Στις 10 Απριλίου 1943, στις 9 το πρωί, σε μια επιχείρηση αντιποίνων
εναντίον αμάχων, Ιταλική φάλαγγα κινήθηκε με κατεύθυνση την Βουνιχώρα. Η
καμπάνα του χωριού έδωσε το σύνθημα στους χωριανούς να απομακρυνθούν
από το χωριό. "Μερικοί αργοπορημένοι και κάποιοι ανήμποροι γέροντες, που
έμειναν οικειοθελώς στο χωριό, συνελήφθησαν απ’ τους Ιταλούς, οι οποίοι
τους έστησαν μπροστά στη μάντρα του Σκαρτσίνη.
Πέντε
Βουνιχωριώτισες θανατώθηκαν απ’ τους Ιταλούς, επί τόπου μέσα στις αυλές
των σπιτιών τους, όταν προσπάθησαν να αποτρέψουν τους κατακτητές, στο να
προβούν στην πυρπόληση της περιουσίας τους....
Είκοσι οκτώ ακόμα
χωριανοί, μεταξύ αυτών ο υπέργηρος Λουκάς Γκιούλος και ο ανάπηρος, ήρωας
του Ελληνοϊταλικού πολέμου Ηλίας Κατσακούλας με κομμένα τα δυο του
πόδια, στήθηκαν απροκάλυπτα μπροστά στις κάνες των Ιταλικών πολυβόλων.
Ο αγέρωχος ήρωας Ηλίας Κατσακούλας, περιφρονώντας το θάνατο, πρόλαβε
να φωνάξει προς τους Ιταλούς, πριν τους θερίσουν οι φονικές ριπές των
πολυβόλων, «Χτυπάτε δειλοί, το δείξατε ποιοι είσαστε στην Αλβανία. Ζήτω η
Αθάνατη Ελλάδα!» Φράση, για την οποίαν, εξαγριώθηκε ο Ιταλός
αξιωματικός και του έκοψε τη γλώσσα.
Το γεγονός αυτό, έγινε γνωστό
σε μας, απ’ τους δύο διασωθέντες της εκτέλεσης γέροντες, τον Ιωάννη
Αναγνωστόπουλο ή Κακαλίνη και τον Γεώργιο Γκούλτα ή Σκαρτσίνη, οι οποίοι
διασώθηκαν τραυματισμένοι και επέζησαν της ομαδικής εκτέλεσης, παρά την
προσπάθεια του Ιταλού αξιωματικού, να τους αποτελειώσει με την
χαριστική βολή...
Η μανία των κατακτητών δεν κατευνάστηκε από το
αίμα των αδικοχαμένων Βουνιχωριτών, παρέδωσαν τα κτίσματα στην αδηφάγο
μανία της φωτιάς, καταστρέφοντας ολοσχερώς το χωριό, αφού πρώτα
επιδόθηκαν σε λεηλασία.
Από τα 207 σπίτια του χωριού, τα 175 κάηκαν
ολοσχερώς και τα 5 μερικώς... Η σκιά του θανάτου απλώθηκε πάνω απ’ το
χωριό, αναμείχθηκε με τους μαύρους καπνούς που έβγαιναν απ’ τα
πυρπολημένα σπίτια και ενώθηκε με τους θρήνους των γυναικών και των
συγγενών των θυμάτων, που έσπευσαν στο τόπο της θυσίας να αναγνωρίσουν
τους δικούς τους ανάμεσα στα άμορφα πτώματα και να διασώσουν τους
τραυματίες από ένα τεράστιο σωρό, με αιματοκυλισμένα και ακρωτηριασμένα
ανθρώπινα σώματα... Με κίνδυνο της ζωής τους άρχισαν το μοιρολόγι και
επιδόθηκαν στο άχαρο καθήκον του ενταφιασμού των ηρώων, που έγινε
πρόχειρα σε κήπους, περιβόλια και ομαδικό τάφο, χωρίς παπά και εξόδιο
ακολουθία.
Σε έναν πόλεμο δεν υπάρχουν αθώα ή ένοχα θύματα. Ενοχες
πολιτικές ενδεχομένως και να υπάρχουν, θύματα όμως όχι. Τα θύματα είναι
οι θυσίες ενός λαού στο βωμό των ιδανικών της ελευθερίας".
βιβλίο Ελληνικά Ολοκαυτώματα, σελ. 121
Στις 10 Απριλίου 1943, στις 9 το πρωί, σε μια επιχείρηση αντιποίνων
εναντίον αμάχων, Ιταλική φάλαγγα κινήθηκε με κατεύθυνση την Βουνιχώρα. Η
καμπάνα του χωριού έδωσε το σύνθημα στους χωριανούς να απομακρυνθούν
από το χωριό. "Μερικοί αργοπορημένοι και κάποιοι ανήμποροι γέροντες, που
έμειναν οικειοθελώς στο χωριό, συνελήφθησαν απ’ τους Ιταλούς, οι οποίοι
τους έστησαν μπροστά στη μάντρα του Σκαρτσίνη.
Πέντε Βουνιχωριώτισες θανατώθηκαν απ’ τους Ιταλούς, επί τόπου μέσα στις αυλές των σπιτιών τους, όταν προσπάθησαν να αποτρέψουν τους κατακτητές, στο να προβούν στην πυρπόληση της περιουσίας τους....
Είκοσι οκτώ ακόμα χωριανοί, μεταξύ αυτών ο υπέργηρος Λουκάς Γκιούλος και ο ανάπηρος, ήρωας του Ελληνοϊταλικού πολέμου Ηλίας Κατσακούλας με κομμένα τα δυο του πόδια, στήθηκαν απροκάλυπτα μπροστά στις κάνες των Ιταλικών πολυβόλων.
Ο αγέρωχος ήρωας Ηλίας Κατσακούλας, περιφρονώντας το θάνατο, πρόλαβε να φωνάξει προς τους Ιταλούς, πριν τους θερίσουν οι φονικές ριπές των πολυβόλων, «Χτυπάτε δειλοί, το δείξατε ποιοι είσαστε στην Αλβανία. Ζήτω η Αθάνατη Ελλάδα!» Φράση, για την οποίαν, εξαγριώθηκε ο Ιταλός αξιωματικός και του έκοψε τη γλώσσα.
Το γεγονός αυτό, έγινε γνωστό σε μας, απ’ τους δύο διασωθέντες της εκτέλεσης γέροντες, τον Ιωάννη Αναγνωστόπουλο ή Κακαλίνη και τον Γεώργιο Γκούλτα ή Σκαρτσίνη, οι οποίοι διασώθηκαν τραυματισμένοι και επέζησαν της ομαδικής εκτέλεσης, παρά την προσπάθεια του Ιταλού αξιωματικού, να τους αποτελειώσει με την χαριστική βολή...
Η μανία των κατακτητών δεν κατευνάστηκε από το αίμα των αδικοχαμένων Βουνιχωριτών, παρέδωσαν τα κτίσματα στην αδηφάγο μανία της φωτιάς, καταστρέφοντας ολοσχερώς το χωριό, αφού πρώτα επιδόθηκαν σε λεηλασία.
Από τα 207 σπίτια του χωριού, τα 175 κάηκαν ολοσχερώς και τα 5 μερικώς... Η σκιά του θανάτου απλώθηκε πάνω απ’ το χωριό, αναμείχθηκε με τους μαύρους καπνούς που έβγαιναν απ’ τα πυρπολημένα σπίτια και ενώθηκε με τους θρήνους των γυναικών και των συγγενών των θυμάτων, που έσπευσαν στο τόπο της θυσίας να αναγνωρίσουν τους δικούς τους ανάμεσα στα άμορφα πτώματα και να διασώσουν τους τραυματίες από ένα τεράστιο σωρό, με αιματοκυλισμένα και ακρωτηριασμένα ανθρώπινα σώματα... Με κίνδυνο της ζωής τους άρχισαν το μοιρολόγι και επιδόθηκαν στο άχαρο καθήκον του ενταφιασμού των ηρώων, που έγινε πρόχειρα σε κήπους, περιβόλια και ομαδικό τάφο, χωρίς παπά και εξόδιο ακολουθία.
Σε έναν πόλεμο δεν υπάρχουν αθώα ή ένοχα θύματα. Ενοχες πολιτικές ενδεχομένως και να υπάρχουν, θύματα όμως όχι. Τα θύματα είναι οι θυσίες ενός λαού στο βωμό των ιδανικών της ελευθερίας".
βιβλίο Ελληνικά Ολοκαυτώματα, σελ. 121
Πέντε Βουνιχωριώτισες θανατώθηκαν απ’ τους Ιταλούς, επί τόπου μέσα στις αυλές των σπιτιών τους, όταν προσπάθησαν να αποτρέψουν τους κατακτητές, στο να προβούν στην πυρπόληση της περιουσίας τους....
Είκοσι οκτώ ακόμα χωριανοί, μεταξύ αυτών ο υπέργηρος Λουκάς Γκιούλος και ο ανάπηρος, ήρωας του Ελληνοϊταλικού πολέμου Ηλίας Κατσακούλας με κομμένα τα δυο του πόδια, στήθηκαν απροκάλυπτα μπροστά στις κάνες των Ιταλικών πολυβόλων.
Ο αγέρωχος ήρωας Ηλίας Κατσακούλας, περιφρονώντας το θάνατο, πρόλαβε να φωνάξει προς τους Ιταλούς, πριν τους θερίσουν οι φονικές ριπές των πολυβόλων, «Χτυπάτε δειλοί, το δείξατε ποιοι είσαστε στην Αλβανία. Ζήτω η Αθάνατη Ελλάδα!» Φράση, για την οποίαν, εξαγριώθηκε ο Ιταλός αξιωματικός και του έκοψε τη γλώσσα.
Το γεγονός αυτό, έγινε γνωστό σε μας, απ’ τους δύο διασωθέντες της εκτέλεσης γέροντες, τον Ιωάννη Αναγνωστόπουλο ή Κακαλίνη και τον Γεώργιο Γκούλτα ή Σκαρτσίνη, οι οποίοι διασώθηκαν τραυματισμένοι και επέζησαν της ομαδικής εκτέλεσης, παρά την προσπάθεια του Ιταλού αξιωματικού, να τους αποτελειώσει με την χαριστική βολή...
Η μανία των κατακτητών δεν κατευνάστηκε από το αίμα των αδικοχαμένων Βουνιχωριτών, παρέδωσαν τα κτίσματα στην αδηφάγο μανία της φωτιάς, καταστρέφοντας ολοσχερώς το χωριό, αφού πρώτα επιδόθηκαν σε λεηλασία.
Από τα 207 σπίτια του χωριού, τα 175 κάηκαν ολοσχερώς και τα 5 μερικώς... Η σκιά του θανάτου απλώθηκε πάνω απ’ το χωριό, αναμείχθηκε με τους μαύρους καπνούς που έβγαιναν απ’ τα πυρπολημένα σπίτια και ενώθηκε με τους θρήνους των γυναικών και των συγγενών των θυμάτων, που έσπευσαν στο τόπο της θυσίας να αναγνωρίσουν τους δικούς τους ανάμεσα στα άμορφα πτώματα και να διασώσουν τους τραυματίες από ένα τεράστιο σωρό, με αιματοκυλισμένα και ακρωτηριασμένα ανθρώπινα σώματα... Με κίνδυνο της ζωής τους άρχισαν το μοιρολόγι και επιδόθηκαν στο άχαρο καθήκον του ενταφιασμού των ηρώων, που έγινε πρόχειρα σε κήπους, περιβόλια και ομαδικό τάφο, χωρίς παπά και εξόδιο ακολουθία.
Σε έναν πόλεμο δεν υπάρχουν αθώα ή ένοχα θύματα. Ενοχες πολιτικές ενδεχομένως και να υπάρχουν, θύματα όμως όχι. Τα θύματα είναι οι θυσίες ενός λαού στο βωμό των ιδανικών της ελευθερίας".
βιβλίο Ελληνικά Ολοκαυτώματα, σελ. 121
να δημοσιευσετε ολα τα ονοματα των πεσοντων στη Βουνιχωρα
ΑπάντησηΔιαγραφή