παιδί μου κάναμε πολλές φορές ξενύχτια και φτιάναμε φουστανέλες, τσαρούχια, σαλάχια, φέσια, σπαθιά και κουμπούρες όμοια του 1821. Ετοιμάζαμε και γιλέκα, πουκάμισα, φορεσιές με χρυσά όπως φορούνε οι πασάδες και μια σούβλα μ' ένα σκελετό από λαμαρίνα, ώστε αφού καεί ο Διάκος να φανούν τα κόκαλά του. Φτιάξαμε και φτερά και στεφάνι αγγέλου, ρούχα παπά κι ένα αμόνι για την παράσταση του Κατσαντώνη και πολλά άλλα.
Ολοι πια οι συνάδελφοι ξέρανε πως το καλοκαίρι θα παίξω στη Λαμία, απέναντι στις φυλακές. Στο καφενείο που συχνάζουμε εμείς οι Καραγκιοζοπαίχτες ερχόταν και μ' έβρισκε ένας καλός τραγουδιστής και πολύ εγγράμματος, ο Γιώργος Γερμανός, και με περικάλεσε να τον πάρω μαζί μου. Εγώ δεν τον ήθελα, γιατί ήτανε μπεκρής, αλκοολικός. Αυτός όμως πήγαινε και στο σπίτι μου στην Κηφισιά και κλαιγότανε της γυναίκας μου. «Πες του κυρ-Σωτήρη να με πάρει μαζί του». Στο τέλος τον πήρα.
Την πρώτη μέρα που παίξαμε, σχεδόν με χίλιους θεατές, ήτανε ξαπλωμένος στο πάτωμα της σκηνής και ξέρναγε. Είχα μεγάλη αποτυχία, και πού; στη Λαμία, που ήμουνα ο πιο αγαπητός τους Καραγκιοζοπαίχτης. Εχασα όλους τους κόπους που έκανα το χειμώνα και τα λεφτά που χάλασα για να φτιάξω όλα για την αποθέωση, κι έγινα ρεζίλι σε όλη τη Λαμία.
Τηλεγράφησα της γυναίκας μου και μου στέλνει άλλο βοηθό, έναν Χρήστο. Τον παίρνω και πάμε και παίζουμε στα Σάλωνα, να δω πρώτα τι σόι πράμα είναι και μετά να πάμε στη Λαμία. Τη δεύτερη βραδιά, που είπα δόξα σοι ο Θεός, γιατί η παράσταση πήγε καλά και κάναμε πολλή δουλειά, έρχεται αξημέρωτα ο καφετζής και μου λέει:
- Επειδή είδα πως είσαι καλός άνθρωπος σου λέω να πάρεις τα εργαλεία σου γρήγορα και να φύγεις μη σε σκοτώσουνε οι τάδε χασάπηδες, γιατί ο βοηθός σου πήγε εχτές να πειράξει το παιδί τους.
Εμείς φύγαμε αμέσως και πήγαμε στο Γαλαξείδι, αλλά δεν βρήκαμε δουλειά. Είχαμε φάει και τα λεφτά μας και δεν ξέραμε τι να κάνουμε.
Για καλή μας τύχη μάθαμε πως ένα καΐκι θα πάει κατσίκια στη Βόχα. Η μόνη μας ελπίδα ήτανε να μας πάρει μαζί του ο καπετάνιος, αλλιώς ...φασκελοκουκούλωσ' τα. Πάμε λοιπόν στην Αγία Μαρίνα που είχε πανηγύρια και βρίσκουμε τον καπετάνιο να γλεντάει με την οικογένειά του. Αυτός όχι μόνο μας έταξε να μας πάρει, αλλά μας έκανε και το τραπέζι.
Ολο χαρά βάλαμε μέσα στο καΐκι τα εργαλεία του Καραγκιόζη και περιμέναμε. Στις δυο μετά τα μεσάνυχτα φτάσανε κι οι τσοπαναραίοι, που με χίλια βάσανα φορτώσανε στο καΐκι τα κατσίκια τους, γιατί είχε αρχίσει τέτοια φουρτούνα που η θάλασσα έπαιρνε καρέκλες και τραπέζια από τα μαγαζιά της παραλίας. Πάνω στην ώρα έφτασε κι ο καπετάν Δυσσέας, ένας παλίκαρος 30-35 χρονώ. Ολοι τον συμβουλεύανε να μην κάνει αυτό το ταξίδι, αυτός όμως κανέναν δεν άκουγε. Εφτασε κι ο πατέρας του και η γυναίκα του με τα παιδιά στην αγκαλιά και όλοι με κλάματα τον περικαλάγανε ν' αλλάξει γνώμη. Αυτός μεθυσμένος τους φώναζε:
- Εγώ είμαι ο καπετάν Δυσσέας και δε με σκιάζει τίποτα.
Κάνει το σταυρό του και διατάζει: «Μολάτε κάβο».
Ο καπετάνιος μεθυσμένος στο τιμόνι, ο ναύτης στη μηχανή, ο δεκάχρονος μούτσος δίπλα του, κι ο κόσμος να φωνάζει από μακριά «Πάντηξε (γύρισε) μωρέ Δυσσέααα ». Μου 'ρθε σα ζάλη, κι άρχισα να τρέμω. Υστερα είπα: αν είναι τυχερό μου να πνιγώ, ας πνιγώ μ' αυτόνε το λεβέντη.
Μόλις όμως βγήκαμε απ' το λιμάνι, ποιος είδε το Θεό και δεν τόνε φοβήθηκε. Το καΐκι πάλευε με τον καιρό κι έτριζε. Για μια στιγμή που η φουρτούνα ανακάτεψε κατσίκια κι ανθρώπους, φωνάζει ο καπετάνιος του ναύτη:
- Γρήγορα, γιατί χαθήκαμε. Πέτα τα κατσίκια στ' αμπάρι, πέτα και τον τσοπάνη, να μην τον πάρει η θάλασσα.
Εγώ βρεμένος από την κορφή ως τα νύχια κρατιόμουνα από κάτι σχοινιά.
Σε μισή ώρα ο καιρός άρχισε να μπουνατσάρει. Τότες ο καπετάνιος έκοψε ψωμί σταρένιο και κεφαλοτύρι και μου λέει: «Εμπρός τώρα να φάμε λίγο». Υστερα δένει το τιμόνι στο παλάγκο του μακαρά και λέει του μικρού μούτσου: «Εγώ θα τον πάρω τώρα λίγο. Εσύ θα πηγαίνεις απάνω στ' άστρο αυτό». Θα μας λυπήθηκε ο Θεός και με την πλώρη στο άστρο που έδειξε ο καπετάνιος φτάσαμε σε δυο ώρες στο Ξυλόκαστρο.
Πήγε ο βοηθός μου στο Κιάτο, και συμφώνησε μ' ένα ζαχαροπλαστείο, και πήρε κι εκατό δραχμές προκαταβολή. Τι να κάνω; Εκεί που είχα καταντήσει ήθελα δεν ήθελα δέχτηκα. Παίζαμε στο οικόπεδο του ζαχαροπλαστείου και κάθε βράδυ κάναμε το ελάχιστο πεντακόσια εισιτήρια.
Ενα πρωί που ήμουνα στο υπόγειο του ζαχαροπλαστείου και ετοίμαζα την παράσταση για το βράδυ, μου λέει ο θεατρώνης:
- Κυρ-Σωτήρη, να παίξεις απόψε, αλλά αύριο πρέπει να τα μαζεύεις. Αλλιώς θα με πάρεις στο λαιμό σου και θα μου κλείσεις το μαγαζί. Ηρθε ξέρεις ο Καραγκιοζοπαίχτης του Κιάτου. Εάν πάει σ' άλλο μαγαζί έκλεισε το δικό μου.
- Δεν φεύγω, του λέω. Θα φύγω μόνο αν με διώξει ο εισαγγελέας.
Σε λίγο κατεβαίνουνε στο υπόγειο ο θεατρώνης, ο βοηθός μου κι ένας μαντράχαλος με ρεμπούμπλικα βλάμικια, κι ένα μάτι αλλοίθωρο, ο Θόδωρος ο Καλαματιανός ή Ψευτοθόδωρος, ο νέος Καραγκιοζοπαίχτης.
- Εσύ 'σαι ρε ο Σπαθάρης, μου λέει, που δεν φεύγεις από δω; Ολοι το ξέρουνε πως το Κιάτο είναι δικό μου τσιφλίκι κι εγώ κάνω ό,τι θέλω.
- Εγώ, κύριε συνάδελφε, δεν φεύγω. Ο,τι λέω το κάνω. Ολοι το ξέρουνε πως όταν έχω δίκιο το πείσμα μου είναι μεγάλο.
Φύγανε τότες, αλλά σε λίγο γυρίσανε. Μου λέει ο θεατρώνης:
- Αποφασίσαμε οι τρεις μας να καθίσεις εσύ απόψε στο ταμείο και να παίξουνε οι δυο τους κι ό,τι λεφτά πιάσει ο Καραγκιόζης να τα πάρεις εσύ, να πληρώσω εγώ την εφορεία και το πρωί να φύγεις. Να και η υπογραφή μου.
Αφού είδα ότι ήτανε μαζί τους κι ο βοηθός μου, τι να κάνω, δέχτηκα. Κι όταν έμεινα μόνος εδάκρυσα για τον ξεφτιλισμό που 'παθα.
Το βράδυ, όταν γιόμισε ο Καραγκιόζης κι αυτοί άρχισαν να παίζουν, με πλησιάζει ένα παλικάρι:
- Εσύ, μπάρμπα, δεν θα πας απόψε μέσα;
- Παιδί μου, αφού είμαι απόψε στο ταμείο πώς θες να πάω;
Ο ένας με τον άλλον το μάθανε οι θεατές πως εγώ δεν θα παίξω κι όλοι διαμαρτύρουνταν. Σταμάτησε η παράσταση κι ο κόσμος σηκώθηκε όρθιος και φώναζε:
- 'Η θα μπει ο γέρος να παίξει ή τα λεφτά μας πίσω.
Για μένα όμως τα λεφτά αυτά που είχα στην τσέπη ήτανε η ζωή μου και για να μη μου τα πάρουνε ανέβηκα σ' ένα τραπέζι και τους λέω:
- Τότες θα μπω μέσα εάν εσείς βγάλετε όξω αυτούς τους τρεις παλιανθρώπους Καραγκιοζοπαίχτες και το θεατρώνη.
- Οξω! Οξω! Οξω, γιατί σας λυσσάζουμε στο ξύλο, φωνάζανε όλοι μαζί.
Εκεί είδα τι θα πει: Οργή λαού, φωνή Θεού. Οταν βγήκανε αυτοί περικάλεσα τον κόσμο να με προστατέψουνε, γιατί είμαι ξένος. Ολοι φωνάξανε «Ναι» και πολλοί ήρθανε μέσα στη σκηνή να με φυλάνε. Ολη η παράσταση πήγε με γέλια και χειροκροτήματα και στο τέλος δυο παλικάρια με βοηθήσανε και μάζεψα τα εργαλεία μου και πήγανε το μπαούλο στο καφενείο. Τη νύχτα κοιμήθηκα στο σπίτι του ενός και το πρωί με πήγανε στο αυτοκίνητο για την Αθήνα. Οταν έκανα να πληρώσω το εισιτήριό μου στον εισπράχτορα, μου λέει: «Το πλερώσανε τ' άλλα παιδιά».
Γρηγοριάδης Κώστας
http://www2.rizospastis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου