ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ ΣΤΗΝ ΑΡΑΧΩΒΑ ΤΟΥ 1940!
Χρίστος Ε. Μαυρόπουλος
Αύγουστος μήνας δροσερός !
Απόγιομα Σαββάτου κι αλαφρανάσαινε ο Παρνασσός,
γουρμάζανε στ’ αμπέλια τα σταφύλια, αχνογυαλίζανε στον
ελαιώνα
οι ελιές, και στο χωριό, αγάλι – αγάλι βγαίναν οι γυναίκες στα κουσούλτα,
οι άντρες στο λακιρντί της αγοράς,
κι οι δυο οι μαραγκοί με παραγιούς
Στ’ “αλώνια!”
Εκεί που σήμερα υπάρχει και φεγγίζει το Γυμνάσιο!
Εκεί θα γίνονταν το παζάρι.
Όπως και κάθε χρόνο, από τα χρόνια τα παλιά.
Από τα χρόνια που οι γυναίκες του χωριού στον
αργαλειό μεγάλωναν,
τραγούδαγαν κι υφαίνανε τα όνειρά τους γενιά με τη γενιά,
ώσπου να γίνουν έρωτας, πουλιά, παράδοση και φαμελιά
στ’ ανέμου τα γυρίσματα!
Κι αυτό είναι που πέρασε στο χρόνο ,και ντόπιοι κι αλλόγλωσσοι
αρχοντοκεφαλάδες,
μα και ξενομερίτες ταπεινοί,
ανθρώποι καθημερινοί, δώσανε γνώμη
πως τα καλύτερα υφαντά τα υφαίνουν οι γυναίκες
στην Αράχωβα!
Κι έτσι, ερχόσαντε τον κάθε χρόνο σμάρια – σμάρια πραματευτάδες,
εμπόροι, γυρολόγοι, απ’ την Αθήνα,
τις πολιτείες και τα γυροχώρια,
νοικιάζανε για το δεκάημερο – τόσο κράταγε το παζάρι – μια ξύλινη παράγκα
απ’ την Κοινότητα κι απογυρεύανε, περιχουγιάζοντας,
πραμάτειες
να πουλήσουν με παρά,
μα έγνοια το’χανε και σεβντά τράμπα να κάμουν
μ’αραχωβίτικα καρπίτια, τσάντες,
ριχτάρια και χαλάκια, που στο κατόπι
τα μοσκοπουλάγανε στις αρχοντοκυράδες της Αθήνας με διάφορο πολύ,
θα έλεγα στα διπλά!!
Και φέρνανε γι’αυτό… του κόσμου τα καλούδια:
Καζάνια, ταψιά, τσουκαλοπίνακα
ασημογανωμένα, ρουγιά,
χαβάνια, μύλους του καφέ από
μπρούτζο, που γυάλιζαν
στο φως της ασετυλίνης και μοιάζανε
μαλαματένια!
Φέρναν και σκόνες για τις ψείρες, τα
δόντια, τα κουζινικά, τις κατσαρίδες…
ψαλίδια, δαχτυλήθρες, γυαλιά,
ξυραφάκια, τσακμάκια, έμπλαστρα,
λάβδανο σε μπουκαλάκια, ζαχαρίνες και θρεψίνες σε τσίγκινα
κουτιά!
Μα εκεί που γίνονταν το πιο μεγάλο
νταραβέρι, οι τράμπες, και τα πολλά
παζάρια, ήταν στων κοριτσιών τις προίκες, γιατί πολύξεροι
και πολυκαιρισμένοι
εμπόροι , τζαναμπέτηδες, γυρεύανε
δυο καρπίτια για την κάθε προίκα
που’χε λευκοσέντονα, μαξιλαροθήκες, τραπεζομάντηλα,
το πάπλωμα,
αραχνοπάνια για κεφαλομάντηλα, μεταξωτά
πουκάμισα και το βελούδινο
‘σωκάρδι χρυσοφάδιαστο και ψιλοκεντημένο!
Και για τους άντρες ;
Στο λάσκο και στ’αβόζο τα ντρίλια, οι αλατσάδες,
τα τσελβόλια
και τα γκρίζα χωριατόπανα!
Κι αρχίνιζε
τ’ αλισβερίσι της ΠΑΝΑΓΙΑΣ
ανήμερα, τ’απόβραδο
κατά πώς ήτανε και το συνήθειο!
Αχ, και λίμπιζε το παζάρι στο φως του
φεγγαριού και της ασετυλίνης!
Και σου λιγώνανε και την καρδιά, απ’ την άλλη, τα
κοντοσούβλια, τα κοκορέτσια,
τα σπληνάντερα, που ψήνανε παρέκει
της αγοράς οι χολιασμένοι, που δε
“σταυρώναν” δεκαράκι και στήνανε
στασιάρικα, μικρά παραγκάκια
μπρος στο σπίτι του ΑΓΓΕΛΗ, στου ΜΠΑΛΑΛΟΥΚΑ, στου ΚΟΚΚΩΝΗ
κι αντικρυστά και το “ εννιάσφαιρο” ν’αναβαπτίζει
στο μπρούσκο
όλη της Ρούμελης τη λεβεντιά!
Κι ύστερα, ήρθε ο πόλεμος, και το παζάρι
… δεν έγινε ξανά!
Ίσως, μια – δυο φορές στη δεκαετία
’55- ’65, μα… όλα ήτανε μισά!
Ευχαριστούμε τον Γιάννη Λουκά για την αποστολή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου