Μια ματιά στο kakaras.wordpress.com για όποιον θέλει να ξεφύγει λίγο από την "κρίση" ακουμπώντας ελάχιστα στις αισιόδοξες εκείνες μέρες. Το ίδιο κείμενο είναι και στη συνέχεια και συνημμένο γιατί.... το βάρεσε η φρεσκαδούρα και..... τα πανηγύρια. Καλά να 'στε.
Η ΜΠΕΛΟΤΑ
Θες να μάθεις για τη Μπελότα, να σου πω μια ιστοριούλα και θα μάθεις, γαλλικό παιγνίδι είναι που θέλει σκέψη, μα κρατάει καλή παρέα και πάει όσο θες σε μάκρος, σαν την πρέφα,...
ξέρεις για την πρέφα, δεν ξέρεις ούτε γι’ αυτήν, άκου να δεις, Σάββα γι’ άλλο σε ρώτησα, Καλά άκου τώρα, καταδίκασαν δυο Ρώσους σε θάνατο και τους ρωτάν τελευταία επιθυμία, κι αυτοί λένε να παίξουν χαρτιά. Εγκρίνει που λες ο Τσάρος, παίζουν ένα χρόνο χωρίς σταματημό, ύστερα φτάσανε στα δυο, γινήκανε μετά τρία και δεν τέλειωναν το παιγνίδι, στα τέσσερα αλλάζει ο τσάρος, τους χάρισε τη ζωή ο επόμενος, αυτή είναι η πρέφα, Σάββα ρώτησα για την Μπελότα, πρέφα παίζει όλος ο κόσμος, Εν τάξει θα σου πω αφού επιμένεις, και μείς εδώ μια σοκολάτα παίζαμε τι θαρρείς, δεν είναι αυτά τα παιγνίδια για λεφτά, ας είναι...
Σαν κατέβηκε λοιπόν με το πλοίο ο Στέφανος ο Παπαγιάννης μετά τριάντα χρόνια στον Άγιο, ξέρεις, τότε την πρώτη φορά που τον αφήκαν απ’ την εξορία στη χούντα, πριν το Πολυτεχνείο θαρρώ πως ήτανε, μπαίνει σ’ ένα ταξί που το ‘χε ένας πρώην χωροφύλακας, δεξιός βέβαια, αλλά άνθρωπος, Ήτανε από κείνους που υπογράψανε τότε να μην τον εκτελέσουν, Όχι αυτός ήτανε Κεφαλλονίτης και ξώμεινε δω, να σαν και σένα, αλλά εσύ μας έρχεσαι...Σάββα, είπα, Καλά καλά, πού θες να σε πάω, τον ρωτάει, Στο Μαυράτο, του λέει.
Προχωρώντας κοίταζε ο Στεφανής δεν αναγνώριζε τίποτα, δεν υπήρχε η άσφαλτος την προηγούμενη φορά που ‘χεν έρθει, το σαράντα πέντε θα ‘τανε νομίζω, ούτε καν ο δρόμος είχε χαραχτεί, έξω απ’ το δρομάκι με το λιθόστρωτο που ανεβοκατέβαιναν από πάντα διασχίζοντας το νησί από Άγιο Κήρυκο –Εύδηλο και παραπέρα, σταμάταγαν στου πατέρα του για ένα νερό απ’ τη στάμνα που φρόντιζε η μάνα του, και συνέχιζαν για την «Ωραία Ερμούπολη», το καφενεδάκι παραπάνω στης θειας μου της..... μέχρι και σαράντα μουλάρια θυμάμαι στην αυλή να ξεκουράζονται, τέλος πάντων, προχωράει το ταξί, Σε ποιο μέρος στο Μαυράτο να σε πάω, τον ρωτάει, Θα σου πω εγώ πού θα σταματήσεις, απαντάει, φοβότανε φαίνεται ο Στεφανής γιατί τον παρακολουθούσανε πάντα, από Εύελπις είχε γενεί αντάρτης βλέπεις, δεν ήξερε και τον οδηγό, αλλά περάσανε το Μαυράτο και δε γνώρισε τίποτα, πού να δει μέσα στη νύχτα, ντράπηκε σαν του ‘πε ο ταξιτζής πως αφήκανε πίσω το χωριό, Στου Παπαγιάννη θέλω να πάω, του λέει, Σε ποιανού απ’ τους δυο τον ξαναρωτάει εκείνος, στου Κασίδη για στ’ αλλουνού, ο πατέρας του ήτανε ο άλλος, δεν τους είχε ειδοποιήσει κιόλας πως θα κατέβη, έβαλαν εκείνοι τα κλάματα.
Το πρωί ξεκίνησε να δει τον τόπο του, να συναντήσει τους συγγενείς τέλος πάντων, κόλλησε στην πρώτη παρέα εδώ από πάνω στου Παπαγιωργάκη, ξέρεις τώρα, ήταν εκεί όλη η γειτονιά, το μισό χωριό δηλαδή και τα λέγανε καλή ώρα, παιδί εγώ παρακολουθούσα, περνάει σχεδόν η μέρα έρχεται το βραδάκι, να παίξουμε, λέει ο Στέφανος, πεθύμησα το καφενείο, από φοιτητής έχω να πάω, πού να βρει χρόνο για τέτοια, απ’ τα τριάντα που ‘λειπε, τα τέσσερα στο αντάρτικο, τα έξη πολιτικός πρόσφυγας, ένα πίσω στην παρανομία, τα υπόλοιπα θανατοποινίτης και ισόβια στη φυλακή και τέλος στη χούντα εξορία μέχρι που γύρισε να δει, γερόντια πια, τους δικούς του και τους υπόλοιπους στους πέντε ανέμους!
Να παίξουμε χαρτιά πεθύμησα, είπε και κάτσανε να τα λένε όλη νύχτα και τελειωμό δεν είχαν, σαν σηκώθηκε ο ήλιος το πρωί, Πάμε σπίτι, είπε ο .... θα με κυνηγήσει η κυρά μου, να ‘στε και σεις μαζί, ήτανε σκληρή η δικιά του και τον άρχισε τις φωνές μόλις τον είδε, έβαλε τα κλάματα κι αυτή σαν αντίκρισε το Στεφανή να ‘ρχεται από πίσω, όλοι δακρύζανε που τον ξαναβλέπανε, ορίστε, αυτή είναι η Μπελότα που ρώτησες, μια σοκολάτα το ζευγάρι στοίχημα, μια ζωή θύμισες ολοζώντανες και να μην τελειώνει το παιγνίδι, να μη δακρύζεις το λοιπόν, μάλιστα, αυτή είναι η Μπελότα.
Μαυράτο, Αύγουστος 2011
http://kakaras.wordpress.com
Η ΜΠΕΛΟΤΑ
Θες να μάθεις για τη Μπελότα, να σου πω μια ιστοριούλα και θα μάθεις, γαλλικό παιγνίδι είναι που θέλει σκέψη, μα κρατάει καλή παρέα και πάει όσο θες σε μάκρος, σαν την πρέφα,...
ξέρεις για την πρέφα, δεν ξέρεις ούτε γι’ αυτήν, άκου να δεις, Σάββα γι’ άλλο σε ρώτησα, Καλά άκου τώρα, καταδίκασαν δυο Ρώσους σε θάνατο και τους ρωτάν τελευταία επιθυμία, κι αυτοί λένε να παίξουν χαρτιά. Εγκρίνει που λες ο Τσάρος, παίζουν ένα χρόνο χωρίς σταματημό, ύστερα φτάσανε στα δυο, γινήκανε μετά τρία και δεν τέλειωναν το παιγνίδι, στα τέσσερα αλλάζει ο τσάρος, τους χάρισε τη ζωή ο επόμενος, αυτή είναι η πρέφα, Σάββα ρώτησα για την Μπελότα, πρέφα παίζει όλος ο κόσμος, Εν τάξει θα σου πω αφού επιμένεις, και μείς εδώ μια σοκολάτα παίζαμε τι θαρρείς, δεν είναι αυτά τα παιγνίδια για λεφτά, ας είναι...
Σαν κατέβηκε λοιπόν με το πλοίο ο Στέφανος ο Παπαγιάννης μετά τριάντα χρόνια στον Άγιο, ξέρεις, τότε την πρώτη φορά που τον αφήκαν απ’ την εξορία στη χούντα, πριν το Πολυτεχνείο θαρρώ πως ήτανε, μπαίνει σ’ ένα ταξί που το ‘χε ένας πρώην χωροφύλακας, δεξιός βέβαια, αλλά άνθρωπος, Ήτανε από κείνους που υπογράψανε τότε να μην τον εκτελέσουν, Όχι αυτός ήτανε Κεφαλλονίτης και ξώμεινε δω, να σαν και σένα, αλλά εσύ μας έρχεσαι...Σάββα, είπα, Καλά καλά, πού θες να σε πάω, τον ρωτάει, Στο Μαυράτο, του λέει.
Προχωρώντας κοίταζε ο Στεφανής δεν αναγνώριζε τίποτα, δεν υπήρχε η άσφαλτος την προηγούμενη φορά που ‘χεν έρθει, το σαράντα πέντε θα ‘τανε νομίζω, ούτε καν ο δρόμος είχε χαραχτεί, έξω απ’ το δρομάκι με το λιθόστρωτο που ανεβοκατέβαιναν από πάντα διασχίζοντας το νησί από Άγιο Κήρυκο –Εύδηλο και παραπέρα, σταμάταγαν στου πατέρα του για ένα νερό απ’ τη στάμνα που φρόντιζε η μάνα του, και συνέχιζαν για την «Ωραία Ερμούπολη», το καφενεδάκι παραπάνω στης θειας μου της..... μέχρι και σαράντα μουλάρια θυμάμαι στην αυλή να ξεκουράζονται, τέλος πάντων, προχωράει το ταξί, Σε ποιο μέρος στο Μαυράτο να σε πάω, τον ρωτάει, Θα σου πω εγώ πού θα σταματήσεις, απαντάει, φοβότανε φαίνεται ο Στεφανής γιατί τον παρακολουθούσανε πάντα, από Εύελπις είχε γενεί αντάρτης βλέπεις, δεν ήξερε και τον οδηγό, αλλά περάσανε το Μαυράτο και δε γνώρισε τίποτα, πού να δει μέσα στη νύχτα, ντράπηκε σαν του ‘πε ο ταξιτζής πως αφήκανε πίσω το χωριό, Στου Παπαγιάννη θέλω να πάω, του λέει, Σε ποιανού απ’ τους δυο τον ξαναρωτάει εκείνος, στου Κασίδη για στ’ αλλουνού, ο πατέρας του ήτανε ο άλλος, δεν τους είχε ειδοποιήσει κιόλας πως θα κατέβη, έβαλαν εκείνοι τα κλάματα.
Το πρωί ξεκίνησε να δει τον τόπο του, να συναντήσει τους συγγενείς τέλος πάντων, κόλλησε στην πρώτη παρέα εδώ από πάνω στου Παπαγιωργάκη, ξέρεις τώρα, ήταν εκεί όλη η γειτονιά, το μισό χωριό δηλαδή και τα λέγανε καλή ώρα, παιδί εγώ παρακολουθούσα, περνάει σχεδόν η μέρα έρχεται το βραδάκι, να παίξουμε, λέει ο Στέφανος, πεθύμησα το καφενείο, από φοιτητής έχω να πάω, πού να βρει χρόνο για τέτοια, απ’ τα τριάντα που ‘λειπε, τα τέσσερα στο αντάρτικο, τα έξη πολιτικός πρόσφυγας, ένα πίσω στην παρανομία, τα υπόλοιπα θανατοποινίτης και ισόβια στη φυλακή και τέλος στη χούντα εξορία μέχρι που γύρισε να δει, γερόντια πια, τους δικούς του και τους υπόλοιπους στους πέντε ανέμους!
Να παίξουμε χαρτιά πεθύμησα, είπε και κάτσανε να τα λένε όλη νύχτα και τελειωμό δεν είχαν, σαν σηκώθηκε ο ήλιος το πρωί, Πάμε σπίτι, είπε ο .... θα με κυνηγήσει η κυρά μου, να ‘στε και σεις μαζί, ήτανε σκληρή η δικιά του και τον άρχισε τις φωνές μόλις τον είδε, έβαλε τα κλάματα κι αυτή σαν αντίκρισε το Στεφανή να ‘ρχεται από πίσω, όλοι δακρύζανε που τον ξαναβλέπανε, ορίστε, αυτή είναι η Μπελότα που ρώτησες, μια σοκολάτα το ζευγάρι στοίχημα, μια ζωή θύμισες ολοζώντανες και να μην τελειώνει το παιγνίδι, να μη δακρύζεις το λοιπόν, μάλιστα, αυτή είναι η Μπελότα.
Μαυράτο, Αύγουστος 2011
http://kakaras.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου