του φεύγει η τραγιάσκα, Ο πίλος μου, ο πίλος μου κραύγαζε με απόγνωση και του ‘μεινε του καλού ανθρώπου να το λένε, κοντά στ’ άλλα τα ωραία, μέχρι σήμερα.
καλύτερες μέρες και θυμήθηκε τη φοράδα του, το χωριό του, τα πανηγύρια, το καφενείο, όλα μ’ αυτήν ακριβώς τη σειρά τριβέλιζαν πια το μυαλό του, μνήμες κατανοητές του γνήσιου και απλού, που ευτυχώς παρέμενε καθαρός και αμόλυντος. Δε δίστασε επομένως, και αφού είχε μάθει να λέει τα σύκα σύκα, χωρίς δεύτερη κουβέντα. Έχετε υγείαν, τους είπε και αποσβολώθηκε ο μπάρμπας του. Πού πας παιδί μου. Επιστρέφω εις προτέραν εργασίαν μου θείε, πλέον ξεκούραστο είναι να ξεχερσώνω το λόγγο, έχω και το καφενείον κατά τας Κυριακάς, εδώ εργάζομαι αδιαλείπτως και εισέτι παραμένω εργάτης αγνοών ακριβώς τι είδους, δεν επιθυμώ τοιαύτην προκοπήν. Μα παιδί μου, οι γονείς σου... Οι γονείς μου θα χεστούν απ’ τη χαρά τους, μπάρμπα, του ξέφυγε παραδόξως και αναφωνώντας. Γεια και χαρά σας Σαλονικιώτισσες (τζάμπα το δέχονταν το θηρίο παλικάρι, τζάμπα τον γλένταγαν, αφότου τον μύησαν οι ατσίδες της αγοράς στις γυναικοδουλειές, εν τούτοις τίποτα δεν τον κράταγε, καίτοι απολάμβανε τον έρωτα επαναλαμβάνοντας. Αναγκαίον το σεξ, βεβαίως είναι αναγκαίον και διά την υγείαν), και το ‘σκασε τελικά με το τρένο τραγουδώντας την Ιτιά. Βγάζει το κεφάλι απ’ το παράθυρο να δροσιστεί ο Σταμάτης, με το έμπα στη στοά εκεί περί το Λιανοκλάδι, εκτός που καταμαύρισε απ’ την καπνιά, του φεύγει η τραγιάσκα, Ο πίλος μου, ο πίλος μου κραύγαζε με απόγνωση και του ‘μεινε του καλού ανθρώπου να το λένε, κοντά στ’ άλλα τα ωραία, μέχρι σήμερα.
Με ανανεωμένη την ορμή έπεσε ο Σταμάτης στα ξεχερσώματα που γρήγορα τα σάρωσε, και ξεκίνησε να δουλεύει ως αγρότης πια και να χαίρεται σαν αλώνιζε και θάμαζε το στάρι και το κριθάρι που μάζευε. Τώρα ήταν και ιδιοκτήτης γης, αφού μοίρασαν και τα ποτιστικά της Παναγίας που λέγαμε, γιατί μεσολάβησαν κάτι εκλογές και το καλοσκέφτηκαν ως χρήσιμο και αποτελεσματικό μέτρο.
Ανοιγαν όμως κάτι τρυπάρες στο ωραίο το βουνό και βγάζανε βωξίτη που θα ‘τρεχαν τα σάλια των αφεντάδων σίγουρα, οπότε κατέφτασαν στο ήσυχο χωριό οι επιστάτες, Να ‘ρθείτε να δουλέψετε στα μεταλλεία, είναι καλύτερα, λέγανε στους αγρότες που ‘βγαζαν το κρασί τους και συναγωνιζόντουσαν ποιος κάνει το νοστιμότερο. Μα πώς είναι καλύτερα στις τρύπες, θα πεθάνουμε εκεί μέσα, ούτε ήλιο δε θα βλέπουμε. Βρε όρνια είναι καλύτερα σας λέμε, πιο δροσερά το καλοκαίρι που δε θα σας βαράει κατακούτελα ο ήλιος, πιο ζεστά το χειμώνα, ελάτε να παίρνετε μεροκάματο, να βγάλετε και σύνταξη να την αράξετε, έχει κανείς τσοπάνος ή γεωργός σύνταξη, εσείς θα κάθεστε και θα πληρώνεστε τζάμπα μετά, ναι τζάμπα θα πληρώνεστε, μπρος. Κι ήρθαν τα πάνω κάτω χαλώντας την προαιώνια ισορροπία ζευγάδων, ζωντανών και γης.
Κι ανέβαινε ο Σταμάτης στο ανοιχτό φορτηγό χειμώνα καλοκαίρι με τον κασμά και το λοστό, γιατί τα εργαλεία τα ‘φερναν οι εργάτες, και μέρα νύχτα δούλευαν τρεις οχτάωρες βάρδιες, να πηγαίνει το μετάλλευμα από τα σωθικά του ψηλού βουνού στην παραλία, να φεύγει για έξω να γενεί αλουμίνιο, ν’ αλλάζουν οι νοικοκυρές τα μπακίρια με τ’ αλουμινένια κατσαρολικά και τα πλαστικά αργότερα, ορίστε η πρόοδος, ο θεός να την κάνει τέτοια. Ηταν τόση η λύσσα για μεγάλο και εύκολο κέρδος που τους έβαζαν και ξύριζαν αλύπητα τις επιφάνειες από το μοιραίο κόκκινο υλικό, γεμάτος ο τόπος εκείνος απ’ αυτό, εξαφανίζονταν απ’ τη μια στιγμή στην άλλη τα δάση που ‘ταν παράδεισος να τα περπατάς, άσε τις πηγές και τα ζωντανά που χάθηκαν με τις ανατινάξεις που κούναγαν και τα σπίτια συθέμελα, εξαφανίσθηκαν τα χώματα με τις βροχές, φαλάκριναν κορφές και πλαγιές, ενώ σκέτο σουρωτήρι γίνηκε όλο το βουνό απ’ τις στοές, ούτε τώρα γνωρίζει κανείς πόσες είναι έξω απ’ τους ιδιοκτήτες των μεταλλείων και κάποιους σπογγοκωλάριους, σκάβανε οι ανθρώποι χωρίς σταματημό και φαντάζονταν το στερεό βουνό τους σαν το τυρί αυτό το ξενόφερτο που βρωμάει μα είναι, σου λέει, νόστιμο.
Το βουνό όμως έχασε όλη του τη νοστιμάδα, και ο Σταμάτης όπως και οι υπόλοιποι, από εργάτης γης, πριν προλάβει να γενεί καλά καλά αγρότης, γίνηκε πάλι εργάτης γης, δικιάς του δηλαδή, αφού οι πλαγιές που τρύπαγαν με μανία ήταν του χωριού του, αλλά την εκμεταλλεύονταν ξένοι. Το μόνο καλό ήταν τα σύρματα απ’ τις ανατινάξεις με την κραυγή «βάρδα φουρνέλοοοοο», που τα περίμεναν τα παιδιά με λαχτάρα να τα φέρουν οι πατεράδες τους σ’ όλα τα χρώματα και τα ‘καναν παιγνίδια, πάει να πει αλυσίδες, καρότσια, καλαθάκια τέτοια αριστουργήματα να γλείφεσαι.
Να ζητήσουμε αύξηση παιδιά, να κάνουμε απεργία μωρέ να δούμε άσπρη μέρα. Σωπάστε βρε, θα χάσουμε τις δουλειές μας, θα χάσουμε τις συντάξεις, θα βρουν έτοιμες θέσεις να βολευτούν τα παιδιά μας βλάκες, ορίστε ανοίγουν και δρόμους. Ναι αλλά τους ανοίγουν για να φτάσουν στα υπόλοιπα κοιτάσματα. Ναι αλλά δίνουν και τζάμπα στις κοινότητες υλικό για τους δικούς τους δρόμους. Ναι αλλά δεν έπρεπε να δίνουν κι ένα ποσοστό απ’ τα κέρδη, αυτοί θησαύρισαν, και μας πετάνε ψίχουλα. Ναι αλλά και μεις ξεφύγαμε από τη σκλαβιά να οργώνουμε τη γη και βγάζουμε και μεροκάματο. Βρε η γη που οργώνατε ήταν δική σας, τ’ αμπέλια τα εγκαταλείψατε σιγά σιγά, τα μπαΐρια πληθύνανε, ο λόγγος άρχισε πάλι ν’ απλώνεται, άσε πια το βουνό μας με τις πηγές και τα δάση του που γινήκανε ρημαδιό, αυτά δεν τα βλέπετε;
Τα ‘βλεπαν μα τι να πουν που ‘χαν κάπως καλομάθει, είχαν αρχίσει κιόλας οι πρώτοι πρώτοι να παίρνουν κάποια σύνταξη με τα χρόνια, να και ο Σταμάτης να ‘χει πεθυμήσει τα χωράφια του, ήρθε η σειρά του να κάθεται να πληρώνεται τζάμπα, καθώς του ‘χανε πει, ξανάπιασε τον κασμά να κάνει τ’ αμπέλι που ‘χε φουντώσει απ’ τα βάτα, δεν πρόλαβε γιατί είχε πια μεγαλώσει και κείνη τη δύναμη που νόμιζε ανεξάντλητη, κατάλαβε πως την έχανε γρήγορα.
Λείψανε όμως οι παντιέρες
Κατέφτασαν εν τω μεταξύ τα μηχανήματα στο μεταλλείο, ορίστε οι πρώτες απολύσεις. Μα εσείς λέγατε πως, ξέρω ‘γω, και τα παιδιά μας. Ναι αλλά η πρόοδος... Ξεκίνησαν να φεύγουν τα παιδιά για τις πόλεις να γίνουν σερβιτόροι, οικοδόμοι, μικροπωλητάδες, στέγνωσε το χωριό, από τρεις χιλιάδες στρέμματα τ’ αμπέλια ζήτημα είναι αν σήμερα είναι πενήντα όλα κι όλα, ο κάμπος μπαΐριασε ολόκληρος σχεδόν, εξαφανίσθηκε το επάγγελμα και του εργάτη γης και του γεωργού. Ναι αλλά η Ευρωπαϊκή Ένωση... Βρε δε με χέζεις με την Ένωση, το ζούμε το χαΐρι της άσε με κάτω, εσύ βλέπεις που χάθηκαν ακόμα και τα κήπια με τα ζαρζαβατικά που μοσχοβόλαγε ο τόπος...
Κι απομείνανε οι ελάχιστοι να λένε στα άδεια καφενεία τις ιστορίες και να θυμούνται. Ξέρεις πως ο Μπάρμπα Γιάννης ο Άγιος είχε πάει σε δίκη. Ο παππούς μου, μα πώς γίνεται. Περνούσε με το γαϊδαράκο του στην πλατεία και κει πάνω στύλωσε το ζωντανό τα ποδάρια του, δεν το κουνούσε ρούπι, Βρε αμάν βρε ζαμάν τίποτε ο γάιδαρος, μάνισε ο παππούς και στο ζόρι τού τραβάει μια δαγκωνιά στ’ αυτί του γαϊδάρου όλη δική του, τον είδε όμως ο ειρηνοδίκης να η καταγγελία, κατάλαβες εσύ, για σκληρότητα κατά κτήνους, μάλιστα. Και το βουνό που δάγκωσαν αυτοί και χάθηκαν όλα τα ζωντανά κι όλα τα φυτά και τα νερά και γίναμε εργάτες στην ξενιτιά, αυτό δεν είναι έγκλημα, τι είναι δηλαδή, φώναζε ο Ρόμπολος...
Και ρωτάω, τελειώνει έτσι αυτή η ιστορία η μελαγχολική. Ναι έτσι τελειώνει μελαγχολικά, γιατί η αλήθεια τέτοια είναι κι όχι καλύτερη, γιατί όταν φωνάζανε κάμποσοι. Ελάτε ρε ν’ απεργήσουμε μπας και φτιάξουν τα μεροκάματα, μπας και σταματήσουν να ξυρίζουν την επιφάνεια, μπας και σταματήσουν αυτήν την καταστροφή, τότε κάποιοι άλλοι λέγανε πως αυτά είναι κομμουνιστικά, πως τα παιδιά μας δε θα βρουν δουλειά με απεργίες. Μόνο μελαγχολικά τα λες εσύ τα πράματα, άι στο διάολο και με την κρίση τους, να σηκώσουμε καμιά παντιέρα μωρέ, να προκάμουμε το σέβας των παιδιών μας, να πορέψουμε αντάμα το ριζικό μας, να γελάσει το χείλι μας...
Από http://tomantri.blogspot.com
Από http://tomantri.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου