Ήταν σαν όνειρο.
Όταν γύρω σου ο κόσμος καίγεται, όταν η ανεργία στο σινάφι σου χτυπάει το 90%, όταν η διαφήμιση μαραζώνει, όταν ο κινηματογράφος υπάρχει ακόμα χάριν της γενναιότητας και αυτοθυσίας των δημιουργών του, ε, δεν είναι υπερβολή να πεις πως για ένα και κάτι χρόνια έζησες ένα υπέροχο όνειρο, πώς είσαι τυχερός και ευγνώμων για το προνόμιο όχι απλώς να απασχολείσαι, αλλά και να κάνεις μια δουλειά που σε κάνει το λιγότερο ...
υπερήφανο, και ανεβάζει τον προσωπικό σου πήχη.
Γιατί είσαι καταδικασμένος μέχρι να ξεπεράσεις το πρώτο σοκ του τέλους, να μετεωριστείς στο κενό χώρο που έχει αφήσει μέσα σου η απώλεια της «έξης στην ποιότητα», με τραγικά αποτελέσματα στην κρίση σου, γιατί φυσικά για κάποιο μικρό ευτυχώς διάστημα, όλα θα σου ξινίζουν και θα σου βρωμάνε.
Φυσικό είναι ρε παιδιά, πώς να το κάνουμε, μετά από ένα μεγάλο έρωτα, εσύ βρίσκεις αμέσως καινούργια αγκαλιά; Δεν χρειάζεσαι ένα διάστημα να πενθήσεις, να βγάλεις από πάνω σου το ρούχο του ρόλου που σου ‘χει κολλήσει στο δέρμα, για να μην πω, έχει γίνει το δέρμα σου; Δεν έχεις κουρνιάσει στην φιλόξενη αγκαλιά της επιτυχίας, και λες, άσε τώρα, καλά είναι εδώ, με τις κουβερτούλες και τα χαμομηλάκια σου, που να τρέχεις τώρα μες το κρύο και τ’ αγιάζι;
Αυτό επάθαμε εμείς, και χρησιμοποιώ τον πληθυντικό παρ’ όλο που διακατέχομαι από συναισθήματα συστολής και δεν μιλώ συνήθως για κανέναν παρά για τον εαυτό μου, όμως τώρα μπορώ να το βεβαιώσω γιατί το πράγμα «φωνάζει».
Τρεις μέρες τώρα που γιορτάζαμε εδώ στην φιλόξενη Κρήτη την ολοκλήρωση των γυρισμάτων του «Νησιού», σε κάθε εκδήλωση, τραπέζι, δεξίωση, χορό, έβλεπες στα μάτια όλων, όχι μόνο των συνεργατών μα και των ντόπιων, εκείνο το φευγαλέο, Αντίο, Αντίο οριστικό και τελεσίδικο, σαν το αντίο που λες στα νιάτα σου, αν συμπυκνώσεις τη ζωή σου σε μια στιγμή, γιατί τι άλλο είναι από στιγμές το πέρασμά σου, και το ξέρεις βαθιά μέσα σου πώς αυτή ήταν μια σπάνια, και σε πονάει που ξέρεις πώς δεν μπορείς να πεις «Αύριο ξεκινάω κάτι καλύτερο», γιατί δυστυχώς στη πατρίδα μας έχουμε συνηθίσει την ποιότητα σαν το σπάνιο εξωτικό φρούτο που έφερε ο θείος από την μακρινή Ανατολή, το φάγαμε, τελείωσε, ποιος ξέρει πότε και πού θα το ξαναβρούμε;
Κι έτσι κοιτώντας ξημερώματα τη θάλασσα απ’ το δωμάτιο του ξενοδοχείου που τόσο καιρό με φιλοξένησε, αναρωτιέμαι, τι είναι αυτό που μας λείπει για να κάνουμε την εξαίρεση κανόνα;
Γιατί να είμαστε ικανοί μονάχα για μια ηρωική έξοδο, για ένα Μεσολόγγι, ένα Κούγκι, μια Αγία Λαύρα, τι είναι αυτό που μας λείπει απ’ το να κάνουμε το τυχαίο βεβαιότητα και το περιστασιακό μόνιμο;
Προχθές με πλησίασε ένας φίλος επιχειρηματίας, να με ρωτήσει τι έπεται, και πάνω στη κουβέντα διατύπωσε ένα σοφό συλλογισμό. «Μες την τύχη σας είστε άτυχοι, γιατί σας έμελε να κάνετε επιτυχία στους πιο πληθωριστικούς καιρούς της ελληνικής ιστορίας, και πώς να εξαργυρώσεις έμπρακτα τα νούμερα της τηλεθέασης; Γιατί καλά είναι τα μπράβο, αλλά πρέπει και να ζήσεις».
Και σκέφτηκα ο άνθρωπος έχει δίκιο, μας βλέπει το πενήντα, το εξήντα τοις εκατό του ελληνικού λαού, και δεν μπορούμε να το εξαργυρώσουμε, είναι πληθωριστική η επιτυχία μας σε χρήμα, πώς να κάνεις κομπόδεμα, να πας για το επόμενο, πώς να πεις ξεκινάω μια νέα παραγωγή του αστρονομικού για τα ελληνικά δεδομένα νούμερου των τεσσάρων εκατομμυρίων ευρώ, πώς να πείσεις επενδυτές σε μια αγορά που το έργο που παίζεται καθημερινά λέγεται «Ο τρόμος του αύριο».
Και πάλι κάνω εγώ το δικηγόρο του διαβόλου του εαυτού μου και σκέφτομαι, έχουμε πέσει σε τέτοια δίχτυα που κάθε σπασμωδική κίνηση, αλλά και η αδράνεια, μας οδηγούν αμφότερα στην ασφυξία, και ίσως η μόνη σοφή κίνηση είναι το μικρό σουγιαδάκι στο τσεπάκι που θα κόψει λίγο-λίγο τα σκοινιά, δυο απλωτές και θα ξαναγεμίσουμε τα πνευμόνια μας με τον φρέσκο αέρα της ελευθερίας, ας μην κάνουμε έκπτωση στα όνειρά μας, ας κάνουμε έκπτωση στις ανάγκες μας, ας μάθουμε να ζούμε με λιγότερα, σ’ αυτό το ματς δεν ωφελεί η άμυνα.
Άλλωστε εμείς ξέρουμε από περιπέτειες, απόγονοι του Οδυσσέα είμαστε, το «νόστιμον ήμαρ» μας περιμένει, κι αν όχι, ξέρουμε να το ξαναδημιουργούμε, και έτσι λίγο πριν κατεβάσω τις βαλίτσες στο βαπόρι του αποχαιρετισμού, κουνάω το μαντήλι συγκινημένος μα κι αισιόδοξος, κι επειδή στην Κρήτη δεν αρμόζουν τα αντίο, λίγο πριν η Σπιναλόνγκα χαθεί στην ομίχλη της, σιγοψιθυρίζω ρίχνοντας ένα ρόδο στη θάλασσά της…
«Καλή αντάμωση νησί μου»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου