Σελίδες

Πέμπτη 2 Μαΐου 2013

Νομισματική ή ταξική πολιτική για την Αριστερά;


του Δημήτρη Γκορίτσα
Η χρεοκοπία του «αριστερού ευρωπαϊσμού» και οι αυταπάτες για τη δραχμή
 
Η κατάληξη του σήριαλ, από το ναι του προέδρου της Κύπρου Αναστασιάδη στο όχι της κυπριακής βουλής και μέσα σε λίγες μέρες ξανά στο ναι στις αποφάσεις των υπουργών οικονομικών της ευρωζώνης, σηματοδοτεί ένα ακόμα μεγάλο βήμα
στην εξέλιξη της κρίσης αποσύνθεσης της ευρωζώνης. Σηματοδοτεί ακόμα περισσότερο, μια ακόμα επιβολή του φορτώματος της κρίσης στις πλάτες των εργαζόμενων και των άλλων λαϊκών στρωμάτων που καλούνται και στην Κύπρο, μετά από τόσες άλλες χώρες, να πληρώσουν τα αδιέξοδα του συστήματος με απίστευτο πόνο και θυσίες. Οι εξελίξεις αυτές επιβάλλουν στην αριστερά, στο βαθμό που αυτή αξίζει το όνομά της και θέλει να εκφράσει τα συμφέροντα των εργαζόμενων και των κατώτερων τάξεων, να διδαχτεί από αυτές τις εξελίξεις, να επανεξετάσει την ανάλυσή της για την κρίση του καπιταλισμού και την φύση της ευρωζώνης, να ξανασχεδιάσει την τακτική και την στρατηγική της ώστε να χαράξει μια νικηφόρα εργατική διέξοδο από τη βαρβαρότητα του συστήματος...
Δυστυχώς η συζήτηση δεν ξεκινά από το ποια πολιτική και στρατηγική χρειάζεται η αριστερά αλλά με το ποιο νόμισμα είναι το καλύτερο. Λες και αν αύριο, ως δια μαγείας, όλη η αριστερά συμφωνούσε είτε με το ευρώ είτε με τη δραχμή, αυτό θα έλυνε όλες τις ανεπάρκειές της και θα εξασφάλιζε την νίκη. Προφανώς η όποια πολιτική θέση οφείλει να περιλαμβάνει και το ξεκαθάρισμα στο ζήτημα του νομίσματος, όμως το να ξεκινάει κανείς από το νόμισμα είναι σαν να βάζει το κάρο μπροστά από το άλογο.
Η πολιτική και ιδεολογική επίθεση που διεξάγει η άρχουσα τάξη ενάντια στα λαϊκά στρώματα, ενισχυμένη από το παράδειγμα της Κύπρου, δεν είναι απλά ποιο νόμισμα «θα μας σώσει», όπως σχηματοποιείται στη δημόσια συζήτηση. Η προπαγάνδα της άρχουσας τάξης πάει πολύ πιο βαθιά και διαβρώνει την λαϊκή αυτοπεποίθηση: το δίλημμα που θέτει είναι ανάμεσα «σε μια καταστροφική και σε μια λιγότερο καταστροφική λύση». Η λιτότητα, η ανεργία, οι θυσίες κάθε είδους, η καθημερινή βαρβαρότητα που βιώνουν τα λαϊκά στρώματα, είναι μονόδρομος και δεν μπορεί να ανατραπεί: αυτό είναι το μήνυμα που εκπέμπει το σύστημα, με ενισχυμένη ένταση μετά την αποτυχία του κυπριακού «όχι». Μπορούμε να ανατρέψουμε τη λιτότητα και την ανεργία; Αυτό είναι το δίλημμα στο οποίο η αριστερά οφείλει να απαντήσει και όχι με ποιο νόμισμα η λιτότητα θα είναι πιο «ήπια». Και για να γίνει αυτό είναι αναγκαία η κριτική στην «νομισματική» προσέγγιση της πολιτικής συζήτησης όπως αυτή διεξάγεται στην ελληνική αριστερά.

Ευρωπαϊκή η κρίση, ευρωπαϊκή και η λύση;

Η προπαγάνδα ότι «με το ευρώ θα τρώμε με χρυσά κουτάλια» ή, έστω, ότι «το ευρώ μας θωρακίζει από την κρίση», έχει πλέον καταρρεύσει κάτω από το βάρος της πραγματικότητας. Αυτό όμως δεν έχει καθόλου απαλλάξει ένα μεγάλο μέρος της αριστεράς από την «ευρωλαγνεία». Μετά τα γεγονότα της Κύπρου και τον αντίκτυπο που είχαν μέσα στον κόσμο της αριστεράς, ο Αλέξης Τσίπρας υποχρεώθηκε να στρίψει από τη θέση που είχε διατυπώσει πρόσφατα ότι «το ευρώ είναι το εθνικό μας νόμισμα», στην ψηφισμένη θέση του ΣΥΡΙΖΑ «καμιά θυσία για το ευρώ». Όμως αυτή η στροφή από μόνη της δεν είναι αρκετή για να αναιρέσει τις αυταπάτες του «ευρωπαϊσμού» και την όλο και πιο δεξιά και «ρεαλιστική» προσαρμογή της πολιτικής της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ που παρατηρήθηκε τους τελευταίους μήνες.
Η πλειοψηφία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, συνεχίζοντας την παράδοση του παλιού ΣΥΝ από τον οποίο προέρχεται, επιμένει να θεωρεί το ευρώ, όπως και την Ε.Ε., όχημα «διεξόδου» από την κρίση και απαραίτητο συστατικό μιας φιλολαϊκής πολιτικής. Ο «ευρωπαϊσμός» μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ έχει και δεξιές και αριστερές εκφράσεις αλλά η βασική αφήγηση αυτής της άποψης πάει χοντρικά ως εξής:
1) Η κρίση είναι συστημική και διεθνής (ή έστω ευρωπαϊκή) και επομένως δεν αντιμετωπίζεται με επιμέρους προγράμματα ανά χώρα αλλά είναι απαραίτητες οι «υπερεθνικές» λύσεις και η διεθνής συνεργασία για την διέξοδο από αυτήν. 2) Η μοίρα της Ελλάδας είναι συνυφασμένη με τη μοίρα της «Ευρώπης» γιατί η πολιτική του κεφαλαίου ενοποιεί υπό την κυριαρχία του όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Η Ε.Ε. και το ευρώ, αποτελούν συνεπώς μια διεθνή ένωση μέσω της οποίας μπορεί να αντιμετωπιστεί η κρίση σε ευρωπαϊκό επίπεδο – οποιαδήποτε πολιτική μονομερούς «εθνικής» σύγκρουσης με την Ε.Ε. και το ευρώ οδηγεί στο αδιέξοδο της εθνικής αναδίπλωσης και απομόνωσης. 3) Συνεπώς το ζήτημα είναι να αλλάξουμε την σημερινή αντιλαϊκή και νεοφιλελεύθερη πολιτική της Ε.Ε. σε φιλολαϊκή κατεύθυνση και τις όποιες ανισοτιμίες μεταξύ των διαφόρων χωρών να τις αντικαταστήσουμε με την ισότιμη συνεργασία. 4) Εργαλείο, αυτής της αλλαγής είναι η «σκληρή διαπραγμάτευση» εντός της ευρωζώνης από μια ή περισσότερες αριστερές κυβερνήσεις, με συμμαχία καταρχήν των χωρών του «ευρωπαϊκού νότου» που υποφέρει από τον «αντιλαϊκό βορρά» (και ενδεχομένως και με ευρύτερες «διεθνείς συμμαχίες» και «πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική»). Βασική υπόθεση αυτής της δυνατότητας «διαπραγμάτευσης» είναι ότι η διάλυση της ευρωζώνης δεν συμφέρει κανέναν και συνεπώς καμιά χώρα δεν πρόκειται να εξωθήσει μια άλλη έξω από την ευρωζώνη. 5) Στόχος αυτής της πολιτικής είναι η πλήρης ενοποίηση της Ε.Ε. στο πρότυπο των ΗΠΑ και μια φιλολαϊκή και αναπτυξιακή πολιτική σε όλη την Ευρώπη, στο πρότυπο του New Deal στις ΗΠΑ στην κρίση της δεκαετίας του ’30 ή με ένα νέο σχέδιο Μάρσαλ όπως έγινε τη δεκαετία του ’50. 6) Για τους πιο αριστερούς υποστηρικτές αυτής της αφήγησης, υπάρχει ένας ακόμα πιο απώτερος στόχος: η τελική μετατροπή της Ε.Ε. και της ευρωζώνης σε μια «σοσιαλιστική Ευρώπη», ένας «ευρωπαϊκός σοσιαλισμός» σε αντιδιαστολή υποτίθεται με έναν «εθνικά απομονωμένο σοσιαλισμό».
Η ανάλυση της κρίσης διεθνώς και στην ευρωζώνη ειδικότερα, έχει γίνει εκτενώς παλιότερα [1] και δεν είναι δυνατόν να επαναληφθεί σε αυτό το άρθρο. Αλλά κάποιες παρατηρήσεις πρέπει και μπορούν να γίνουν.
Μια τέτοια βασική παρατήρηση είναι ότι όλη η παραπάνω «ευρωπαϊστική» αφήγηση διαψεύδεται με όλο και πιο παταγώδη τρόπο από τα γεγονότα. Στην περίπτωση της Κύπρου είχαμε για μια ακόμα φορά την απόδειξη ότι εντός της ευρωζώνης, η κάθε χώρα καλείται να λύσει την κρίση μόνη της. Καμιά συνεργασία στην αντιμετώπιση της κρίσης δεν υπάρχει και αντίθετα καμιά χώρα δεν θέλει να αναλάβει το κόστος της διάσωσης μιας άλλης. Η λιτότητα που επιβάλλεται συστηματικά σε όλη την Ευρώπη, δεν εκφράζει καμιά υποτιθέμενη «ιδεολογική ενοποίηση» των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στα «νεοφιλελεύθερα δόγματα» -εκφράζει αντίθετα την «μοναξιά» της κάθε άρχουσας τάξης και της κάθε κυβέρνησης να ξεπεράσει την κρίση χωρίς ουσιαστική διεθνή βοήθεια, φορτώνοντας τα βάρη στους δικούς της εργαζόμενους σε κάθε χώρα. Επιπλέον στην περίπτωση της Κύπρου είχαμε και μια σημαντική ποιοτική διαφορά σε σχέση με τα προηγούμενα «προγράμματα διάσωσης» άλλων χωρών. Στα μνημόνια των χωρών που προηγήθηκαν, τα συμφέροντα και η ισχύς της άρχουσας τάξης έμειναν σχετικά αλώβητα: σχεδόν όλο το κόστος της κρίσης μεταφερόταν στην εργατική τάξη και στα μικροαστικά στρώματα. Στην Κύπρο, για πρώτη φορά, η άρχουσα τάξη υποχρεώθηκε σε έναν πολύ μεγάλο ακρωτηριασμό της δύναμής της με την βίαιη συρρίκνωση του πολύ ισχυρού τραπεζικού τομέα. Για να γίνει κατανοητή η διαφορά, κάτι αντίστοιχο στην περίπτωση της Ελλάδας θα ήταν να κληθούν οι ελληνικές τράπεζες να ακρωτηριάσουν και να «ρευστοποιήσουν» όλη την αυτοκρατορία των θυγατρικών τους, στην ανατολική Ευρώπη και στην Τουρκία, που έχτισαν την προηγούμενη δεκαετία ώστε να βρουν τα χρήματα της «ανακεφαλαιοποίησής» τους. Ή, για να αναφερθούμε σε έναν άλλο τομέα ισχύος της ελληνικής άρχουσας τάξης, να υποχρεωθούν οι έλληνες εφοπλιστές να πουλήσουν τα μισά καράβια τους για να συμβάλουν στην αποπληρωμή του ελληνικού χρέους.
Πολλοί αναλυτές αναρωτήθηκαν γιατί η Γερμανία και οι άλλες πλεονασματικές χώρες του βορρά αρνήθηκαν να δώσουν 7 επιπλέον δις ευρώ στην Κύπρο (ψίχουλα για το μέγεθος της ευρωζώνης) και αντίθετα επέβαλαν την πολιτική του ακρωτηριασμού του τραπεζικού συστήματος. Η απάντηση αποκαλύφτηκε στην γενικότερη αλλαγή στάσης που ακολουθεί πλέον η Ε.Ε. απέναντι στα ζητήματα διάσωσης των τραπεζών, όπου το κούρεμα των καταθέσεων γίνεται πια πανευρωπαϊκή κατεύθυνση. Στην πραγματικότητα η Γερμανία και οι άλλες χώρες του «βορρά» δεν τσιγκουνεύτηκαν τα 7 δις, αλλά αξιοποίησαν μια χώρα με χαμηλό «συστημικό ρίσκο» όπως η Κύπρος για να στείλουν το μήνυμα «ότι δανείσαμε, δανείσαμε»: η Ιταλία, η Ισπανία, η Γαλλία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο κ.λπ. πρέπει να διασώζουν πλέον τις τράπεζες τους «εκ των έσω» (bail in), χωρίς να προσβλέπουν ούτε καν στα απεχθή δάνεια μετά μνημονίων που δόθηκαν στην Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία για να διασώσουν με αυτά τις τράπεζές τους «εκ των έξω» (bail out).
Παράλληλα, κανένα μέτωπο των «χωρών του νότου» δεν σχηματίστηκε σαν ασπίδα προστασίας της Κύπρου –ακόμα και η ελληνική άρχουσα τάξη της «μητέρας πατρίδας» δεν έδειξε την παραμικρή «αλληλεγγύη». Αντίθετα, η ελληνική άρχουσα τάξη και η κυβέρνησή της πήραν ενεργό μέρος στον ακρωτηριασμό αυτό της κυπριακής άρχουσας τάξης, δημεύοντας στην ουσία τις κυπριακές τράπεζες στην Ελλάδα και χαρίζοντάς τες στον Σάλλα της τράπεζας Πειραιώς, ενώ ταυτόχρονα έστειλαν το λογαριασμό των 9 δις ευρώ χρέους αυτών των τραπεζών -προς τον λεγόμενο ELA- στην κυπριακή πλευρά. Η εξήγηση γι’ αυτή την ανυπαρξία μετώπου των «νοτίων» δεν βρίσκεται στη δειλία των ηγετών τους αλλά στην ανυπαρξία κοινών συμφερόντων μεταξύ τους: λίγο απλοϊκά θα λέγαμε ότι το πουγκί της Γερμανίας δεν φτάνει για όλες τις χώρες του νότου αν συνασπιστούν μεταξύ τους –μόνο η κάθε μια ξεχωριστά και σε αντιπαράθεση με τις άλλες έχει πιθανότητες να λάβει εξωτερική βοήθεια από τις πιο πλούσιες χώρες.
Μήπως, έστω, η Ε.Ε. και το ευρώ προωθούν την «ενοποίηση των λαών» και την «κοινή πάλη ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό»; Ενισχύει το ευρώ και η Ε.Ε. το διεθνιστικό πνεύμα των εργαζομένων; Όχι είναι η απάντηση, στην πραγματικότητα το υπονομεύει. Γιατί οι σχέσεις μέσα στην Ε.Ε. δεν είναι σχέσεις μεταξύ των λαών, είναι σχέσεις και ανταγωνισμοί των αστικών τάξεων και των κυβερνήσεών τους. Γιατί να νιώσει διεθνιστική αλληλεγγύη ένας γερμανός εργαζόμενος, αν η κυβέρνησή του κάνει περικοπές στον μισθό του και από την άλλη δίνει δάνειο 50 δις στις ελληνικές τράπεζες για «ανακεφαλαιοποίηση»; Γιατί να νοιώσει διεθνιστική αλληλεγγύη ένας έλληνας εργαζόμενος, όταν υποχρεώνεται σε θυσίες που επιβάλλει σε μεγάλο βαθμό η γερμανική κυβέρνηση για να υποστηρίξει τις εξαγωγές των γερμανών βιομηχάνων; Αντί για ενίσχυση του διεθνιστικού πνεύματος λόγω του ευρώ, αυτό που βλέπουμε είναι η έξαρση των εθνικισμών και της εθνικιστικής προπαγάνδας που έμοιαζαν να είχαν πεθάνει οριστικά μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου στην Ευρώπη: «οι ιταλοί και οι έλληνες είναι τεμπέληδες και παράσιτα που τους επιδοτούμε από τους φόρους μας» από τη μια πλευρά, «οι γερμανοί είναι ναζί που μας πίνουν το αίμα» από την άλλη.

Οι εθνικοί ανταγωνισμοί είναι εδώ

Η πραγματικότητα δείχνει ότι οι ελπίδες «διεθνούς και ισότιμης συνεργασίας» στο έδαφος του καπιταλισμού είναι σκέτες αυταπάτες και οι όποιες συμμαχίες, όπως η Ε.Ε., είναι λυκοσυμμαχίες που μπορούν κάλλιστα να διαλυθούν κάτω από το βάρος της κρίσης και της όξυνσης των ανταγωνισμών. Όπως γράφαμε και παλιότερα:
«… [η Ε.Ε. και η ευρωζώνη] είναι ένα σακί από ξεχωριστούς ιμπεριαλιστικούς νάνους, μια θλιβερή συμμαχία «λύκων» που η μόνη δύναμη που τους συγκρατεί ενωμένους είναι η προσπάθειά τους να παίξουν έναν διεθνή ρόλο στον παγκόσμιο καπιταλισμό που κανείς μόνος του δεν θα μπορούσε να παίξει. Η Ε.Ε. μοιάζει στην πραγματικότητα με ένα τσούρμο ακροβάτες που έχουν ανέβει ο ένας πάνω στον άλλον για να φαίνονται από μακριά σαν ένας «γίγαντας», αλλά που αν έστω και ένας από τους ακροβάτες παραπατήσει θα σωριαστούν όλοι στο έδαφος κουτρουβαλώντας.»
Ένας γνωστός διεθνής αναλυτής χαρακτήρισε πρόσφατα την ευρωζώνη έναν «αποτυχημένο γάμο που συντηρείται στη ζωή εξαιτίας του φόβου για το κόστος του διαζυγίου». Θα προσθέταμε ότι πρόκειται και για έναν «γάμο» μόνο στα χαρτιά. Υπάρχουν υποτίθεται κοινοτικά όργανα (ευρωπαϊκή επιτροπή, επίτροποι και παραεπίτροποι, υπουργοί εξωτερικών, ευρωκοινοβούλιο κλπ.). Στην πράξη όλοι αυτοί οι «θεσμοί» αποδείχτηκαν σκιάχτρα και όσοι τους απαρτίζουν αχυράνθρωποι. Όλες οι αποφάσεις παίρνονται από τα ξεχωριστά κράτη, χωρίς καμιά συμμετοχή των ευρωπαϊκών «θεσμών», είτε με τα συμβούλια κορυφής των διάφορων κυβερνήσεων είτε με τα συμβούλια των υπουργών οικονομικών (eurogroup). Υποτίθεται ότι υπάρχει κάποια «ευρωπαϊκή νομοθεσία» και κάποιοι «ευρωπαϊκοί κανόνες». Δεν έχει μείνει ούτε ένας από αυτούς απαραβίαστος τα τελευταία χρόνια: τα όρια των ελλειμμάτων (3%) και των κρατικών χρεών (60%) τα παραβιάζουν όλες οι χώρες, η απαγόρευση των ευρωπαϊκών συνθηκών για ανάληψη δημόσιου χρέους ενός κράτους από ένα άλλο έχει γίνει σουρωτήρι τα τελευταία χρόνια μέσα από τα λεγόμενα «πακέτα διάσωσης», η ιδρυτική αρχή της Ε.Ε. για ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, παραβιάστηκε απροκάλυπτα στην Κύπρο πρόσφατα με τις ευλογίες όλων των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Ο μόνος «ευρωπαϊκός θεσμός» που έχει υποτίθεται κάποια δύναμη, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που εκδίδει το ευρώ, βρίσκεται και αυτή στην ουσία έρμαιο των όποιων διακρατικών συμφωνιών ανάμεσα στις κυβερνήσεις και ιδίως τις πιο ισχυρές. Το ίδιο το ευρώ, έχει πάψει προ πολλού να είναι «ενιαίο», μέσα από τα διαφορετικά επιτόκια (σπρεντ) δανεισμού κρατών και τραπεζών στην ευρωζώνη (για να δανειστεί, δηλαδή για να αγοράσει, κανείς π.χ. εκατό ευρώ στην Ελλάδα ή την Ιταλία πρέπει να πληρώσει πολύ ακριβότερα -σε τόκους- από όσα πληρώνει για να αγοράσει το ίδιο ποσό ένας γερμανός επιχειρηματίας). Ακόμα και ένα ευρώ κατάθεσης σε μια τράπεζα έχει διαφορετική αξία ανάλογα τη χώρα στην οποία ανήκει η τράπεζα, όπως φάνηκε πολύ χαρακτηριστικά με το κούρεμα των καταθέσεων στην Κύπρο.
Στην πραγματικότητα το ευρώ δεν σηματοδοτεί καμιά «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» ή «οικονομική ενοποίηση». Στην ουσία του το ευρώ είναι ένα σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών σαν αυτά που είχαν υπάρξει και παλιότερα και που οι κρίσεις του συστήματος τα οδήγησαν όλα στη διάλυση: «κανόνας του χρυσού» τη δεκαετία του 30, «συμφωνία του Μπρέντον Γούντς» μεταπολεμικά που κατέρρευσε τη δεκαετία του ’70 ή ακόμη και η –ξεχασμένη- πρώτη απόπειρα δημιουργίας «ευρώ» στην τότε ΕΟΚ, με τον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ERM – EMS) ο οποίος κατέρρευσε παταγωδώς το 1992, κάνοντας διάσημο τον ανερχόμενο τότε «επενδυτή» Τζορτζ Σόρος, ως «τον άνθρωπο που νίκησε την τράπεζα της Αγγλίας» και πέταξε την Βρετανία έξω από τον μηχανισμό.

Υπάρχει καλή ευρωζώνη;

Υπάρχει κάποιος τρόπος να υπάρξει μια άλλη Ε.Ε. και μια άλλη ευρωζώνη; Η απάντηση είναι ξεκάθαρα όχι. Γιατί η αιτία που σπρώχνει την ευρωζώνη προς την όξυνση των εθνικών ανταγωνισμών, προς την διάσπαση ή και την πλήρη διάλυση, δεν είναι οι «νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες» των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Είναι ο ανταγωνισμός των συμφερόντων που οδηγεί σε αυτές τις πολιτικές, συμφέροντα που δεν μπορούν με καμιά πολιτική εντός του καπιταλιστικού συστήματος, να συμβιβαστούν και να οδηγήσουν σε «υπερεθνικές λύσεις» και σε «διεθνή συνεργασία»:
«Η φύση του καπιταλισμού είναι η επιδίωξη του «άμεσου εθνικού συμφέροντος» από κάθε άρχουσα τάξη και όχι το «αλτρουιστικό» ενδιαφέρον για το «σύστημα συνολικά» και αυτό έχει αποδειχτεί από όλη την ιστορία του και έχει επισημανθεί από όλους τους κλασικούς του μαρξισμού. Η φύση του συστήματος είναι ανταγωνιστική και η προσπάθεια ξεπεράσματος μιας κρίσης εντείνει αυτόν τον ανταγωνισμό στο έπακρο. Δεν υπάρχουν «συνολικές» λύσεις για το ξεπέρασμα μιας κρίσης αλλά ατομικές και κυρίως «εθνικές». Αν ένας καπιταλιστής καταφέρει να οδηγήσει στο κλείσιμο έναν ανταγωνιστή του, η παραγωγή στο «σύστημα συνολικά» θα πέσει. Όμως για τον νικητή καπιταλιστή η κρίση θα έχει ξεπεραστεί. Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, το «σύστημα συνολικά» βρισκόταν μπροστά σε έναν σωρό από ερείπια σε σύγκριση με τον προπολεμικό καπιταλισμό. Αλλά αυτή η «συνολική» καταστροφή, καθόλου δεν ενόχλησε την αμερικάνικη άρχουσα τάξη που βγήκε ο αδιαμφισβήτητος ηγεμόνας στο δυτικό μπλοκ ξεπερνώντας έτσι με «εθνικό τρόπο» και την κρίση της δεκαετίας του ’30 (ή αντίστοιχα την κρατικοκαπιταλιστική Ρωσία που παρά το μεγάλο κόστος που πλήρωσε στον πόλεμο, επειδή νίκησε, βρέθηκε με μια εκτεταμένη σφαίρα επιρροής στην κατοχή της μεταπολεμικά στην ανατολική Ευρώπη).»
Δεν υπάρχει καμιά υποτιθέμενη «ευρωπαϊκή εξουσία» πάνω από τα κράτη και ούτε είναι δυνατόν ποτέ να υπάρξει:
«[μια υποθετική κεντρική ευρωπαϊκή κυβέρνηση], πώς θα έπειθε για παράδειγμα την ιταλική άρχουσα τάξη να συνταχθεί πίσω από μια πολιτική που κλείνει την Fiat και επιδοτεί την Volkswagen ή το αντίστροφο; Πώς θα έπειθε την γαλλική άρχουσα τάξη -και ειδικά τους γάλλους τραπεζίτες- να δεχτούν την απορρόφηση για παράδειγμα της BNPParibas από την DeutscheBank ή το αντίστροφο; Πώς θα έπειθε για παράδειγμα τους έλληνες εφοπλιστές να «θυσιαστούν» φορολογικά για χάρη ενός ευρωπαϊκού προϋπολογισμού που δεν θα τους έδινε καμιά εγγύηση ότι θα επιδοτήσει την επέκτασή τους στη συνέχεια; …. Πώς θα έπειθε τελικά τις διάφορες άρχουσες τάξεις ότι ακολουθεί μια πολιτική για το καλό της υποτιθέμενης «ευρωπαϊκής οικονομίας» αντί για μια επιλεκτική πολιτική που ευνοεί μια εθνική ομάδα καπιταλιστών σε βάρος μιας άλλης; Η απάντηση είναι ότι όχι μόνο δεν θα έπειθε αλλά μια τέτοια «πανευρωπαϊκή» κυβέρνηση δεν μπορεί καν να υπάρξει όσο υπάρχουν εθνικές άρχουσες τάξεις με τα δικά τους κράτη να τις υποστηρίζουν.
…. Το πρώτο συμφέρον των γερμανών καπιταλιστών –όπως και των καπιταλιστών κάθε άλλου κράτους-είναι να χρησιμοποιήσουν την όποια οικονομική δύναμη διαθέτουν για να προστατέψουν πρώτα και κύρια τον εαυτό τους και όχι να δίνουν χαριστικά χρήματα στην Ιταλία για να επιδοτεί την Fiat ή στο ελληνικό κράτος για να επιδοτεί τους έλληνες εφοπλιστές. Τι να το κάνουν το καλό του «συστήματος συνολικά» π.χ. τα αφεντικά της Volkswagen αν υποχρεωθούν να συρρικνωθούν επειδή η Γερμανική κυβέρνηση βοηθάει τους ανταγωνιστές της στις άλλες χώρες;»
Αυτή η πραγματικότητα, εκτός των άλλων, αναιρεί και την πεποίθηση, ότι τάχα η διάλυση της ευρωζώνης δεν συμφέρει κανέναν και συνεπώς η «σκληρή διαπραγμάτευση» μπορεί να έχει αποτέλεσμα. Πράγματι η εξώθηση μιας χώρας έξω από το ευρώ θα οδηγήσει σε πολύ λίγο χρόνο σε ένα ντόμινο εξελίξεων που θα διαλύσουν την ευρωζώνη. Αλλά αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι «δεν θα τολμήσουν να το κάνουν», για τον απλούστατο λόγο ότι σημασία για την κάθε άρχουσα τάξη της ευρωζώνης προέχουν τα λεγόμενα «εθνικά της συμφέροντα» και όχι το «αλτρουιστικό» ενδιαφέρον για την σωτηρία του ευρώ. Στα πρώτα χρόνια του ευρώ, κέρδιζαν λίγο πολύ όλοι οι επιμέρους καπιταλισμοί, λόγω της σχετικά καλής κατάστασης της διεθνούς οικονομίας. Η συνέχιση όμως της παγκόσμιας κρίσης που ξέσπασε το 2007 –και μόνο ένα θαύμα θα μπορούσε να την σταματήσει- οδηγεί τα οφέλη από την συμμετοχή στο ευρώ να μειώνονται και αντίθετα η εθνική αντιμετώπιση της κρίσης από την κάθε άρχουσα τάξη να γίνεται πιο δελεαστική. Η Γερμανία δεν θέλει –και να ήθελε δεν έχει την οικονομική δύναμη- να διασώσει και να επιδοτήσει οικονομίες του μεγέθους της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Γαλλίας. Είτε εξωθώντας κάποια «προβληματική» χώρα εκτός ευρώ, είτε αποχωρώντας με δική της πρωτοβουλία η Γερμανία και άλλες πλούσιες χώρες, είτε με κάποιο είδους «ατύχημα», αργά η γρήγορα οι εθνικοί ανταγωνισμοί μέσα στην Ε.Ε. οδηγούν το ευρώ στη διάλυσή του (θα είχε ήδη διαλυθεί αν η ΕΚΤ δεν έκανε κρίσιμες παρεμβάσεις τυπώνοντας στην ουσία τρισεκατομμύρια ευρώ).
Συνοψίζοντας τα παραπάνω, ο διεθνής χαρακτήρας της κρίσης δεν συνεπάγεται την συνεργασία μεταξύ των κρατών αλλά αντίθετα την εθνική αντιπαράθεση. Η Ε.Ε. και το ευρώ, κάτω από το χτύπημα της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης, οξύνουν στο έπακρο τους ιμπεριαλιστικούς εθνικούς ανταγωνισμούς και οδηγούν σε μια κατάσταση όπου κυριαρχεί το «ο σώζων εαυτόν σωθείτο» και η επιβολή των ισχυρότερων στους πιο αδύναμους. Η «πάλη των εθνών», η «εθνική αναδίπλωση» και η «επιστροφή στους εθνικούς ανταγωνισμούς» τα οποία υποτίθεται ότι δεν θέλει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, είναι ήδη εδώ. Η έξαρση των ιμπεριαλιστικών εθνικών ανταγωνισμών (νομισματικών, εμπορικών, εξοπλιστικών κλπ.) που παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια σε όλο τον κόσμο, όχι μόνο δεν απαλύνονται από το «κοινό έδαφος» της Ε.Ε. και του ευρώ, αλλά αντίθετα οξύνονται όλο και περισσότερο και εντός της υποτιθέμενης «ενωμένης Ευρώπης».

Μονομερείς ενέργειες = εθνική αναδίπλωση;

Όλα αυτά θα είχαν απλά φιλολογική σημασία, αν δεν κατέληγαν σε κρίσιμα δια ταύτα που αφοπλίζουν πολιτικά τον ΣΥΡΙΖΑ στην σύγκρουσή του με την αστική τάξη και στην έκφραση των συμφερόντων των «από κάτω». Η επιδίωξη της ουτοπικής «ευρωπαϊκής λύσης» στην κρίση, υπονομεύει, συκοφαντεί και αντιτίθεται σε «μονομερείς ενέργειες» στο επίπεδο της κάθε ξεχωριστής χώρας, ως εξ ορισμού πολιτική που οδηγεί στην ουτοπική έως επικίνδυνη «εθνική αναδίπλωση». Ουσιαστικά ισχυρίζεται ότι τα περιθώρια άσκησης πολιτικής από μια κυβέρνηση της αριστεράς είναι εξ αρχής περιορισμένα και οφείλουν να υποτάσσονται στους ρυθμούς και τις ανάγκες της επιδίωξης της «διεθνούς συνεργασίας» ή έστω της συνεργασίας των «χωρών του νότου».
Ο Αλέξης Τσίπρας συστηματικά επιχειρεί το τελευταίο διάστημα να επιβάλλει στον ΣΥΡΙΖΑ την αντικατάσταση του στόχου σωτηρίας του λαού με την «σωτηρία της χώρας» και την κυβέρνηση της Αριστεράς με την κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας» -με άλλα λόγια καπιταλιστές και εργάτες θα βρούμε την διέξοδο από την κρίση παρέα. Κι όμως ο επικεφαλής οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ Γ.Μηλιός και άλλοι «διεθνιστές» του ευρώ, δεν βλέπουν καμιά «πατριωτική παρέκκλιση» σε αυτό. Στηρίζουν αυτή την στροφή της ηγεσίας και κατηγορούν για «πατριωτισμό» και «εθνικό απομονωτισμό» όσους στρέφονται ενάντια στην ευρωζώνη και όσους υποστηρίζουν μονομερείς «εθνικές» ενέργειες γιατί υποτίθεται «υποκαθιστούν την πάλη των τάξεων με την πάλη των εθνών». Αν η Ε.Ε. και το ευρώ είναι οχήματα «διεθνισμού», «υπερεθνικών λύσεων», αντίδοτο στον «εθνικό απομονωτισμό» και άλλα τέτοια βαρύγδουπα, τότε ο Γ.Μηλιός, ο Ε.Τσακαλώτος και οι άλλοι «διεθνιστές» του ευρώ θα έπρεπε να προτείνουν την υιοθέτηση ενιαίου νομίσματος σε όλο τον κόσμο – το προνόμιο του «διεθνισμού» δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο σε όσους «τυχερούς» είναι εντός Ε.Ε. και ευρώ. Θα έπρεπε να προτείνουν στην αριστερά όλων των χωρών εκτός ευρώ ή εκτός Ε.Ε. ότι σαν πρώτη τους προτεραιότητα οφείλουν να έχουν την διεκδίκηση της ένταξης των χωρών τους στην ευρωζώνη αλλιώς θα είναι υπεύθυνοι για «εθνικό απομονωτισμό»! Αν θέλουν να είναι συνεπείς με την άποψή τους, ας πάνε για παράδειγμα μια βόλτα από τη Βρετανία ή την Τουρκία και να καλέσουν την αριστερά εκεί να παλέψει για την ένταξη της χώρας τους στην ευρωζώνη –προφανώς και μόνο μια τέτοια σκέψη δείχνει πόσο μακριά από τα εργατικά συμφέροντα και τον πραγματικό εργατικό διεθνισμό, βρίσκεται η πολιτική του «αριστερού ευρωπαϊσμού».
Η προσέγγιση αυτή θυμίζει λίγο μια άλλη διαμάχη που είχε ξεσπάσει στην αριστερά την εποχή του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Ο «πάπας του Μαρξισμού» -όπως αποκαλούνταν τότε- Κάουτσκι, έλεγε ότι ο πόλεμος μεταξύ των κρατών είναι κάτι σαν ατύχημα και ότι προοπτικά οδεύουμε στον «υπεριμπεριαλισμό» -κάτι σαν την «παγκοσμιοποίηση» που θα λέγαμε σήμερα- όπου το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο θα ενώσει τα κράτη σε μια παγκόσμια καπιταλιστική εξουσία χωρίς πολέμους μεταξύ τους, μια ειρηνική μορφή διεθνούς καπιταλισμού όπου οι ενωμένοι εργάτες θα παλεύουν με το ενωμένο διεθνώς κεφάλαιο. Η μοναδική χρησιμότητα αυτής της «ανάλυσης» ήταν να αθωώσει όσους στην Αριστερά υποστήριζαν την «πατρίδα» και την κυβέρνησή τους και να υπονομεύσει όσους έκαναν «μονομερείς εθνικά» ενέργειες για να σταματήσουν τον πόλεμο.
Και ποιοι ήταν αυτοί που έκαναν μονομερείς ενέργειες αντί να προσμένουν παθητικά την «διεθνή συνεργασία για την ειρήνη»; Ήταν η Ρόζα Λούξεμπουρκ και ο Καρλ Λίμπνεχτ που έριξαν το σύνθημα στην γερμανική εργατική τάξη «κάτω η κυβέρνηση, κάτω ο πόλεμος», που διακήρυξαν ότι «ο κύριος εχθρός δεν βρίσκεται στο μέτωπο αλλά στις τράπεζες και στα υπουργεία –ο κύριος εχθρός είναι μέσα στη χώρα μας». Ήταν οι μπολσεβίκοι που καλούσαν τους ρώσους εργάτες «να μετατρέψουν τον εθνικό πόλεμο σε εμφύλιο». Ήταν ο Λένιν και ο Τρότσκι που ηγήθηκαν της Ρώσικης επανάστασης το 1917 και της δημιουργίας κυβέρνησης των εργατικών συμβουλίων. Μιας κυβέρνησης που η πρώτη της ενέργεια ήταν να τα «σπάσει» με τους «εταίρους της Ρωσίας» στην πολεμική λυκοσυμμαχία της ΑΝΤΑΝΤ και να ανακηρύξει την μονομερή έξοδο της Ρωσίας από τον πόλεμο. Και αυτή η μονομερής ενέργεια ήταν που διευκόλυνε τη διεθνιστική αλληλεγγύη με τους γερμανούς εργάτες και έδωσε ώθηση να κάνουν κι αυτοί την επανάστασή τους λίγο αργότερα, ανατρέποντας το αυτοκρατορικό καθεστώς του Κάιζερ και υποχρεώνοντας την αστική τάξη της Γερμανίας να σταματήσει τον πόλεμο. Αυτό το κύμα γνήσιου διεθνισμού που ξεκίνησε από μονομερείς ενέργειες ενάντια στην αστική τάξη κάθε χώρας, οδήγησε στον «πρόωρο» τερματισμό του πολέμου, γλιτώνοντας την ζωή εκατομμυρίων ακόμα εργατών και αγροτών που θα χάνονταν αν ο πόλεμος συνεχιζόταν.
Οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα επαναλάμβανε εμφατικά ο Μαρξ, ήδη από την εποχή του Κομμουνιστικού Μανιφέστου. Αλλά, συμπλήρωνε, «η πάλη του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη, αν όχι στο περιεχόμενο, στη μορφή είναι κατ’ αρχήν εθνική. Φυσικά, το προλεταριάτο κάθε χώρας πρέπει να ξεμπερδέψει πριν απ’ όλα με τη δική του αστική τάξη». Για να αλλάξουμε τα πράγματα, οφείλουμε να παλέψουμε ενάντια στην πολιτική εξουσία, ενάντια στο κράτος της αστικής τάξης. Αλλά αυτό μπορούμε να το κάνουμε μόνο ενάντια σε πραγματικές πολιτικές εξουσίες και όχι σε φανταστικές. Αν στις ΗΠΑ οι εργάτες έχουν να τα βάλουν με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ, στην Ε.Ε. δεν υπάρχει καμιά ομοσπονδιακή κυβέρνηση –κι ούτε πρόκειται να υπάρξει- για να πολεμήσουμε εναντίον της. Οφείλουμε να εστιάσουμε την πάλη μας, «εθνικά» μονομερώς, ενάντια στην ελληνική αστική τάξη, για να μπορέσουμε να αντιστρέψουμε την καπιταλιστική βαρβαρότητα και για να μπορέσουμε να χτίσουμε την απαραίτητη διεθνιστική αλληλεγγύη των εργατών της Ευρώπης και όλου του κόσμου. Επειδή απεργήσαμε, διαδηλώσαμε και πολιορκήσαμε το ελληνικό κοινοβούλιο και διεκδικήσαμε την ανατροπή της ελληνικής κυβέρνησης, οι εργάτες σε όλη την Ευρώπη δείχνουν την αλληλεγγύη τους και η αριστερά διεθνώς έχει καρφωμένα τα μάτια της στην Ελλάδα. Όχι γιατί περιμέναμε να «συντονιστούμε» όλοι οι εργάτες της Ευρώπης πρώτα και μετά να πάμε έξω από το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο που δεν έχει την παραμικρή εξουσία να ικανοποιήσει κανένα λαϊκό αίτημα σε καμιά ευρωπαϊκή χώρα. Όποιος είναι με την υπεράσπιση της πάλης των εργατών στη χώρα του, τότε κερδίζει αυτομάτως και την συμπαράσταση των εργατών στις άλλες χώρες και δημιουργεί αναχώματα στον κίνδυνο της διεθνούς περικύκλωσης από εχθρικές καπιταλιστικές κυβερνήσεις. Όποιος ψάχνει στηρίγματα στις αστικές κυβερνήσεις των άλλων χωρών ή σε διεθνείς οργανισμούς τύπου ΔΝΤ, καταλήγει να απομονώνεται και από τους εργάτες της χώρας του.
Ο «ευρωπαϊσμός», η επιδίωξη «διεθνούς συνεργασίας για την αντιμετώπιση της κρίσης», η επιδίωξη σωτηρίας του ευρώ σαν δήθεν όχημα «διεθνισμού», αποτελούν στην πραγματικότητα πολιτικές συμφιλίωσης με την αστική τάξη στην Ελλάδα. Η αντίθεση στις «εθνικά μονομερείς ενέργειες» είναι στην πραγματικότητα ο φόβος μήπως βλάψουμε τα συμφέροντα του ελληνικού καπιταλισμού. Στην Ελλάδα, παρά την βαθιά κρίση, το ΑΕΠ βρίσκεται στα 190 δις ευρώ, περίπου 19.000 ευρώ κατά κεφαλήν, δηλαδή σε μια τετραμελή οικογένεια αναλογεί ετήσιο εισόδημα γύρω στα 80.000 ευρώ. Αν αυτός ο πλούτος πάψει να βρίσκεται στα χέρια μιας χούφτας κεφαλαιοκρατών, τότε η δυνατότητα να αποκαταστήσουμε άμεσα ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο για την κοινωνική πλειοψηφία είναι προφανής. Κι όμως ακούμε από προβεβλημένους οικονομολόγους του ΣΥΡΙΖΑ (Σταθάκης, Δραγασάκης κ.ά) ότι ίσως «δεν μπορέσουμε να επαναφέρουμε τον κατώτατο μισθό στα προ μνημονίου επίπεδα, το χαράτσι δεν θα καταργηθεί τελείως» και άλλες τέτοιες υπαναχωρήσεις με την δικαιολογία ότι η «κρίση είναι βαθιά». Ο ίδιος ο, κατά τα άλλα, «διεθνιστής» Μηλιός, σε πρόσφατη συνέντευξη κάνοντας στροφή 180 μοιρών, δήλωσε ότι με στήριγμα τον «πατριωτισμό» και το «κοινό συμφέρον», θα βρούμε μια «συναινετική» λύση με τους εφοπλιστές για την φορολόγησή τους! [2]
Η ταξική συνεργασία με την αστική τάξη της Ελλάδας και η υπεράσπιση της διαπραγματευτικής της θέσης εντός (αλλά και εκτός) της Ε.Ε. –αυτή είναι η κατάληξη του «ευρωπαϊσμού», όσα «διεθνιστικά» και «αντικαπιταλιστικά» φκιασίδια και αν έχει. Η ίδια η αντιπαράθεση που διεξάγεται μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ για «την κυβέρνηση της Αριστεράς», επιβεβαιώνει ακόμα περισσότερο αυτή την πραγματικότητα. Το βασικό ζήτημα δεν είναι οι ψηφοθηρικοί υπολογισμοί για το ποια κόμματα έχουν διάθεση συνεργασίας και μπορούν να εξασφαλίσουν τα «κουκιά» για να στηριχτεί μια μελλοντική κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Το βασικό ζήτημα είναι αν η κυβέρνηση που χρειαζόμαστε θα εκφράζει μονομερώς ταξικά τα συμφέροντα των εργαζομένων και των κατώτερων λαϊκών στρωμάτων και θα οδηγεί σε σύγκρουση με τα συμφέροντα του ελληνικού κεφαλαίου με στόχο την σοσιαλιστική εξουσία . Αν αυτό θέλουμε, τότε η κυβέρνηση της Αριστεράς, δηλαδή μια κυβέρνηση με μονομερή αριστερή πολιτική, είναι μονόδρομος, είτε με συμμαχία με άλλα αριστερά κόμματα είτε με αυτοδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει στην ουσία μια κυβέρνηση που θα εκφράζει διαταξικά συμφέροντα –και των εργατών και των καπιταλιστών- στο όνομα της «σωτηρίας της χώρας». Αυτή είναι η εξήγηση για τα ανοίγματα στον Καμμένο (και λάου λάου και προς τη ΔΗΜΑΡ), δηλαδή σε κόμματα που παρά την όποια αντιμνημονιακή τους ρητορεία, είναι ανοιχτά υπερασπιστές της αστικής τάξης και δεν πρόκειται να συναινέσουν ποτέ σε πολιτικές που θίγουν τα συμφέροντα των ελλήνων καπιταλιστών.

Ο φετιχισμός της δραχμής

Οι «μονομερείς ενέργειες» μέσα σε κάθε χώρα είναι το μέσον υπεράσπισης των εργαζόμενων από την κρίση και του χτισίματος της διεθνιστικής αλληλεγγύης με τους εργάτες των άλλων χωρών. Με την προϋπόθεση όμως ότι αυτές οι μονομερείς ενέργειες στρέφονται πρώτα και κύρια ενάντια στην αστική τάξη αυτής της χώρας. Μονομερείς ενέργειες που στοχεύουν στην υποστήριξη του ελληνικού καπιταλισμού στους εθνικούς ανταγωνισμούς του με τις άλλες αστικές τάξεις, ούτε τα λαϊκά συμφέροντα υπηρετούν ούτε τον διεθνισμό προάγουν. Και αυτή ακριβώς είναι η περίπτωση της πλειοψηφίας όσων μέσα στην αριστερά (ακολουθώντας τις αναλύσεις διεθνών κεϊνσιανών οικονομολόγων τύπου Κρούγκμαν), υποστηρίζουν ότι η διέξοδος από την κρίση ξεκινάει με την έξοδο από το ευρώ, την υιοθέτηση εθνικού νομίσματος και τον προσανατολισμό σε άλλες διεθνείς συμμαχίες εκτός Ε.Ε. Και πάλι για μια εκτενή ανάλυση αυτών των ζητημάτων, ο αναγνώστης παραπέμπεται σε παλιότερη αρθρογραφία και εδώ θα θέσουμε κάποιες μόνο παρατηρήσεις.
Ας ξεκινήσουμε με το τελευταίο. Πράγματι η Ε.Ε. είναι μια λυκοσυμμαχία που δεν έχει να προσφέρει κανένα καλό στους εργάτες και στα λαϊκά στρώματα καμιάς χώρας. Όμως τι θα άλλαζε αν (για να αναφέρουμε το πρόσφατο παράδειγμα) η Κύπρος αποχωρούσε από την Ε.Ε. και προσχωρούσε στις αγκάλες της Ρωσίας ή και της Κίνας; Δεν θα ήταν κι αυτή μια νέα λυκοσυμμαχία; Θα γινόταν άραγε με όρους «εθνικής ισοτιμίας»; Θα είχαν να κερδίσουν τίποτα οι εργάτες της Κύπρου ή της Ρωσίας από μια τέτοια στροφή; Η απάντηση είναι όχι: μέσα στον καπιταλισμό, είτε εντός είτε εκτός Ε.Ε., οι συμμαχίες των κρατών είναι πάντα ανισομερείς, είναι πάντα κατά των εργαζομένων και αποτελούν πάντα προσωρινές λυκοσυμμαχίες που μπορούν να διαλυθούν αν η κάθε άρχουσα τάξη κρίνει ότι τα συμφέροντά της εξυπηρετούνται αλλιώς.
Ας πάμε και σε αυτό καθεαυτό το νόμισμα, το οποίο έχει μετατραπεί σε φετίχ στη δημόσια συζήτηση, τόσο από τους υποστηρικτές του ευρώ όσο και της δραχμής. Το νόμισμα είναι στην ουσία ένα κομμάτι χαρτί, από αυτά που εκδίδουν οι κεντρικές τράπεζες σε κάθε χώρα (ή η ΕΚΤ στην περίπτωση της ευρωζώνης) ως μέσο συναλλαγών. Από μόνα τους αυτά τα χαρτιά δεν έχουν καμιά αξία: η ισχύς του όποιου νομίσματος εξαρτάται απόλυτα από το τι πραγματικά αγαθά μπορεί να έχει στην κατοχή του κανείς με βάση το χρήμα που κατέχει, από την ισχύ της οικονομίας κάθε χώρας και από τη δύναμη που αυτή της δίνει στον διεθνή ανταγωνισμό. Οι ΗΠΑ για παράδειγμα, εκμεταλλευόμενες την ισχύ τους στη διεθνή οικονομία, μπορούν να τυπώνουν δολάρια ενισχύοντας τις αμερικάνικες επιχειρήσεις και τα δημόσια ελλείμματα. Αντίθετα αν π.χ. μια φτωχή χώρα της Αφρικής, επιχειρήσει να κόψει νόμισμα για να αγοράσει τρόφιμα και φάρμακα για να αντιμετωπίσει τον υποσιτισμό του πληθυσμού, το μόνο που θα καταφέρει θα είναι να κάνει αυτά τα «χαρτιά» πληθωριστικά χωρίς κανένα πραγματικό αντίκρισμα.
Η Ελλάδα, δεν ανήκει σε αυτά τα ακραία παραδείγματα. Δεν είναι μια παγκόσμια οικονομική δύναμη αλλά ούτε και «ψωροκώσταινα». Παρά την κρίση, εξακολουθεί να εντάσσεται στις 30 πλουσιότερες χώρες του κόσμου, τόσο στο απόλυτο μέγεθος του ΑΕΠ, όσο και στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Η προπαγάνδα ότι «αν επιστρέψουμε στη δραχμή θα καταστραφούμε» είναι μια ψεύτικη κινδυνολογία. Η αστική τάξη θέλει να παραμείνει στο ευρώ αποκλειστικά για δικά της συμφέροντα και όχι γιατί νοιάζεται μήπως «καταστραφεί (ο ήδη κατεστραμμένος) λαός : για να μπορέσουν οι τράπεζες και οι άλλες ελληνικές πολυεθνικές να διατηρήσουν τις αυτοκρατορίες των θυγατρικών τους διεθνώς, για να μπορέσουν οι εφοπλιστές να έχουν τη δυνατότητα να αγοράζουν με «σκληρό νόμισμα» το ένα καράβι μετά το άλλο, για να μπορέσει ο ελληνικός καπιταλισμός να έχει ένα αβαντάζ στον ανταγωνισμό του με την Τουρκία κλπ.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η αλλαγή του νομίσματος σε εθνικό, θα είναι όχημα σωτηρίας του λαού. Αν η Ελλάδα επιστρέψει στη δραχμή –κάτι που είναι το πιθανότερο ότι θα συμβεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο λόγω της προωθούμενης αποσύνθεσης της ευρωζώνης- τι από την ισχύ της ελληνικής άρχουσας τάξης θα αλλάξει; Θα πάψουν μια χούφτα τραπεζίτες, εφοπλιστές, βιομήχανοι, μεγαλέμποροι κλπ, να ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου στην ελληνική κοινωνία; Θα παραχωρήσουν αυτοί κατακτήσεις στους εργαζόμενους ή αντίθετα θα μας επιβάλλουν νέες θυσίες, στο όνομα αυτή τη φορά της «υπεράσπισης του εθνικού μας νομίσματος»; Δεν θα αξιοποιήσουν υπέρ τους, μεταξύ των άλλων, και την υποτίμηση του νομίσματος (μειώνοντας έτσι έμμεσα τους μισθούς) όπως έκαναν συστηματικά τις δεκαετίες του ’80 και του ’90;
Η μεγάλη πλειοψηφία των υποστηρικτών του εθνικού νομίσματος, σαν το άλφα και το ωμέγα της διεξόδου από την κρίση, δεν αντιμετωπίζουν καθόλου το ζήτημα έτσι. Δεν θέτουν το ζήτημα «ποια τάξη θα ελέγχει την οικονομία» και διατυπώνουν αντίθετα σχέδια «εθνικής σωτηρίας», δηλαδή από άλλο δρόμο καταλήγουν στην αναζήτηση συμμαχιών με την ελληνική αστική τάξη (ή έστω τμήματά της) ώστε να βγει ο ελληνικός καπιταλισμός από την κρίση. Υπάρχει όμως και ένα μικρό τμήμα της Αριστεράς (ένα τμήμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ κυρίως) που ισχυρίζεται ότι το πρόταγμα του εθνικού νομίσματος δεν είναι «ξεκομμένο» αλλά εντάσσεται σε ένα ευρύτερο σχέδιο αντικαπιταλιστικής ανατροπής. Δυο παρατηρήσεις πάνω σε αυτή την επιχειρηματολογία.
Το μεγαλύτερο παράδειγμα «αντικαπιταλιστικής ανατροπής» στην ιστορία, ήταν η Ρώσικη επανάσταση. Τα συνθήματα των μπολσεβίκων που οδήγησαν σε αυτή την ανατροπή ήταν «ψωμί, γη, ειρήνη, όλη εξουσία στα σοβιέτ». Δηλαδή πρόταξαν τις ανάγκες των εργαζομένων και έδειξαν με ποια εξουσία στην κοινωνία και την οικονομία μπορούν αυτές οι ανάγκες να ικανοποιηθούν. Δεν πρόταξαν ούτε ζητήματα νομίσματος, ούτε ζητήματα περιορισμού της κίνησης κεφαλαίων και του εξωτερικού εμπορίου, ούτε μια σειρά άλλα μέτρα οικονομικής πολιτικής που ακολουθήθηκαν στην συνέχεια. Ο λόγος ήταν απλός: κανένα μέτρο τέτοιου είδους οικονομικής πολιτικής δεν είναι φιλολαϊκό αν η πολιτική και οικονομική εξουσία παραμένει στην αστική τάξη και γι’ αυτό δεν μπορούσαν χρησιμεύουν σαν συνθήματα ξεσηκωμού των μαζών.
Δεύτερη και ίσως πιο σημαντική παρατήρηση: Έχουμε να διδαχτούμε από την «νομισματική πολιτική» των μπολσεβίκων ή για την ακρίβεια για την έλλειψη ιδιαίτερης σημασίας που είχε το συγκεκριμένο ζήτημα για την επανάσταση. Το κέντρο της οικονομικής πολιτικής των μπολσεβίκων, έχοντας στα χέρια τους μια κατεστραμμένη οικονομία, ήταν η επιβίωση της σοσιαλιστικής εξουσίας στον πόλεμο ώστε να δοθεί χρόνος στην γερμανική επανάσταση να έρθει σε βοήθεια. Μόνο αν οι γερμανοί εργάτες κατελάμβαναν την εξουσία, θα μπορούσαν να ενισχύσουν τη Ρωσία με υλικά αγαθά (κεφαλαιουχικά, ανταλλακτικά για τα κατεστραμμένα εργοστάσια κλπ.) ώστε να ανασυγκροτηθεί η οικονομία. Και όσο αυτή η βοήθεια δεν ερχόταν, καμιά νομισματική πολιτική δεν μπορούσε να τους βοηθήσει. Είχαν το κρατικό νομισματοκοπείο στα χέρια τους και έκοβαν ρούβλια, όμως οι αγρότες πολύ σύντομα έπαψαν να τροφοδοτούν τον κόκκινο στρατό και τις πόλεις με στάρι και άλλα τρόφιμα. Ο λόγος ήταν απλός: όσα ρούβλια και αν τους έδιναν, οι αγρότες έβλεπαν ότι δεν μπορούσαν να αγοράσουν κανένα αγαθό από την κατεστραμμένη οικονομία των πόλεων. Το κρίσιμο ζήτημα για την σωτηρία της επανάστασης δεν ήταν το νόμισμα, αλλά το αν η βιομηχανία των πόλεων μπορούσε να προμηθεύσει με αγροτικά εργαλεία και άλλα βιομηχανικά αγαθά τον αγροτικό πληθυσμό. Όσο αυτό δεν γινόταν, τα ρούβλια που κυκλοφορούσαν απλά γίνονταν κουρελόχαρτα χωρίς καμιά αξία.
Πράγματι, η Αριστερά οφείλει να πει την αλήθεια στον λαό για την ανταγωνιστική λυκοσυμμαχία που λέγεται Ε.Ε., για το δήθεν «σωτήριο» ευρώ που οδεύει στη διάλυση. Οφείλει να ξεκαθαρίσει ότι δεν είναι η «διαπραγμάτευση» που θα μας σώσει αλλά η ταξική σύγκρουση μέσα σε κάθε χώρα. Οφείλει να ξεκαθαρίσει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι δεν θα σεβαστεί τις ευρωπαϊκές συνθήκες και ότι στην απειλή εξόδου από το ευρώ, θα προτιμήσει την επιστροφή στη δραχμή και δεν θα υποκύψει σε οποιαδήποτε απαίτηση «νερώματος» της πολιτικής της. Αλλά ταυτόχρονα, η αριστερά θα πει καραμπινάτα ψέματα αν καλλιεργήσει αυταπάτες για τη δραχμή, αν ισχυριστεί ότι η υιοθέτηση εθνικού νομίσματος είναι η σωτηρία από την κρίση. Θα είναι ανήμπορη να εστιάσει σήμερα στο βασικό επίδικο που είναι η κλιμάκωση της ταξικής σύγκρουσης και θα είναι αφοπλισμένη πολιτικά απέναντι στην αστική τάξη όταν ο ελληνικός καπιταλισμός επιστρέψει στη δραχμή και όταν η ευρωζώνη διαλυθεί.

Εργατικός έλεγχος

Η παράταση της κρίσης και της λιτότητας αυξάνει ολοένα και περισσότερο την απογοήτευση από τους υμνητές του ευρώ και ενισχύει τον λεγόμενο «ευρωσκεπτικισμό». Απ’ την άλλη όμως, κανένας ενθουσιασμός δεν προκύπτει στα λαϊκά στρώματα για μια επιστροφή στη δραχμή. Σε μια επιτυχημένη γελοιογραφία, ερωτάται ένας άστεγος αν προτιμά «ευρώ ή δραχμή». Και εκείνος απαντά «πατάτες γιαχνί». Το έλλειμμα που αντιμετωπίζει η αριστερά είναι ότι δεν πείθει ότι έχει μια πολιτική που να προσφέρει «πατάτες γιαχνί». Αν οι λαϊκές μάζες πίστευαν ότι υπάρχει ρεαλιστικός δρόμος χωρίς συνέχιση της λιτότητας και ότι συνεπώς αξίζει να αγωνιστούν γι’ αυτόν, τότε πανεύκολα θα υιοθετούσαν οποιοδήποτε νόμισμα ταίριαζε με μια τέτοια πολιτική. Το ένστικτο των μαζών, αποδεικνύεται πολύ πιο ρεαλιστικό, τόσο από την αστική προπαγάνδα όσο και από τις ιδεοληψίες διαφόρων πτερύγων της αριστεράς. Η αμείλικτη διεθνής πραγματικότητα είναι ότι υπάρχει μια παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, μέσα στην οποία δεν υπάρχει κανένα μοντέλο χώρας που να δείχνει την διέξοδο. Όσες ατέλειωτες ώρες συζητήσεων και προπαγάνδας και όσοι τόνοι χαρτιού κι αν ξοδεύονται σε αναλύσεις (και σε «αναλύσεις») για τα υπέρ και τα κατά του κάθε νομίσματος, τα γεγονότα παραμένουν πεισματάρικα: εδώ και έξι χρόνια, η κρίση χτυπάει τον διεθνή καπιταλισμό, σε άλλες χώρες περισσότερο και σε άλλες λιγότερο και σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, ανεξάρτητα από το είδος του νομίσματος της κάθε χώρας. Με αυτή την πραγματικότητα έχει να αναμετρηθεί η αριστερά και ο φετιχισμός του νομίσματος αποτελεί εμπόδιο για την χάραξη μιας πραγματικά ανατρεπτικής πολιτικής.
Αρχή για την χάραξη μιας τέτοιας ανατρεπτικής πολιτικής είναι το ξεκαθάρισμα ότι ξεπέρασμα της κρίσης δεν μπορεί να γίνει σε συνεργασία με τους καπιταλιστές που δημιούργησαν αυτή την κρίση και συνεχίζουν να τη δημιουργούν. Οι καπιταλιστές επενδύουν και οδηγούν την οικονομία στην ανάπτυξη όταν προσδοκούν σε υψηλά κέρδη που θα τους επιτρέψουν να συσσωρεύσουν όλο και μεγαλύτερο κεφάλαιο στη συνέχεια. Αυτή τη στιγμή σε όλο τον κόσμο, μέσα από την ενδογενείς αντιφάσεις του καπιταλισμού όπως είχε αναλύσει ο Μαρξ, το σύστημα είναι σε κρίση γιατί ακριβώς η κερδοφορία των νέων επενδύσεων είναι ελάχιστη και αμφίβολη. Υπάρχει στάση επενδύσεων στην πραγματική οικονομία σχεδόν σε όλες τις χώρες, μια στάση επενδύσεων που δεν μπορεί να κουκουλωθεί πια από την χρηματοπιστωτική φούσκα της τελευταίας δεκαπενταετίας. Οι καπιταλιστές δεν χτίζουν νέα εργοστάσια αλλά τζογάρουν τα κέρδη τους στο χρηματοπιστωτικό τομέα. Και τελευταία ούτε αυτό δεν κάνουν και αρχίζουν να διατηρούν τεράστια κεφάλαια σε ρευστά διαθέσιμα για «παν ενδεχόμενο». Μόνο η Apple, για να φέρουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, διατηρεί αυτή τη στιγμή σε ρευστά διαθέσιμα, δηλαδή σε κεφάλαιο χωρίς καμιά απόδοση, πάνω από 100 δις ευρώ, περισσότερο από το μισό ΑΕΠ της Ελλάδας! Και την ίδια πολιτική ακολουθούν και οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Κανένα «μίγμα πολιτικής» -νεοφιλελεύθερο ή κεϊνσιανό- , καμιάς κυβέρνησης στον κόσμο, δεν θα πείσει τους καπιταλιστές να επενδύσουν αυτά τα χρήματα σε νέα εργοστάσια ακριβώς γιατί η προσδοκία κερδοφορίας από τέτοιες επενδύσεις έχει πατώσει μέσα στον καπιταλισμό της κρίσης και της παρακμής που ζούμε σήμερα.
Μια ανατρεπτική πολιτική που στοχεύει στην αλλαγή και όχι στην διαχείριση της σημερινής βαρβαρότητας, μπορεί να γίνει μόνο σε σύγκρουση με την αστική τάξη (σε κάθε χώρα και προοπτικά διεθνώς) και με τελικό στόχο την ανατροπή του καπιταλισμού και τον σοσιαλισμό. Με άλλα λόγια, η βασική αφετηρία για την χάραξη μιας ανατρεπτικής πολιτικής είναι μέτρα προς την κατεύθυνση του εργατικού ελέγχου πάνω στην οικονομία και στην κοινωνία, με κριτήριο τις κοινωνικές ανάγκες και όχι με κίνητρο το κέρδος.
Μια αριστερή κυβέρνηση, μπορεί να είναι αποτελεσματική μόνο αν λειτουργήσει μεταβατικά, σαν εργαλείο για πέρασμα της πραγματικής πολιτικής και οικονομικής εξουσίας στα χέρια των εργαζομένων. Και παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας μπορεί να γίνει μόνο σε κόντρα με την αστική τάξη, -εγχώρια και μη- και όχι από αυταπάτες ότι υπάρχει «μείγμα πολιτικής» που θα την πείσει τάχα να «συνεργαστεί για το καλό του τόπου».
Η κατάργηση του μνημονίου, η επαναφορά των βασικών μισθών και των εργασιακών σχέσεων καταρχήν στα προ μνημονίου επίπεδα, ή άμεση στάση πληρωμών των δις ευρω κάθε χρόνο σε τοκοχρεολύσια για το χρέος, είναι κάποιες πρώτες εχθρικές προς την αστική τάξη ενέργειες και ο βασικός λόγος για να κινητοποιηθούν και να υποστηρίξουν οι μάζες μια τέτοια κυβέρνηση.
Όμως ο δεύτερος και πιο βασικός πυλώνας μιας αριστερής πολιτικής είναι ένα μαζικό πρόγραμμα κρατικοποιήσεων και ο εργατικός έλεγχος πάνω στους βασικούς τομείς της οικονομίας. Και πρώτα και κύρια σε όλο το τραπεζικό σύστημα. Η πλήρης κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να ελέγξει κανείς την ροή των χρηματοδοτήσεων σε επωφελείς για την κοινωνία οικονομικές δραστηριότητες (π.χ. ανέγερση σχολείων), για αύξηση της απασχόλησης και ραγδαία μείωση της ανεργίας, για «να πιάσει από το λαιμό» όλες τις μεγάλες επιχειρήσεις (ακόμα και τους εφοπλιστές που χρωστάνε τα μαλλιοκέφαλά τους στις ελληνικές τράπεζες), για να ξέρει ποιοι είναι οι πραγματικά πλούσιοι ώστε να τους φορολογήσει ανάλογα, για να μπορεί να κάνει διαγραφή χρεών των υπερχρεωμένων νοικοκυριών και μικροεπιχειρήσεων. Όχι μόνο οι λεγόμενες «επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας (ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΔΑΠ κλπ.) αλλά και άλλοι βασικοί τομείς της οικονομίας πρέπει να μπουν στον έλεγχο των εργατών και να παράγουν όχι με κριτήριο την αύξηση των κερδών τους αλλά με κριτήριο την ικανοποίηση των αναγκών των ανθρώπων. Ο πλήρης έλεγχος για παράδειγμα, ακόμα και με άμεση κρατικοποίηση, της βιομηχανίας τροφίμων και της βιομηχανίας φαρμάκων, είναι καθοριστικός και απαραίτητος για την επαρκή –και σε προσιτές τιμές φυσικά- τροφοδοσία της κοινωνίας με βασικά αγαθά
Και όλα αυτά δεν είναι τόσο δουλειά των υπουργών μιας αριστερής κυβέρνησης, είναι κυρίως δουλειά των εργατών που ο ρόλος τους δεν μπορεί να είναι απλά υποστηρικτικός. Χρειάζεται μια έκρηξη εργατικού ελέγχου στην οικονομία γιατί οι εργαζόμενοι ξέρουν πως παράγονται τα προϊόντα, οι εργαζόμενοι μπορούν να καθορίσουν ποιες είναι οι πραγματικές ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας, οι εργαζόμενοι είναι ο «κρατικός μηχανισμός» που μπορεί να ελέγξει τι κάνουν οι διευθυντάδες και οι μέτοχοι των επιχειρήσεων πίσω από τις κλειστές πόρτες των γραφείων τους.
Ειδικά το ζήτημα, με τι είδους κρατικό μηχανισμό, μπορεί να εφαρμοστεί μια αριστερή πολιτική μετάβασης προς το σοσιαλισμό, είναι το καθοριστικότερο και παρόλα αυτά είναι σχεδόν εξαφανισμένο από τη δημόσια συζήτηση στην αριστερά στην οποία «έχει κολλήσει η βελόνα» για το ποιο νόμισμα είναι καλύτερο.
Στη Γαλλία οι δικαστές έβγαλαν αντισυνταγματικό ακόμα και το –συμβολικό- μέτρο του Ολάντ για φορολόγηση τάχα των «υπερπλουσίων». Στην Ελλάδα τα δικαστήρια, έβγαλαν αντισυνταγματικό τον νόμο για την ιθαγένεια που επέτρεπε την απόδοση υπηκοότητας με το σταγονόμετρο σε παιδιά μεταναστών που έχουν μεγαλώσει στην Ελλάδα.
Είναι απλά δυο παραδείγματα για το τι θα έχει να αντιμετωπίσει μια αριστερή κυβέρνηση, ακόμα κι αν περνάει από τη βουλή τους καλύτερους νόμους. Νόμοι φορολόγησης των πλουσίων, διαγραφής χρέους των φτωχών, κρατικοποίησης επιχειρήσεων κλπ., είναι βέβαιο ότι θα κρίνονται αντισυνταγματικοί από τα δικαστήρια γιατί θα θίγουν το «ιερό δικαίωμα της ιδιοκτησίας». Τι θα κάνει μια αριστερή κυβέρνηση, θα σεβαστεί αυτές τις αποφάσεις;
Αν ένας βιομήχανος προσφύγει στα δικαστήρια και βγάλει, ως συνήθως, μια απεργία παράνομη και ο εισαγγελέας διατάξει τα ΜΑΤ να επέμβουν, τι θα κάνει ένας «αριστερός» υπουργός δημόσιας τάξης; Θα σεβαστεί αυτού του είδους την «νομιμότητα»;
Ή ο στρατός θα κάτσει στα αυγά του, αν μια αριστερή κυβέρνηση αρχίζει να θίγει τα συμφέροντα των καπιταλιστών; Πώς θα αμυνθούμε σε ένα ενδεχόμενο πραξικόπημα; Διορίζοντας απλά έναν «δημοκράτη» στρατηγό επικεφαλής, όπως αποκαλούσε ο Αλιέντε τον Πινοσέτ λίγο πριν ο «δημοκράτης» δικτάτορας τον εκτελέσει μαζί με δεκάδες χιλιάδες άλλους αγωνιστές της αριστεράς;
Οι μηχανισμοί αυτοί –όπως και το παρακρατικό συμπλήρωμα τους που είναι οι ναζί- δεν είναι μηχανισμοί της «δημοκρατίας», είναι μηχανισμοί του αστικού κράτους και είναι δεδομένο ότι κανένας αριστερός υπουργός δεν θα τους κάνει όργανα του λαού. Ο εργατικός έλεγχος για να μπορεί να ασκηθεί στην οικονομία προϋποθέτει και έχει σαν αναγκαίο συμπλήρωμα τον εργατικό έλεγχο στο κράτος. Για παράδειγμα με την άρση του μονοπωλίου του κράτους στη βία και την δημιουργία λαϊκών επιτροπών αυτοάμυνας σε χώρους εργασίας και σε γειτονιές, με τον συνδικαλισμό στους φαντάρους ώστε να ελέγχουν τους αξιωματικούς τους, με την μαζική είσοδο πολιτών («ενόρκων») στα δικαστήρια ώστε οι δικαστές να μην μπορούν να δικάζουν υπέρ των πλουσίων κλπ.
Ανακεφαλαιώνοντας, το βασικό ζήτημα σήμερα για να γίνει η Αριστερά ηγεμονική δύναμη στην κοινωνία, είναι να πείσει και να συνεγείρει μαζικά τον κόσμο σε μια ρεαλιστική πολιτική, όσο «ακραία» κι αν είναι αυτή, και αυτό γίνεται μόνο στην κατεύθυνση σύγκρουσης με την αστική τάξη και το σύστημα. Με τη σημερινή πολιτική που ακολουθεί η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ κυρίως (και δευτερευόντως και η αντι-ευρώ αριστερά), το δίλημμα που μοιάζει να θέτει στις μάζες είναι αν ο Γ.Μηλιός, ή ο Γ.Σταθάκης, ή ακόμα και ο Κ.Λαπαβίτσας, είναι καλύτεροι οικονομολόγοι από τον Στουρνάρα και θα κάνουν καλύτερο «μίγμα πολιτικής» και καλύτερη «διαχείριση» της κρίσης. Είναι απόλυτα φυσιολογικό, αν το δίλημμα καταλήγει έτσι, ο κόσμος ούτε να πείθεται, ούτε πολύ περισσότερο να ενεργοποιείται στο πλευρό της αριστεράς. Δεν είναι οι «συντηρητικοί ψηφοφόροι» που φταίνε και κρατάνε αποστάσεις, είναι η συντηρητική πολιτική της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ που «ρίχνει πάγο» στους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα και δεν πείθει ούτε καν ότι είναι αποφασισμένη να ανατρέψει το μνημόνιο, όπως δείχνουν άλλωστε και όλες οι δημοσκοπήσεις.
Η διαμάχη για το ποιο νόμισμα είναι το καλύτερο, μοιάζει να έχει «καταπιεί» όλη την ενέργεια της αριστεράς, εμποδίζοντάς την να προβάλλει το πραγματικό ζήτημα: ποια συμφέροντα πρέπει να υπηρετήσουμε με την πολιτική μας και ποια τάξη πρέπει να κάνει κουμάντο στην κοινωνία για να ξεφύγουμε από τη σημερινή βαρβαρότητα. Αν αυτό δεν ξεπεραστεί, είναι πολύ πιθανό όταν η αριστερά και κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ αναλάβουν την κυβέρνηση, το ζήτημα του νομίσματος να έχει ήδη «λυθεί» με την διάλυση της ευρωζώνης. Και είναι ακόμα πιθανότερο ότι με την σημερινή πολιτική «γέφυρας» προς την αστική τάξη που ακολουθεί η ηγεσία, η Αριστερά να μην φτάσει καν στην κοινωνική πλειοψηφία και την κυβέρνηση.


Σημειώσεις

  1. Για λεπτομερή ανάλυση της κρίσης, μια συλλογή κειμένων εδώ: http://dimitrisgoritsas.wordpress.com

Τα αποσπάσματα σε εισαγωγικά ειδικότερα είναι παρμένα από εδώ http://dimitrisgoritsas.wordpress.com/

 2. http://www.euro2day.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου