Σελίδες

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

28η Οκτωβρίου 1940: Το «Όχι» του λαού και το καθεστώς του Μεταξά

Ο Με­τα­ξάς υπο­δέ­χε­ται στην Αθήνα τον Γιό­ζεφ Γκέ­μπελς
στις 20 Σε­πτέμ­βρη 1936
Παναγιώτης Λίλλης | 27.10.2015

Γιατί κάθε χρο­νιά τόση επι­μο­νή των φα­σι­στών και των αστι­κών δυ­νά­με­ων, όλων των απο­χρώ­σε­ων, για τον Ι.Με­τα­ξά και την επέ­τειο του Όχι; Τι ήταν τε­λι­κά ο Με­τα­ξάς; Ήταν ο με­γά­λος πα­τριώ­της ηγέ­της που οδή­γη­σε όλο το έθνος στις κρί­σι­μες στιγ­μές του 1940;
Το κα­θε­στώς της 4ης Αυ­γού­στου 1936
Όταν ο Με­τα­ξάς κα­τέ­λα­βε την εξου­σία με πρα­ξι­κό­πη­μα και διέ­λυ­σε την κοι­νο­βου­λευ­τι­κή δη­μο­κρα­τία, ήταν ήδη πρω­θυ­πουρ­γός με τη στή­ρι­ξη των δύο με­γά­λων αστι­κών κομ­μά­των της επο­χής –το κόμμα των Φι­λε­λευ­θέ­ρων (βε­νι­ζε­λι­κοί) και των Λαϊ­κών (μο­ναρ­χι­κοί)– όπως και του βα­σι­λιά Παύ­λου.
Ο τε­λευ­ταί­ος είχε επα­νέλ­θει στην εξου­σία με το νόθο δη­μο­ψή­φι­σμα του 1934. Και ενώ η βουλή ...
έκανε κα­λο­και­ρι­νές δια­κο­πές μα­κράς διαρ­κεί­ας, στις 5 Αυ­γού­στου θα ξε­κι­νού­σε μια με­γά­λη γε­νι­κή απερ­γία, σε μια συ­γκυ­ρία που ση­μα­δευό­ταν ήδη από το ξέ­σπα­σμα του ισπα­νι­κού εμ­φυ­λί­ου πολέμου.
Το προ­λη­πτι­κό πρα­ξι­κό­πη­μα του Με­τα­ξά στις 4 Αυ­γού­στου επι­βλή­θη­κε για να τσα­κί­σει το ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα κα­ταρ­χήν και, στα χρό­νια που ακο­λού­θη­σαν, πα­ρέ­λυ­σε με συ­στη­μα­τι­κή κα­τα­στο­λή τη δράση της Αρι­στε­ράς και ιδιαί­τε­ρα του ΚΚΕ.
Το κα­θε­στώς που εγκα­θι­δρύ­θη­κε από το πρα­ξι­κό­πη­μα της 4ης Αυ­γού­στου δεν απεί­χε  κα­θό­λου απ’ τις σκέ­ψεις και τις επι­θυ­μί­ες των φι­λε­λεύ­θε­ρων-δη­μο­κρα­τών αντι­πά­λων του Με­τα­ξά. Πίστη στη μο­ναρ­χία, σαν το βα­σι­κό κέ­ντρο εξου­σί­ας, αλλά και μια φα­σι­στι­κή ή έστω μια δι­κτα­το­ρι­κή κυ­βέρ­νη­ση για να «θε­ρα­πεύ­σει την κρίση», όπως υπο­στή­ρι­ζε η κε­ντρώα εφη­με­ρί­δα «Ελεύ­θε­ρο Βήμα».
Ο Βε­νι­ζέ­λος είχε ξε­κα­θα­ρί­σει με το πα­ρελ­θόν του και, λίγο πριν πε­θά­νει (1936), είχε γίνει οπα­δός της μο­ναρ­χί­ας, ενώ ο Πλα­στή­ρας, ο στρα­τιω­τι­κός ηγέ­της των βε­νι­ζε­λι­κών, ήταν ήδη από καιρό γνω­στός ως θαυ­μα­στής του Μου­σο­λί­νι. Ο δε Πά­γκα­λος ζη­τού­σε για εθνι­κούς λό­γους μια κυ­βέρ­νη­ση φι­λο­γερ­μα­νι­κή, για να κα­τα­λή­ξει στα χρό­νια της κα­το­χής δο­σί­λο­γος.
Η υπό­λοι­πη ηγε­σία των βε­νι­ζε­λι­κών δια­κρι­νό­ταν όπως πάντα για τη «σω­φρο­σύ­νη» και όχι για το θάρ­ρος της και η υπο­τα­γή στο κα­θε­στώς ήταν πε­ρισ­σό­τε­ρο από δε­δο­μέ­νη.
Μόνο ο Π.Τσαλ­δά­ρης, ο ηγέ­της του Λαϊ­κών, και μια μικρή με­ρί­δα γύρω του αντι­τάσ­σο­νταν στα δι­κτα­το­ρι­κά σχέ­δια του Με­τα­ξά, αλλά ο θά­να­τός του το Μάη του 1936 απο­τέ­λειω­σε και την τε­λευ­ταία πι­θα­νό­τη­τα μιας οποιασ­δή­πο­τε αστι­κής  δη­μο­κρα­τι­κής αντι­πο­λί­τευ­σης.
Έτσι κι αλ­λιώς, οι επι­χει­ρη­μα­τι­κοί όμι­λοι και ο με­γά­λος αστι­κός Τύπος υπο­δέ­χτη­καν θε­τι­κά απ’ την αρχή τη με­τα­ξι­κή δι­κτα­το­ρία.
Κα­τα­στο­λή
Το κα­θε­στώς, βα­δί­ζο­ντας το δεύ­τε­ρο μισό της δε­κα­ε­τί­ας του 1930, τσά­κι­σε τη μα­ζι­κή αντί­στα­ση από τα κάτω και κα­τόρ­θω­σε να εκ­μη­δε­νί­σει το ΚΚΕ ορ­γα­νω­τι­κά. Το τε­λευ­ταίο «άπαρ­το κά­στρο» ήταν οι 2.000 πο­λι­τι­κοί  κρα­τού­με­νοι που δεν είχαν υπο­γρά­ψει καμία δή­λω­ση με­τα­νοί­ας και πα­ρέ­με­ναν αλύ­γι­στοι...
Ο Με­τα­ξάς, με αυτό τον τρόπο, ανα­δεί­χτη­κε ηγέ­της της άρ­χου­σας τάξης. Ήταν ένας ηγέ­της που αντι­στοι­χού­σε στη μι­κρο­ψυ­χία και τον και­ρο­σκο­πι­σμό της, σε μια εποχή που την έζω­ναν οι φόβοι του κο­μου­νι­σμού και η απει­λή του πο­λέ­μου.
Ο Γ.Βλά­χος, εκ­δό­της της «Κα­θη­με­ρι­νής», είχε αμ­φι­σβη­τή­σει τον πα­τριω­τι­σμό και τη γεν­ναιό­τη­τα του Με­τα­ξά, που την ώρα της μι­κρα­σια­τι­κής κα­τα­στρο­φής πα­ζά­ρευε την  πρω­θυ­πουρ­γία. Τον Αύ­γου­στο του 1922 έγρα­φε: «...Αλλά η Ελλάς... αν δεν είχε ερ­γα­σί­αν, θα έπαιρ­νε την σκού­παν και θα του έλεγε εκεί... Φύγε απ’ εδώ, Άν­θρω­πε μικρέ,  που πε­ρί­με­νες να κα­τα­σκευά­σης πρω­θυ­πουρ­γι­κόν φράκο από τα ράκη. Φύγε από εδώ, ανυ­πό­τα­κτε στρα­τιώ­τα των ανα­γκών μου, αυ­τό­κλη­τε κη­δε­μό­να της ατυ­χί­ας μου, τέ­κνον άχρη­στον, άν­θρω­πε μηδέν...». Η αστι­κή τάξη όμως δεν είχε κά­ποιον κα­λύ­τε­ρο.
Ο Β΄ Πα­γκό­σμιος Πό­λε­μος, που ξέ­σπα­σε το 1939, δεν ήταν δια­φο­ρε­τι­κός στα κί­νη­τρα και στους σκο­πούς του από τον προη­γού­με­νο. Οι ανα­κα­τα­τά­ξεις ισχύ­ος και ο αντα­γω­νι­σμός των με­γά­λων δυ­νά­με­ων δεν αντι­στοι­χού­σαν πια στις πα­λιές ισορ­ρο­πί­ες του 1919.
Η να­ζι­στι­κή Γερ­μα­νία ασφυ­κτιού­σε στα στενά της όρια και διεκ­δι­κού­σε σαν ζω­τι­κό της χώρο  ολό­κλη­ρη την Ευ­ρώ­πη. Οι πα­λιές αυ­το­κρα­το­ρι­κές δυ­νά­μεις, Αγ­γλία και Γαλ­λία, οι νι­κή­τριες του Α΄ Πα­γκό­σμιου Πο­λέ­μου, εγ­γυού­νταν το παλιό status quo. Οι ΗΠΑ ήθε­λαν να επι­βε­βαιώ­σουν την πα­γκό­σμια  ηγε­μο­νία τους όχι μόνο οι­κο­νο­μι­κά, αλλά και  στρα­τιω­τι­κά. Μόνο ένας πό­λε­μος μπο­ρού­σε να δώσει λύση στις αγε­φύ­ρω­τες  ιμπε­ρια­λι­στι­κές αντι­θέ­σεις και η έκρη­ξή του ήταν ανα­πό­φευ­κτη.
Σ’ αυτό το παζλ των αντα­γω­νι­σμών ο ρόλος της φα­σι­στι­κής Ιτα­λί­ας, σαν ιμπε­ρια­λι­στι­κής δύ­να­μης, ήταν από την αρχή πε­ρι­φε­ρεια­κός και τα αυ­το­κρα­το­ρι­κά της όνει­ρα είχαν κέ­ντρο την κυ­ριαρ­χία στη Με­σό­γειο. Η κα­τά­κτη­ση της Ελ­λά­δας, συμ­μά­χου της Αγ­γλί­ας στην πε­ριο­χή, ήταν η προ­ϋ­πό­θε­ση για τις φι­λο­δο­ξί­ες της.
Για το μο­ναρ­χι­κό κα­θε­στώς και τη λε­γό­με­νη «εθνι­κή κυ­βέρ­νη­ση» δεν υπήρ­ξε ποτέ ζή­τη­μα δι­λήμ­μα­τος το αν θα ήταν μαζί με τις δυ­νά­μεις του Άξονα (Γερ­μα­νία, Ιτα­λία, Ια­πω­νία) ή με το λε­γό­με­νο αντι­φα­σι­στι­κό μπλοκ (ΗΠΑ, Αγ­γλία, Γαλ­λία, Ρωσία). Η επι­λο­γή ήταν από την αρχή ξε­κά­θα­ρη.
Ακόμη και ο Με­τα­ξάς, που φα­ντα­σιω­νό­ταν τον εαυτό του σαν έναν έλ­λη­να Χί­τλερ, ούτε καν σκέ­φτη­κε ότι μπο­ρού­σε να πα­ρα­κάμ­ψει τα πραγ­μα­τι­κά συμ­φέ­ρο­ντα και τις δε­σμεύ­σεις της τάξης του. Όταν ο πρέ­σβης της Ιτα­λί­ας του επέ­δω­σε το τε­λε­σί­γρα­φο, κρά­τη­σε μια στάση που αρ­γό­τε­ρα με­τα­πλά­στη­κε απ’ τον Τύπο της επο­χής στο πε­ρι­βό­η­το Όχι.
Αι­τί­ες
Δύο μέρες αρ­γό­τε­ρα (30 Οκτω­βρί­ου 1940), ο Με­τα­ξάς απο­κά­λυ­ψε (ανα­κοί­νω­σις του Πρω­θυ­πουρ­γού Ι.Με­τα­ξά προς τους ιδιο­κτή­τας και αρ­χι­συ­ντά­κτας του Αθη­ναι­κού τύπου εις το Γε­νι­κόν Στρα­τη­γεί­ον) τις πραγ­μα­τι­κές δυ­νά­μεις που επέ­δω­σαν την εντο­λή στον κυ­βερ­νή­τη και αυτός την εκ­φώ­νη­σε στον ιταλό πρέ­σβη. Ήταν η συ­νταύ­τι­ση της ελ­λη­νι­κής άρ­χου­σας τάξης με τα συμ­φέ­ρο­ντα της Αγ­γλί­ας και ο φόβος του ελ­λη­νι­κού λαού: «...Φυ­σι­κά δεν ήτο δύ­σκο­λον να προ­βλέ­ψη κα­νείς ότι εις μίαν τοιαύ­την πε­ρί­πτω­σιν –αν έλεγε Ναί αντί για Όχι– οι Άγ­γλοι θα έκο­βαν και αυτοί τα πόδια της Ελ­λά­δος. Και με το δί­καιόν των... Αλλά τότε ο Ελ­λη­νι­κός λαός δι­καί­ως θα ετάσ­σε­το ενα­ντί­ον της κυ­βερ­νή­σε­ως... το Έθνος ου­δέ­πο­τε θα συ­νε­χώ­ρει εις τον Βα­σι­λέα και την Εθνι­κήν Κυ­βέρ­νη­σιν της 4ης Αυ­γού­στου τοιαύ­την πο­λι­τι­κήν... Διότι είναι η πο­λι­τι­κή του συ­νταυ­τι­σμού της Ελ­λά­δος με την τύχην της δυ­νά­με­ως, δια την οποί­αν η θά­λασ­σα είναι ανέ­κα­θεν, όπως και διά την Ελ­λά­δα, όχι το εμπό­διον που χω­ρί­ζει, αλλά η υγρά λε­ω­φό­ρος που συν­δέ­ει... Δια την Ελ­λά­δα η Αγ­γλία είναι η φυ­σι­κή φίλη και επα­νει­λημ­μέ­νως εδεί­χθη προ­στά­τρια, ενί­ο­τε δε η μόνη προ­στά­τρια».
Οι πό­λε­μοι, όπως και οι επα­να­στά­σεις, είναι οι πιο ση­μα­ντι­κές τομές στη ζωή των λαών. Είναι το πέ­ρα­σμα  από μια παλιά εποχή στην και­νούρ­για μέσα από μια με­τά­βα­ση χα­ο­τι­κή, αι­μα­τη­ρή, συ­γκλο­νι­στι­κή. Η εμπει­ρία του πο­λέ­μου συλ­λο­γι­κή, μα­ζι­κή και ακραία, είναι εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κή από την κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα της ει­ρη­νι­κής ζωής.
Ακρι­βώς αυτή η εμπει­ρία των μαζών στο μέ­τω­πο δη­μιούρ­γη­σε ένα βαθύ και αγε­φύ­ρω­το χάσμα ανά­με­σα στο κα­θε­στώς και τους απλούς φα­ντά­ρους. Όσο ο πό­λε­μος συ­νε­χι­ζό­ταν και περ­νού­σε ο και­ρός, το ερώ­τη­μα γιατί δεν έχου­με νι­κή­σει ακόμη, ενώ νι­κά­με στα πεδία των μαχών, γι­νό­ταν όλο και πιο πιε­στι­κό και δια­βρω­τι­κό.
Η αρ­χι­κή απο­ρία, μαζί με το αι­μα­τη­ρό αδιέ­ξο­δο στο μέ­τω­πο, έστρε­ψαν τα βλέμ­μα­τα όλων προ το Γε­νι­κό Επι­τε­λείο. Η αί­σθη­ση της εγκα­τά­λει­ψης και οι υπο­ψί­ες για προ­δο­σία είχαν αρ­χί­σει να κυ­ριεύ­ουν τους εφέ­δρους. Ο Με­τα­ξάς πρό­λα­βε να πε­θά­νει, πριν οι υπο­ψί­ες γί­νουν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.
Ο ιτα­λι­κός στρα­τός εξα­πέ­λυ­σε την τε­λευ­ταία του επί­θε­ση στο μέ­τω­πο το Μάρτη του 1941. Ήταν η λε­γό­με­νη εα­ρι­νή επί­θε­ση που κα­τέ­λη­ξε σε πλήρη απο­τυ­χία, με χι­λιά­δες νε­κρούς και από τις δύο πλευ­ρές. Ο πό­λε­μος είχε πάψει από καιρό να είναι μια ιπ­πο­τι­κή πε­ρι­πέ­τεια για τη δόξα. Στις 6 του Απρί­λη επι­τέ­θη­κε στην Ελ­λά­δα ο γερ­μα­νι­κός στρα­τός.
Αλλά ενώ η αντί­στα­ση συ­νε­χι­ζό­ταν, μια δράκα ανώ­τε­ρων αξιω­μα­τι­κών, με επι­κε­φα­λής τον στρα­τη­γό Τσο­λά­κο­γλου, υπέ­γρα­ψε τη συν­θη­κο­λό­γη­ση του στρα­τού στις 20 Απρί­λη. Ήταν ένα πα­ρά­πτω­μα που σε καιρό πο­λέ­μου θε­ω­ρεί­ται εσχά­τη προ­δο­σία και τι­μω­ρεί­ται κα­τευ­θεί­αν με εκτε­λε­στι­κό από­σπα­σμα ... Ο ίδιος ο τσο­λά­κο­γλου, λίγες μέρες μετά, ορ­κί­στη­κε σαν ο πρώ­τος δο­σί­λο­γος πρω­θυ­πουρ­γός της χώρας.
Την ίδια ώρα, ο βα­σι­λιάς Παύ­λος εγκα­τέ­λει­πε τη χώρα σαν λι­πο­τά­κτης, κα­τα­φεύ­γο­ντας στο Κάιρο. Έτσι η άρ­χου­σα τάξη της χώρας δια­σπά­στη­κε ανά­με­σα στους γερ­μα­νό­φι­λους συμ­βι­βα­σμέ­νους και τους αγ­γλό­φι­λους λι­πο­τά­κτες.
Το κενό που άφη­σαν οι δύο αστι­κές κλί­κες ήρθε να κα­λύ­ψει η ίδρυ­ση του ΕΑΜ, που ήταν η απά­ντη­ση των λαϊ­κών μαζών στην προ­δο­σία και την κα­το­χή. Ήταν η «εθνι­κή ηγε­σία» των νέων και­ρών από την πλευ­ρά των από κάτω... και αυτή τη φορά ήταν πραγ­μα­τι­κή.

http://rproject.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου