«εάν τα αεροσκάφη
είχαν πωληθεί με το κλείσιμο της εταιρίας όταν ακόμα ήταν πλόϊμα η τιμή
και για τα 4 θα μπορούσε να φτάσει ακόμα και στα 170 με 180 εκατ. ευρώ»,
ενώ σύμφωνα με εκτιμήσεις άλλων τεχνικών, «εάν αληθεύει ότι πουλήθηκαν
προς 31 εκατ. ευρώ και τα 4 αεροπλάνα, τότε μιλάμε για τιμή scrap».
Νέα πολιτική αμφισβήτηση για την εσπευσμένη πώληση των τεσσάρων airbus της «παλαιάς Ολυμπιακής» στην Apollo Aviation Group, με τιμή κατά 50 εκατ. μικρότερη για το κάθε ένα από αυτά, από τη μέση τιμή προσφοράς που είχε ισχύσει σε διαγωνισμό, ένα χρόνο πριν! Σε ανακοίνωσή του το υπουργείο Οικονομικών δεν αμφισβητεί αυτή την ...
οικονομική διαφορά. Ξεκαθαρίζει όμως ότι τα δεδομένα άλλαξαν και κάθε καθυστέρηση πώλησης των αεροσκαφών, θα απέβαινε σε βάρος του δημοσίου και της δυνατότητας να πουληθούν μελλοντικά, επικαλούμενο στοιχεία.
Άλλα στοιχεία προκύπτουν από την κριτική του ΣΥΡΙΖΑ και της Δημοκρατικής Συμμαχίας. Ωστόσο, παρά την επίκληση στοιχείων και δεδομένων, εκατέρωθεν, έντονη είναι η αίσθηση ότι οι αγοραστές, απλώς περίμεναν ή και δρομολογούσαν τις εξελίξεις, με τις οποίες θα κατόρθωναν να μειώσουν σε ένα χρόνο μέσα, τη δαπάνη για την αγορά των τεσσάρων airbus κατά 20 εκατομμύρια δολάρια, επ’ ωφελεία τους και σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου!
Για να γίνει πιο κατανοητό το θέμα, παρατίθενται πρώτα τα στοιχεία
της κριτικής για την αγορά των αεροσκαφών και την διευκρινιστική
απάντηση που εξέδωσε στη συνέχεια το υπουργείο Οικονομικών:
ΣΥΝ: Καυτά ερωτήματα
Ο υπεύθυνος Εξωτερικής Πολιτικής και Άμυνας του ΣΥΝ, Κώστας Ήσυχος, δήλωσε:
«Η πρόσφατη πώληση-εξπρές των τεσσάρων airbus, ιδιοκτησίας του ελληνικού δημοσίου, με πλειοδοτικό διαγωνισμό, εγείρει πολιτικά ερωτήματα, και όχι μόνο, που σχετίζονται με τη νομιμότητα και την ηθική πτυχή μιας πολιτικής ηγεσίας που γράφει στα παλιά της «υποδήματα», την πραγματική και ουσιαστική έννοια της διαφύλαξης του δημοσίου συμφέροντος.
-Γιατί πριν από περίπου ένα χρόνο πραγματοποιήθηκε πλειοδοτικός διαγωνισμός για την πώληση των τεσσάρων Airbus, με τη συμμετοχή τουλάχιστον τριών ενδιαφερομένων εταιριών (μεταξύ τους και οι σημερινοί αγοραστές), όπου κηρύχθηκε άγονος, γιατί το προσφερόμενο τίμημα κινήθηκε περίπου στα 90 εκ. ευρώ για το κάθε αεροσκάφος, ενώ σήμερα η πώληση στα 30 περίπου εκ. ευρώ, θεωρείται «ικανοποιητική»;
-Γιατί στην κοινοποίηση της απόφασης δεν δίνονται καθόλου λεπτομέρειες για τη συμμετοχή των ενδιαφερομένων εταιριών και τις προσφορές τους;
-Γιατί το τίμημα της πώλησης των αεροσκαφών δεν ανακοινώθηκε, όπως είχε συμβεί στην περίπτωση της ματαιωθείσας αγοράς των Airbus προς 95 εκατ. ευρώ από την Cirrus, πριν από ένα χρόνο, η οποία εν τέλει αποσύρθηκε από τη διαδικασία;
-Για ποιο λόγο η συγκεκριμένη αποκρατικοποίηση, που καταδεικνύει κινητικότητα στο μέτωπο της αξιοποίησης των κρατικών περιουσιακών στοιχείων, και για την οποία άλλωστε είναι συναρμόδια πέντε υπουργεία, σχεδόν "πέρασε απαρατήρητη", έχοντας δημοσιοποιηθεί μόνο στο "Διαύγεια";
-Ποια η αμοιβή της εταιρίας συμβούλων Lazzard στην όλη υπόθεση και γιατί η εκκαθαριστική εταιρία δεν ανέλαβε την υπόθεση πώλησης και δόθηκε σε ιδιωτική εταιρία σύμβουλο;»
ΔΗ.ΣΥ: 65 εκατ. ευρώ κοστίζει η αδράνεια των κυβερνήσεων
Ο εκπρόσωπος Τύπου της Δημοκρατικής Συμμαχίας Δημήτρης Ζαφειριάδης, δήλωσε:
«Η αδράνεια των κυβερνήσεων έχει κόστος και μάλιστα μεγάλο, το οποίο πληρώνει ο ελληνικός λαός. Στην υπόθεση των τεσσάρων Airbus της παλιάς Ολυμπιακής, που είναι αντίστοιχη με αυτή της καθυστερημένης πώλησης του ποσοστού του ΟΤΕ, η αδράνεια κόστισε στον ελληνικό λαό τουλάχιστον 65 εκατομμύρια ευρώ.
Και στις δύο περιπτώσεις η καθυστέρηση στη λήψη αποφάσεων, αλλά και η μακροχρόνια υπονόμευση της πολιτικής των αποκρατικοποιήσεων, οδήγησε σε πολύ χαμηλότερο τίμημα.
Από τις εξελίξεις προκύπτει ότι η πρόβλεψη για πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων 50 δις ευρώ σε πέντε χρόνια (που πρότειναν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ και αφελώς δέχθηκε η τρόικα) είναι μη ρεαλιστική, όπως εξ’ αρχής έχει επισημάνει η Δημοκρατική Συμμαχία.
Και αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη από τα κόμματα που συμμετέχουν στην κυβέρνηση συνεργασίας (αλλά και από εκπροσώπους τους στο Δ.Σ. του Ταμείου Αξιοποίησης Ακίνητης Περιουσίας) για το σχεδιασμό μιας αποδοτικής πολιτικής αποκρατικοποιήσεων και αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας».
Απάντηση –διευκρινίσεις του υπουργείου Οικονομικών
Η Γραμματεία της Διυπουργικής Επιτροπής Αποκρατικοποιήσεων και Αναδιαρθρώσεων (ΔΕΑΑ) σε ανακοίνωσή της αναφέρει ότι:
«Η πώληση των τεσσάρων αεροσκαφών τύπου Airbus A340-300, ιδιοκτησίας του ελληνικού Δημοσίου, που χρησιμοποιούσε η παλιά Ολυμπιακή έως το Σεπτέμβριο του 2009, είναι ενταγμένη στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, προβλέπεται στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής και συνιστά υποχρέωση της χώρας, σύμφωνα με το Μνημόνιο συνεργασίας με την τρόικα που ελέγχει διαρκώς την υπέρβαση των σχετικών προθεσμιών.
Kατά τον πρώτο διεθνή ανοικτό διαγωνισμό που προκηρύχθηκε από την ΔΕΑΑ στο τέλος του 2009, η πλειοδότρια εταιρεία (Cirrus International) που είχε προσφέρει το ποσό των 97 εκατ. δολαρίων απέσυρε το ενδιαφέρον της εξαιτίας αδυναμίας χρηματοδότησης της συναλλαγής.
Μετά από εξέταση των υπολοίπων προσφορών που είχαν υποβληθεί στο πλαίσιο αυτού του πρώτου διαγωνισμού και τις σχετικές εισηγήσεις των χρηματοοικονομικών και νομικών συμβούλων, ο διαγωνισμός κηρύχθηκε άγονος τον Δεκέμβριο του 2010 και αποφασίστηκε η επαναπροκήρυξή του από τη ΔΕΑΑ.
Από το Σεπτέμβριο του 2009 έως σήμερα, την καθημερινή διαχείριση και επίβλεψη των αεροσκαφών (στάθμευση, ασφάλιση, ελάχιστη συντήρηση κλπ.) ασκεί η υπό εκκαθάριση εταιρία «Ολυμπιακές Αερογραμμές», με βάση σχετική σύμβαση που έχει υπογράψει με το ελληνικό Δημόσιο. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου, τα τέσσερα αεροσκάφη βρίσκονταν σε preservation mode (δηλαδή, στην ελάχιστη συντήρηση που επιβάλει η Airbus για αεροσκάφη τα οποία δεν βρίσκονται σε λειτουργία). Σύμφωνα δε με πρόσφατη εκτίμηση των τεχνικών συμβούλων της Lazard, μόνο το κόστος της επένδυσης που θα απαιτείτο για να καταστούν τα τέσσερα αεροσκάφη πλήρως αξιόπλοα σήμερα θα υπερέβαινε τα 47 εκατ. δολάρια.
O δεύτερος διεθνής ανοικτός διαγωνισμός προκηρύχθηκε από τη ΔΕΑΑ στις αρχές του 2011, πριν την ίδρυση του Ταμείου Αξιοποίησης Δημόσιας Περιουσίας του Δημοσίου, και το στάδιο των τελικών προσφορών έληξε στις 20 Ιουνίου 2011. Πλειοδότης ανακηρύχθηκε τον Αύγουστο του 2011 η Apollo Aviation Group, η οποία και προσέφερε το μεγαλύτερο τίμημα (40,4 εκατ. δολάρια) μεταξύ των εταιριών που συμμετείχαν στην τελική φάση της διαδικασίας. Οι άλλες τρεις εταιρείες που συμμετείχαν στην τελική φάση της διαδικασίας ήταν η AerSale Inc. (35 εκατ. δολάρια), η AAR Corp. (33,6 εκατ. δολάρια) και η Universal Asset Management Inc. (24,04 εκατ. δολάρια). Επισημαίνεται επίσης ότι κάποιες εταιρίες εξέφρασαν ενδιαφέρον για τα αεροσκάφη ατύπως και εκτός του πλαισίου της διαγωνιστικής διαδικασίας, συνεπώς δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη σύμφωνα με τον νόμο.
Ο διαγωνισμός διενεργήθηκε σύμφωνα με την εθνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία και κατακυρώθηκε βάσει των εισηγήσεων που υπεβλήθησαν στη ΔΕΑΑ από τον χρηματοοικονομικό και το νομικό σύμβουλο για κατακύρωση στην πλειοδότρια εταιρία. Σημειώνεται ότι η διεθνής αγορά για αυτό τον τύπο αεροσκαφών βαίνει μειούμενη επειδή εκτιμήθηκαν από τους αερομεταφορείς ως κοστοβόρα (εξάλλου και η Airbus διέκοψε πρόσφατα την παραγωγή τους).
Οποιαδήποτε δε περαιτέρω καθυστέρηση ως προς την πώληση, πέραν του χρονικού ορίου που είχε τεθεί από το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής, θα ενείχε σημαντικό κίνδυνο ακόμη μεγαλύτερης ή μάλλον ραγδαίας απαξίωσης των από διετίας σταθμευμένων αεροσκαφών για τεχνικούς λόγους (λήξη ισχύος και άλλων ανταλλακτικών και μερών).
Συνεπώς, εάν αποφασιζόταν να επανακηρυχθεί νέος διεθνής διαγωνισμός, θα κατέληγε ουσιαστικά σε ακόμη μικρότερες προσφορές ή και σε παντελή αδυναμία ολοκλήρωσης σοβαρής αγοραπωλησίας, ενώ το κόστος του ελληνικού Δημοσίου για την διαχείριση των αεροσκαφών από την υπό εκκαθάριση Ολυμπιακή θα συνεχιζόταν να αυξάνεται. Η προσφορά της πλειοδότριας εταιρείας κινείται εντός του εύρους της επιτόπιας ανεξάρτητης αποτίμησης, η οποία υποβλήθηκε στην ΔΕΑΑ σύμφωνα με το νόμο.
Τέλος, επισημαίνεται ότι θέματα που σχετίζονται με τους μετόχους ή ιδιοκτήτες της πλειοδότριας εταιρίας δεν αφορούν τη διαγωνιστική διαδικασία ούτε εξετάστηκαν κατά τη διάρκειά της αφού δεν συνδέονται με τους όρους και τα κριτήριά της»
Πάντως, σύμφωνα με δηλώσεις του Γρ. Κωνσταντέλλου, πρώην προέδρου της Ένωσης Χειριστών Ολυμπιακής στην εφημερίδα «Έθνος», «εάν τα αεροσκάφη είχαν πωληθεί με το κλείσιμο της εταιρίας όταν ακόμα ήταν πλόϊμα η τιμή και για τα 4 θα μπορούσε να φτάσει ακόμα και στα 170 με 180 εκατ. ευρώ», ενώ σύμφωνα με εκτιμήσεις άλλων τεχνικών, «εάν αληθεύει ότι πουλήθηκαν προς 31 εκατ. ευρώ και τα 4 αεροπλάνα, τότε μιλάμε για τιμή scrap».
Νέα πολιτική αμφισβήτηση για την εσπευσμένη πώληση των τεσσάρων airbus της «παλαιάς Ολυμπιακής» στην Apollo Aviation Group, με τιμή κατά 50 εκατ. μικρότερη για το κάθε ένα από αυτά, από τη μέση τιμή προσφοράς που είχε ισχύσει σε διαγωνισμό, ένα χρόνο πριν! Σε ανακοίνωσή του το υπουργείο Οικονομικών δεν αμφισβητεί αυτή την ...
οικονομική διαφορά. Ξεκαθαρίζει όμως ότι τα δεδομένα άλλαξαν και κάθε καθυστέρηση πώλησης των αεροσκαφών, θα απέβαινε σε βάρος του δημοσίου και της δυνατότητας να πουληθούν μελλοντικά, επικαλούμενο στοιχεία.
Άλλα στοιχεία προκύπτουν από την κριτική του ΣΥΡΙΖΑ και της Δημοκρατικής Συμμαχίας. Ωστόσο, παρά την επίκληση στοιχείων και δεδομένων, εκατέρωθεν, έντονη είναι η αίσθηση ότι οι αγοραστές, απλώς περίμεναν ή και δρομολογούσαν τις εξελίξεις, με τις οποίες θα κατόρθωναν να μειώσουν σε ένα χρόνο μέσα, τη δαπάνη για την αγορά των τεσσάρων airbus κατά 20 εκατομμύρια δολάρια, επ’ ωφελεία τους και σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου!
ΣΥΝ: Καυτά ερωτήματα
Ο υπεύθυνος Εξωτερικής Πολιτικής και Άμυνας του ΣΥΝ, Κώστας Ήσυχος, δήλωσε:
«Η πρόσφατη πώληση-εξπρές των τεσσάρων airbus, ιδιοκτησίας του ελληνικού δημοσίου, με πλειοδοτικό διαγωνισμό, εγείρει πολιτικά ερωτήματα, και όχι μόνο, που σχετίζονται με τη νομιμότητα και την ηθική πτυχή μιας πολιτικής ηγεσίας που γράφει στα παλιά της «υποδήματα», την πραγματική και ουσιαστική έννοια της διαφύλαξης του δημοσίου συμφέροντος.
-Γιατί πριν από περίπου ένα χρόνο πραγματοποιήθηκε πλειοδοτικός διαγωνισμός για την πώληση των τεσσάρων Airbus, με τη συμμετοχή τουλάχιστον τριών ενδιαφερομένων εταιριών (μεταξύ τους και οι σημερινοί αγοραστές), όπου κηρύχθηκε άγονος, γιατί το προσφερόμενο τίμημα κινήθηκε περίπου στα 90 εκ. ευρώ για το κάθε αεροσκάφος, ενώ σήμερα η πώληση στα 30 περίπου εκ. ευρώ, θεωρείται «ικανοποιητική»;
-Γιατί στην κοινοποίηση της απόφασης δεν δίνονται καθόλου λεπτομέρειες για τη συμμετοχή των ενδιαφερομένων εταιριών και τις προσφορές τους;
-Γιατί το τίμημα της πώλησης των αεροσκαφών δεν ανακοινώθηκε, όπως είχε συμβεί στην περίπτωση της ματαιωθείσας αγοράς των Airbus προς 95 εκατ. ευρώ από την Cirrus, πριν από ένα χρόνο, η οποία εν τέλει αποσύρθηκε από τη διαδικασία;
-Για ποιο λόγο η συγκεκριμένη αποκρατικοποίηση, που καταδεικνύει κινητικότητα στο μέτωπο της αξιοποίησης των κρατικών περιουσιακών στοιχείων, και για την οποία άλλωστε είναι συναρμόδια πέντε υπουργεία, σχεδόν "πέρασε απαρατήρητη", έχοντας δημοσιοποιηθεί μόνο στο "Διαύγεια";
-Ποια η αμοιβή της εταιρίας συμβούλων Lazzard στην όλη υπόθεση και γιατί η εκκαθαριστική εταιρία δεν ανέλαβε την υπόθεση πώλησης και δόθηκε σε ιδιωτική εταιρία σύμβουλο;»
ΔΗ.ΣΥ: 65 εκατ. ευρώ κοστίζει η αδράνεια των κυβερνήσεων
Ο εκπρόσωπος Τύπου της Δημοκρατικής Συμμαχίας Δημήτρης Ζαφειριάδης, δήλωσε:
«Η αδράνεια των κυβερνήσεων έχει κόστος και μάλιστα μεγάλο, το οποίο πληρώνει ο ελληνικός λαός. Στην υπόθεση των τεσσάρων Airbus της παλιάς Ολυμπιακής, που είναι αντίστοιχη με αυτή της καθυστερημένης πώλησης του ποσοστού του ΟΤΕ, η αδράνεια κόστισε στον ελληνικό λαό τουλάχιστον 65 εκατομμύρια ευρώ.
Και στις δύο περιπτώσεις η καθυστέρηση στη λήψη αποφάσεων, αλλά και η μακροχρόνια υπονόμευση της πολιτικής των αποκρατικοποιήσεων, οδήγησε σε πολύ χαμηλότερο τίμημα.
Από τις εξελίξεις προκύπτει ότι η πρόβλεψη για πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων 50 δις ευρώ σε πέντε χρόνια (που πρότειναν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ και αφελώς δέχθηκε η τρόικα) είναι μη ρεαλιστική, όπως εξ’ αρχής έχει επισημάνει η Δημοκρατική Συμμαχία.
Και αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη από τα κόμματα που συμμετέχουν στην κυβέρνηση συνεργασίας (αλλά και από εκπροσώπους τους στο Δ.Σ. του Ταμείου Αξιοποίησης Ακίνητης Περιουσίας) για το σχεδιασμό μιας αποδοτικής πολιτικής αποκρατικοποιήσεων και αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας».
Απάντηση –διευκρινίσεις του υπουργείου Οικονομικών
Η Γραμματεία της Διυπουργικής Επιτροπής Αποκρατικοποιήσεων και Αναδιαρθρώσεων (ΔΕΑΑ) σε ανακοίνωσή της αναφέρει ότι:
«Η πώληση των τεσσάρων αεροσκαφών τύπου Airbus A340-300, ιδιοκτησίας του ελληνικού Δημοσίου, που χρησιμοποιούσε η παλιά Ολυμπιακή έως το Σεπτέμβριο του 2009, είναι ενταγμένη στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, προβλέπεται στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής και συνιστά υποχρέωση της χώρας, σύμφωνα με το Μνημόνιο συνεργασίας με την τρόικα που ελέγχει διαρκώς την υπέρβαση των σχετικών προθεσμιών.
Kατά τον πρώτο διεθνή ανοικτό διαγωνισμό που προκηρύχθηκε από την ΔΕΑΑ στο τέλος του 2009, η πλειοδότρια εταιρεία (Cirrus International) που είχε προσφέρει το ποσό των 97 εκατ. δολαρίων απέσυρε το ενδιαφέρον της εξαιτίας αδυναμίας χρηματοδότησης της συναλλαγής.
Μετά από εξέταση των υπολοίπων προσφορών που είχαν υποβληθεί στο πλαίσιο αυτού του πρώτου διαγωνισμού και τις σχετικές εισηγήσεις των χρηματοοικονομικών και νομικών συμβούλων, ο διαγωνισμός κηρύχθηκε άγονος τον Δεκέμβριο του 2010 και αποφασίστηκε η επαναπροκήρυξή του από τη ΔΕΑΑ.
Από το Σεπτέμβριο του 2009 έως σήμερα, την καθημερινή διαχείριση και επίβλεψη των αεροσκαφών (στάθμευση, ασφάλιση, ελάχιστη συντήρηση κλπ.) ασκεί η υπό εκκαθάριση εταιρία «Ολυμπιακές Αερογραμμές», με βάση σχετική σύμβαση που έχει υπογράψει με το ελληνικό Δημόσιο. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου, τα τέσσερα αεροσκάφη βρίσκονταν σε preservation mode (δηλαδή, στην ελάχιστη συντήρηση που επιβάλει η Airbus για αεροσκάφη τα οποία δεν βρίσκονται σε λειτουργία). Σύμφωνα δε με πρόσφατη εκτίμηση των τεχνικών συμβούλων της Lazard, μόνο το κόστος της επένδυσης που θα απαιτείτο για να καταστούν τα τέσσερα αεροσκάφη πλήρως αξιόπλοα σήμερα θα υπερέβαινε τα 47 εκατ. δολάρια.
O δεύτερος διεθνής ανοικτός διαγωνισμός προκηρύχθηκε από τη ΔΕΑΑ στις αρχές του 2011, πριν την ίδρυση του Ταμείου Αξιοποίησης Δημόσιας Περιουσίας του Δημοσίου, και το στάδιο των τελικών προσφορών έληξε στις 20 Ιουνίου 2011. Πλειοδότης ανακηρύχθηκε τον Αύγουστο του 2011 η Apollo Aviation Group, η οποία και προσέφερε το μεγαλύτερο τίμημα (40,4 εκατ. δολάρια) μεταξύ των εταιριών που συμμετείχαν στην τελική φάση της διαδικασίας. Οι άλλες τρεις εταιρείες που συμμετείχαν στην τελική φάση της διαδικασίας ήταν η AerSale Inc. (35 εκατ. δολάρια), η AAR Corp. (33,6 εκατ. δολάρια) και η Universal Asset Management Inc. (24,04 εκατ. δολάρια). Επισημαίνεται επίσης ότι κάποιες εταιρίες εξέφρασαν ενδιαφέρον για τα αεροσκάφη ατύπως και εκτός του πλαισίου της διαγωνιστικής διαδικασίας, συνεπώς δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη σύμφωνα με τον νόμο.
Ο διαγωνισμός διενεργήθηκε σύμφωνα με την εθνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία και κατακυρώθηκε βάσει των εισηγήσεων που υπεβλήθησαν στη ΔΕΑΑ από τον χρηματοοικονομικό και το νομικό σύμβουλο για κατακύρωση στην πλειοδότρια εταιρία. Σημειώνεται ότι η διεθνής αγορά για αυτό τον τύπο αεροσκαφών βαίνει μειούμενη επειδή εκτιμήθηκαν από τους αερομεταφορείς ως κοστοβόρα (εξάλλου και η Airbus διέκοψε πρόσφατα την παραγωγή τους).
Οποιαδήποτε δε περαιτέρω καθυστέρηση ως προς την πώληση, πέραν του χρονικού ορίου που είχε τεθεί από το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής, θα ενείχε σημαντικό κίνδυνο ακόμη μεγαλύτερης ή μάλλον ραγδαίας απαξίωσης των από διετίας σταθμευμένων αεροσκαφών για τεχνικούς λόγους (λήξη ισχύος και άλλων ανταλλακτικών και μερών).
Συνεπώς, εάν αποφασιζόταν να επανακηρυχθεί νέος διεθνής διαγωνισμός, θα κατέληγε ουσιαστικά σε ακόμη μικρότερες προσφορές ή και σε παντελή αδυναμία ολοκλήρωσης σοβαρής αγοραπωλησίας, ενώ το κόστος του ελληνικού Δημοσίου για την διαχείριση των αεροσκαφών από την υπό εκκαθάριση Ολυμπιακή θα συνεχιζόταν να αυξάνεται. Η προσφορά της πλειοδότριας εταιρείας κινείται εντός του εύρους της επιτόπιας ανεξάρτητης αποτίμησης, η οποία υποβλήθηκε στην ΔΕΑΑ σύμφωνα με το νόμο.
Τέλος, επισημαίνεται ότι θέματα που σχετίζονται με τους μετόχους ή ιδιοκτήτες της πλειοδότριας εταιρίας δεν αφορούν τη διαγωνιστική διαδικασία ούτε εξετάστηκαν κατά τη διάρκειά της αφού δεν συνδέονται με τους όρους και τα κριτήριά της»
Πάντως, σύμφωνα με δηλώσεις του Γρ. Κωνσταντέλλου, πρώην προέδρου της Ένωσης Χειριστών Ολυμπιακής στην εφημερίδα «Έθνος», «εάν τα αεροσκάφη είχαν πωληθεί με το κλείσιμο της εταιρίας όταν ακόμα ήταν πλόϊμα η τιμή και για τα 4 θα μπορούσε να φτάσει ακόμα και στα 170 με 180 εκατ. ευρώ», ενώ σύμφωνα με εκτιμήσεις άλλων τεχνικών, «εάν αληθεύει ότι πουλήθηκαν προς 31 εκατ. ευρώ και τα 4 αεροπλάνα, τότε μιλάμε για τιμή scrap».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου