Ο Σπύρος Βασιλείου και η ζωγραφική του αγαπήθηκαν πολύ και από πλατιές μάζες στον αιώνα που πέρασε. Αγαπήθηκαν, γιατί και ο ίδιος και η τέχνη του « μύριζαν» λαό.
Τη ζωή του απλού, καθημερινού, λαϊκού ανθρώπου και τις απλές και ταπεινές χαρές του, στο σπιτικό του, στη γειτονιά του, σε ταβερνάκια, στο ύπαιθρο και σε ακρογιαλιές του Αργοσαρωνικού... πριν στεριά και ακρογιαλιές γίνουν εμπορευματική λεία πολιτικών και αετονύχηδων.
Οι αλάνες και τα λοφάκια με τους χαρταετούς να αρμενίζουν στο γαλάζιο αττικό ουρανό, οι καρέκλες, τα τραπεζάκια και οι οικογένειες λουομένων σε ακρογιάλια, ελεύθερα από βίλες, μεγαλοξενυχτάδικα και τις χρυσοφόρες επιχειρηματικές πλαζ, που αποτύπωσε με τη ζωγραφική του ο μπαρμπα- Σπύρος, θα «καταμαρτυρούν» το πολύπλευρο και διαρκές έγκλημα όλων των μεταπολεμικών κυβερνήσεων σε βάρος του ...
λαού και του περιβάλλοντος.Αυτό το κομμάτι της τέχνης του Σπύρου Βασιλείου είναι πλατιά γνωστό. Εκείνο που είναι ελάχιστα γνωστό, αν όχι ολότελα άγνωστο στις νεότερες γενιές, είναι το πλούσιο - αλλά απομακρυσμένο χρονικά - έργο του για το θέατρο. Αυτόν το τομέα της δημιουργίας του αλησμόνητου μπάρμπα Σπύρου - όπως τον αποκαλούσαν ομότεχνοι, φίλοι και θαυμαστές του έργου του - προβάλλει η έκθεση «Ο Σπύρος Βασιλείου και το Θέατρο» που παρουσιάζει το Μουσείο Μπενάκη (Πειραιώς 138) μέχρι τις 15 Μάη. Τα εκθέματα προέρχονται από το Αρχείο του καλλιτέχνη.
Ενας πρωτοπόρος της Γενιάς του '30
Γεννημένος στο Γαλαξίδι το 1903, ο Σπύρος Βασιλείου, με υποτροφία των προκρίτων της γενέτειράς του, έρχεται στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών. Το 1922 συμμετέχει στη διαμαρτυρία των σπουδαστών που διεκδικούν αναδιοργάνωση της διεύθυνσης της σχολής και βελτίωση των σπουδών. Το 1923 γίνεται μαθητής του Νικολάου Λύτρα. Από το 1923 και για δύο χρόνια, μαζί με τους συμφοιτητές του Πολύκλειτο Ρέγκο, Αντώνη Πολυκανδριώτη και Σπύρο Κόκκινο, βιοπορίζεται ζωγραφίζοντας διαφημίσεις στις αυλαίες των υπαίθριων θεάτρων. Με τους προαναφερόμενους, το 1926, εκθέτει έργα του στο φουαγιέ του αχρησιμοποίητου νεοκλασικού Δημοτικού Θεάτρου Αθηνών, (σ.σ. το θέατρο το γκρέμισε ο τραπεζίτης και δήμαρχος Κοτζιάς γιατί τον εμπόδιζε να βλέπει από το δημαρχικό γραφείο του την τράπεζά του !).Ο ΕΑΜίτης Σπύρος Βασιλείου, στα 1945-1946 συνεργάζεται με το νεολαιίστικο τμήμα του ΕΑΜικού θιάσου «Ενωμένοι Καλλιτέχνες», σκηνογραφώντας έργα του Βασίλη Ρώτα, και για τον άλλο θίασο των «Ενωμενων Καλλιτεχνών» φιλοτεχνεί τα σκηνικά - κοστούμια για το έργο του Δημήτρη Φωτιάδη «Θεοδώρα», που θεωρήθηκε παράσταση - υπόδειγμα υψηλής ποιότητας με ελάχιστα και οικονομικά μέσα. Παράλληλα, από το 1945 μέχρι την απαγόρευσή τους, το 1947, δημοσιεύει τεχνοκριτικά σημειώματα και άρθρα στο ΕΑΜικό περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», που διηύθυνε ο Δημήτρης Φωτιάδης.
Στις δεκαετίες του 1950 και 1960 ο Βασιλείου φιλοτεχνεί τα σκηνικά και κοστούμια για πολλές παραστάσεις κλασικού ρεπερτορίου στα δύο κρατικά θέατρά μας: «Δον Ζουάν», «Χειμωνιάτικο παραμύθι», «Ονειρο καλοκαιρινής νύχτας», «Ονειρο» (του Στρίντμπεργκ), «Βασιλιάς Ληρ», κ.ά., αλλά και τα σκηνικά και κοστούμια για παραστάσεις της ΕΛΣ. Σκηνογραφεί το «Δ' Ελληνικό Πανηγύρι», σε σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη και επιμελείται τη διαμόρφωση της σκηνής του θεάτρου «Ελληνικών Χορών» της Δώρας Στράτου, στου Φιλοπάππου.
Η λαχτάρα... του σκηνογράφου
Σε άρθρο του, με τίτλο «Σκηνογραφία» που δημοσιεύθηκε στα «Νεοελληνικά Γράμματα» (1937), ο Σπύρος Βασιλείου, κρίνοντας την επικρατούσα αισθητική της ελληνικής σκηνογραφίας τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, μεταξύ άλλων γράφει: «(...) Μια πλήρης και ισορροπημένη ενότητα των τόσο διαφορετικών στοιχείων λόγου, κίνησης, κοστουμιού με το ρόλο, ηθοποιού με ηθοποιό, ατόμων και συνόλου με τη σκηνογραφία, σχηματική και χρωματική, είναι μια πρωταρχική αισθητική απαίτηση του θεάτρου που σπάνια χαρήκαμε την πραγμάτωσή της στον τόπο μας(...)».Σε ομιλία του, στο θέατρο «Βεργή», στις 9/12/1969, έχοντας συμπληρώσει τριάντα χρόνια σκηνογραφικής δημιουργίας, ο Σπ. Βασιλείου, έλεγε: «(...) αναλίσκεται μόχθος πολύς και αγάπη αληθινή πάνω σε τούτα τα σανίδια, για να έχει ο σκηνογράφος τη λαχτάρα ν' αφουγκρασθεί πίσω από την κουίντα, μέσα στον πυρετό της πρεμιέρας, για ν' ακούσει, την ώρα που ανοίγει αργά η αυλαία, εκείνο το αδιόρατο "Ααα!" της επιδοκιμασίας».
«Η ίδρυση του Εθνικού Θεάτρου στα 1930 μας πάει πιο μπροστά από την εποχή που τα μαξιλάρια στα ξύλινα καθίσματα των υπαίθριων θεάτρων ασκούσαν το ρόλο της κριτικής...Τον Αμπελά και τον Αρμενόπουλο, που βασίλευαν ως τότε στη σκηνογραφία, θα τους εκθρονίσουν ο Κλώνης, ο Κόντογλου, ο Παπαλουκάς, ο Τσαρούχης, η ταπεινότητά μου, κι αργότερα ο Ανεμογιάννης, ο Κίμων Λάσκαρης, ο Εγγονόπουλος, ο Αγγελόπουλος, ο Μόραλης, ο Βακαλό, ο Χατζηκυριάκος - Γκίκας», θυμόταν και έγραφε ο μπαρμπα- Σπύρος του θεάτρου, σε αυτοβιογραφικό του κείμενο για την αναδρομική έκθεση που οργάνωσε η Εθνική Πινακοθήκη, για να τιμήσει τη σπουδαία και πολύπτυχη εικαστική προσφορά του, το 1983, δύο χρόνια πριν ...αποδημήσει στην ιστορία της ελληνικής Τέχνης.
Αριστούλα ΕΛΛΗΝΟΥΔΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου