Σελίδες

Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

ΑΜΦΙΚΛΕΙΑ – ΠΟΛΥΔΡΟΣΟΣ – ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ Η διακριτική άλλη πλευρά


ΑΠΟ ΤΗ ΝΑΤΑΣΣΑ ΜΠΛΑΤΣΙΟΥ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Ν. ΕΞΑΡΧΟΠΟΥΛΟΣ
Περιοχή με ήπια ανάπτυξη, η βόρεια πλευρά του Παρνασσού κρύβει μέρη που διατηρούν την αυθεντικότητά τους και απευθύνεται σε ταξιδιώτες που αναζητούν την ησυχία και τις φυσικές ομορφιές του βουνού.

  «ΘΑ ΠΑΤΕ ΚΑΙ ΣΤΗ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ;» με ρώτησε ένας κύριος καθώς αποχωριζόμουν το δελφικό τοπίο για να ανακαλύψω τη βόρεια πλευρά του Παρνασσού. Δεν είμαι σίγουρη αν εννοούσε ότι είναι η πιο άγνωστη πλευρά, πάντως ελάχιστοι γνωρίζουν, για παράδειγμα, ότι ο δρόμος από την Αμφίκλεια στο χιονοδρομικό κέντρο δεν είναι μόνο ο πρώτος που διανοίχτηκε, αλλά και ...συντομότερος από εκείνον της Αράχοβας. Το βέβαιο είναι ότι η περιοχή ακολουθεί ήπιους ρυθμούς τουριστικής ανάπτυξης -αν εξαιρέσεις τις πολυτελείς βίλες της Επταλόφου, που ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια μέσα στο δάσος- και προσπαθεί να προσδιορίσει την ταξιδιωτική της ταυτότητα με σύνεση και σχεδιασμό.
Η γνωριμία μου με την Αμφίκλεια ξεκινά, παραδόξως, από τη σχολή χορού. Και ποιανού την περιέργεια δεν θα κινούσε η συνάντηση με έναν πεντάχρονο πιτσιρικά που βγαίνει από το μάθημά του φορώντας παπούτσια χορού. «Ο μοναδικός χορευτής του Παρνασσού», μου λέει χαμογελαστά η μητέρα του που με βλέπει να κοιτάζω αποσβολωμένη. Μαθήματα χιονοδρομίας, βόλεϊ, μπάσκετ, ποδοσφαίρου, παραδοσιακών χορών, ωδείο, ζωγραφική, σκάκι… Οι δραστηριότητες για τα παιδιά ξεπερνούν κάθε προσδοκία. Αυτή η μικρή κοινωνία των 2.500 ανθρώπων είναι χρόνια μπροστά, σκέφτομαι και δεν διαψεύδομαι.
Το νήμα των εκπλήξεων συνεχίζει να ξετυλίγεται. Γνωρίζω τον πρώτο εντομολόγο στη ζωή μου! Αυτός είναι ο δήμαρχος Αμφίκλειας Γιάννης Τσιτσιπής, ένας άνθρωπος καλλιεργημένος και χαμηλών τόνων, ο οποίος μιλάει με αγάπη για τον τόπο του: «Εχουμε πολλά πλεονεκτήματα. Συνδυάζουμε τα βουνά του Παρνασσού και του Καλλίδρομου με την κοιλάδα του Κηφισού, έχουμε εύκολη πρόσβαση από την Αθήνα, σιδηρόδρομο, ενώ υπάρχει πλέον και πρόσβαση στη θάλασσα από τους Ξυλικούς. Αυτό που μας λείπει είναι οι υποδομές της Αράχοβας: τα καταλύματα, τα μαγαζιά που απευθύνονται στη νεολαία. Επίσης, οι Αραχοβίτες είχαν μάθει να προσφέρουν υπηρεσίες, ενώ σ’ εμάς υπήρχε η νοοτροπία του αφεντικού και η προσφορά υπηρεσιών ήταν κάτι που οι άνθρωποι θεωρούσαν ότι τους υποβαθμίζει».
Δεν μπορώ να αδικήσω τους Δαδιώτες (έτσι αποκαλούνται ακόμα οι κάτοικοι της Αμφίκλειας, λόγω της παλαιάς ονομασίας Δαδί) γι’ αυτήν τους τη στάση. Οταν έπειτα από λίγες ώρες περπατάω στην οδό Χορευταριάς, στα περίχωρα της πάνω πλατείας, τα παλιά αρχοντικά με τις χαρακτηριστικές καμαρωτές αυλόπορτες, αληθινά αριστουργήματα, μου αποκαλύπτουν το ισχυρό εμπορικό και γεωργικό κέντρο της δεκαετίας του ’30 και του ’40, μια πόλη που πλησίαζε σε μέγεθος τη Λαμία. Αυτή η συνοικία, το Πλάι όπως ονομάζεται, είναι και το ομορφότερο κομμάτι της πόλης.
Ο καλύτερος τρόπος για να απολαύσει κανείς τη θέα σε έναν τόπο είναι να εντοπίσει την αρχαία ακρόπολη. Στην περίπτωση της Αμφίκλειας βρίσκεται μέσα στο νεκροταφείο, εκεί όπου σήμερα στέκει ένας εντυπωσιακός μεσαιωνικός πύργος. Από ψηλά το Καλλίδρομο απέναντι φαίνεται φιλόξενο, ιδανικό για περιπάτους, ο κάμπος εύφορος και ο καιρός που έρχεται από δυτικά προμηνύει καταιγίδες. «Φτιάχνει ο καιρός», μου λέει σοβαρότατα ο αντιδήμαρχος Αμφίκλειας Γιάννης Πανουργιάς. Πόσο πια; Τέτοια λιακάδα χειμωνιάτικα… «Φτιάχνει», μου εξηγεί, «εννοούμε εμείς εδώ ότι δεν θα έχουμε λιακάδα».


Στην κεντρική πλατεία με τον μεγάλο πλάτανο βρίσκεται το μοναδικό στην Ελλάδα Μουσείο Αρτου, που παρουσιάζει τον κύκλο του ψωμιού από τη σπορά, το θέρισμα, το αλώνισμα, μέχρι τη βρώση. Εχω την τιμή να με ξεναγεί ο Στάθης Πανουργιάς, που πρωτοστάτησε στη δημιουργία του με την αρωγή της Ακαδημίας Αθηνών. Την προσοχή μου τραβάει η έκθεση των αντιπροσωπευτικών ειδών ψωμιού, που παρασκευάζονταν σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής. Λέγονται και πρεβέντες (από το ρήμα προβαίνω), αφού αυτός που τα κρατούσε πήγαινε πάντα μπροστά. Μάλιστα στη μέση της σποράς, στις 21 Νοεμβρίου, γινόταν η Γιορτή της Γονιμότητας προν τιμήν της Παναγίας της Μισοσπορίτισσας.
Ακόμα γιορτάζεται, κάθε δεύτερη χρονιά. Ενδιαφέρουσες και οι φωτογραφίες του μουσείου, πολλές από τις οποίες έχει τραβήξει ο ίδιος ο κύριος Στάθης. «Το πρώτο μου επάγγελμα, εν έτει 1943, ήταν φωτογράφος. Ακολούθησαν η γεωργία, η μηχανουργία, το εμπόριο… Ασ’ τα. Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης», μου λέει. Απ’ ό,τι φαίνεται, όμως, πολυτεχνίτες και εφευρετικοί είναι γενικώς οι Δαδιώτες. «Είχαμε τόση τεχνολογία, που πηγαίναμε με τις αλωνιστικές μηχανές από το Ταίναρο μέχρι τον Εβρο. Φτιάξαμε μέχρι και δικής μας έμπνευσης φορτηγά, από διάφορα κομμάτια από άλλες μάρκες. Το υπουργείο δεν ήξερε πώς να τα ονομάσει και τα είπε Ταρζάν τύπου Αμφίκλειας!»
Η κεντρική πλατεία της Αμφίκλειας είναι φροντισμένη και νοικοκυρεμένη. Παρότι φιλοξενεί καφέ και ταβέρνες, νιώθεις μια γαλήνη μικρού χωριού. Η ματιά μου πέφτει στους κάδους ανακύκλωσης. Μαθαίνω αργότερα από τον αντιδήμαρχο, πρωτοστάτη στην προσπάθεια, ότι οι κάτοικοι είναι φανατικοί ανακυκλωτές, ενώ η κομποστοποίηση είναι η μεγαλύτερη ανά κάτοικο στην Ελλάδα.
Τα μυστικά της Πολυδρόσου
Διαφορετική ατμόσφαιρα επικρατεί στην κεντρική πλατεία της Πολυδρόσου, που είναι το στέκι της νεολαίας της περιοχής. Εκεί συναντώ τον Ηλία Θάνου, που προσφέρεται να με ξεναγήσει στην Πολύδροσο και να μου δείξει τα μυστικά της. Η φήμη για τη ζεστή φιλοξενία των Σουβαλιωτών (χάρη στο παλαιότερο όνομα Σουβάλα) επιβεβαιώνεται. «Μπορεί να μην ξέρω να σου εξηγήσω κάθε ιστορία, αλλά θα σου τα δείξω όλα», μου ξεκαθαρίζει. Ξεκινάμε από τις πηγές της Αγίας Ελεούσας, εδώ που οι Λιλαιείς λάτρευαν τον ποτάμιο θεό Κηφισό και εκείνος, με τη σειρά του, τους χάριζε τα πλούσια νερά του. Σήμερα αποτελεί ένα καλό παράδειγμα της διαδοχής των εποχών και των θρησκειών. Από τα λατρευτικά οικοδομήματα έχουν απομείνει ορισμένα αρχιτεκτονικά μέλη ένθετα στις πρωτοβυζαντινές εκκλησίες της Αγίας Ελεούσας και του Αγίου Χριστοφόρου.
Οι θρησκείες άλλαξαν, η δύναμη του νερού όμως συνέχισε να ενισχύει την Πολύδροσο. Ο κύριος Ηλίας με οδηγεί από τον χωματόδρομο πάνω από το ξενοδοχείο Ερωχος στα Μαντάμια, «τη μοναδική βιοτεχνία των γύρω χωριών, όπου σαν προσκυνητάδες έτρεχαν να εξωραΐσουν τις προίκες των κοριτσιών τους», όπως γράφει η Α. Δρίβα στην εφημερίδα «Παρνασσός», το 1965, για την περιοχή με τις ομώνυμες υδροβιοτεχνίες, που χρησιμοποιούνταν για την επεξεργασία των μάλλινων ρούχων. Το φυσικό τοπίο του φαραγγιού αξίζει τη βόλτα, όμως τα κτίρια των αλευρόμυλων και του εκκοκκιστηρίου βάμβακος είναι σε πολύ κακή κατάσταση. Οπως άλλωστε ανεκμετάλλευτο παραμένει το εργοστάσιο του τοπικού υδροηλεκτρικού σταθμού παραγωγής ρεύματος «Λευκός Ανθραξ», το οποίο, μια καλοκαιρινή νύχτα του 1928, έκανε τους Σουβαλιώτες να λάμψουν… κυριολεκτικά αλλά και από χαρά. «Εμείς είχαμε ρεύμα όταν δεν είχε ούτε η Λαμία!» μου λέει περήφανος ο συνοδός μου.




Στη δύναμη του νερού στηρίχτηκαν και οι διάσημοι Σουβαλιώτες μαχαιράδες. Ο Λουκάς Τοπάλης είναι ο τελευταίος εν ενεργεία μαχαιράς. «Γύφτους, έτσι μας λέγανε τους σιδεράδες. Τώρα μην κοιτάς που εγώ έχω και το χρώμα», αστειεύεται. Ο κύριος Λουκάς φτιάχνει κατά παραγγελία «ό,τι διαθέτει λάμα» και πλέον εμπορεύεται και τυποποιημένα μαχαίρια. Αν θέλει τέχνη να το φτιάξεις; «Αν δεν πετύχεις το λούκι στο μαχαίρι, μάπα το καρπούζι. Εδώ δημιουργείς», μου εξηγεί, «παίρνεις ένα απρόσωπο πράγμα και φτιάχνεις ένα αντικείμενο». Προτιμήσεις δεν έχει. «Ο,τι πιάνει το χέρι μου το μαστορεύει. Το θέμα είναι τι ζητάει η αγορά». Εκατό χρόνια κοντεύει η επιχείρηση και το μόνο που φαίνεται να έχει αλλάξει στο εργαστήρι είναι ο τροχός, που δεν κινείται πια με τη δύναμη του νερού, αλλά με αυτήν του ρεύματος.
Αντίστοιχη εικόνα και στο μαγαζί του κυρίου Θόδωρου στην πλατεία. Το μόνο που φαίνεται να έχει αλλάξει στο σαράντα χρόνων ραφείο του είναι το σίδερο, που, αντί να λειτουργεί με κάρβουνο, μπαίνει πλέον στην πρίζα. Ακόμα και οι φωτογραφίες στους τοίχους απεικονίζουν κοπέλες που θυμίζουν εξώφυλλα του περιοδικού «Ρομάντζο».
Εχει μια νοσταλγική ατμόσφαιρα η Πολύδροσος, κάτι που δεν συναντάς στην Ανω Πολύδροσο, που εγκαταλείφθηκε με το σεισμό του 1870. Σήμερα, ο μικρός οικισμός αναβιώνει με πολλές νέες βίλες που ανοίγουν μόνο τα Σαββατοκύριακα, σε ένα ειδυλλιακό τοπίο με πυκνά δάση, άφθονα νερά και όμορφη θέα.
Η υδάτινη Επτάλοφος
Ειδυλλιακή είναι και η Επτάλοφος (ή Αγόριανη), τουλάχιστον από πλευράς φυσικής ομορφιάς. Ο παλιός οικισμός δυστυχώς κάηκε από τους Γερμανούς, εξ ου και αρκετοί κάτοικοι μετακινήθηκαν στη Λιλαία. «Και τα δύο χωριά είναι τα ίδια σόγια», μου λέει χαρακτηριστικά ο αντιδήμαρχος Παρνασσού Λουκάς Δεληγιάννης. Στην ανοικοδόμηση χωρίς όρους προστέθηκε η ραγδαία τουριστική ανάπτυξη «φινλανδικού τύπου», με αποτέλεσμα η γραφικότητά της να περιορίζεται στον Αγοριανίτη. Τα άφθονα νερά του ποταμού κάνουν αισθητή την παρουσία τους σε κάθε μου βήμα: στον εντυπωσιακό και δυσπρόσιτο καταρράκτη στην είσοδο του χωριού (θα τον εντοπίσετε στην απέναντι πλαγιά του λόφου, στο ύψος των οικοδομικών υλικών), στην πλατεία με τα μεγαλόσωμα πλατάνια, στους Αγίους Αναργύρους με τις επτά βρύσες, στην πηγή της Βασιλικής…
Δυστυχώς, η ύπαρξη ιδιωτικών εκτάσεων μέσα στο δάσος και η ραγδαία οικοδόμηση στην περιοχή έχουν αλλοιώσει το τοπίο, όμως οι Αγοριανίτες δεν φαίνεται να ανησυχούν. Αυτό που τους απασχολεί ιδιαίτερα είναι η επέκταση του πυρήνα του Εθνικού Δρυμού, κάτι το οποίο, όπως μου λέει ο αντιδήμαρχος Παρνασσού, δεν επιθυμεί κανείς. «Θα σταματήσει η οικοδόμηση. Οκτώ στρέμματα χωράφι θα χρειάζεσαι για να χτίσεις και ούτε θα δοθεί αποζημίωση. Ξέρεις τι θα γίνει; Θα βρεθούν κάποιοι εμπρηστές και θα καεί. Ούτε μία δεξαμενή νερού για προστασία δεν υπάρχει. Και ποιο το αποτέλεσμα τελικά; Θα σταματήσει η οικοδόμηση εδώ και θα αρχίσει αλλού».
Το τέλος της ημέρας με βρίσκει πίσω στην Αμφίκλεια, στο «Μαγειρείο» του Στέργιου και της Μήτσης, οι οποίοι ήρθαν εδώ πριν από τρία χρόνια, εγκαταλείποντας οριστικά την Αθήνα. Η τζαζ μουσική, η οικολογική σόμπα που καίει πριονίδι αντί πετρέλαιο και η κατάληξη να τραγουδάω με τον Στέργιο -που είναι και δάσκαλος κιθάρας- και τους μαθητές του είναι ο καλύτερος τρόπος για να κλείσει ο κύκλος των εκπλήξεων αυτής της περιήγησης στη βόρεια πλευρά του Παρνασσού. «Δεν υπάρχει μεγαλύτερο πράγμα από το να υλοποιείς το όνειρό σου», μου λέει η Μήτση και σκέφτομαι ότι ο ξεχωριστός αυτός τόπος αξίζει να μπει στα ταξιδιωτικά όνειρα όλων.
Πέντε άνθρωποι με πάθος
Γιάννης Πανουργιάς,
ο «πράσινος» αντιδήμαρχος




Ο αντιδήμαρχος του Δήμου Αμφίκλειας έφυγε από την Αθήνα και επέστρεψε στη γενέτειρά του επειδή αγαπούσε το χωριό του, επειδή επιθυμούσε να μεγαλώσει τα παιδιά του σε ένα φυσιολογικό, όπως λέει, περιβάλλον, αλλά και για έναν ακόμη λόγο: «Ηθελα, την πεπονόφλουδα που πετούσα, να την κάνω λίπασμα ή να τη δώσω σε μια κατσίκα να τη φάει.
Δεν μπορούσα να τη βλέπω να ταξιδεύει μέσα στην πλαστική σακούλα στα Λιόσια», εξηγεί με φυσικότητα. Οπως και δεν μπορούσε να βλέπει τα σκουπίδια της Αμφίκλειας να καίγονται. Γι’ αυτό και αποφάσισε να ασχοληθεί με τα κοινά.
Στο πλαίσιο αυτό, ξεκίνησε πριν από τρία χρόνια το πρόγραμμα ανακύκλωσης, όταν ακόμα και στην Αθήνα η ανακύκλωση ήταν προβληματική. «Ενώ διάφοροι έλεγαν ότι οι παππούδες και οι γιαγιάδες δεν θα συμμετάσχουν, σε πληροφορώ ότι ήταν οι πρώτοι που το πήραν ζεστά», λέει με ικανοποίηση για τη θετική ανταπόκριση του κόσμου. Και η προσπάθεια συνεχίζεται. Με ομιλίες στο σχολείο, ακόμα και με κείμενα στα αλβανικά και τα ρουμάνικα. Στη δική του προσπάθεια, άλλωστε, οφείλεται το μεγαλύτερο ποσοστό κομποστοποίησης ανά κάτοικο στην Ελλάδα, αλλά και ο διόλου ευκαταφρόνητος αριθμός κατοίκων της Αμφίκλειας που διαθέτουν καυστήρες που καίνε συμπιεσμένο πριονίδι αντί για πετρέλαιο.
Νίκος Αργυρίου,
ο οινοπαραγωγός




«Δούλευα στο χιονοδρομικό ως πιστέρ και ταυτόχρονα ασχολιόμουν με τα οικογενειακά κτήματα. Οταν πήγαινα στη Γαλλία και στην Ιταλία για σκι, επισκεπτόμουν διάφορα οινοποιεία. Στην Τοσκάνη ένιωσα πως ήταν η καθοριστική στιγμή. Εκεί ήταν που σκέφτηκα ότι εμείς δεν είχαμε έστω και ένα κρασί που να μας χαρακτηρίζει», μου λέει ο Νίκος Αργυρίου, ο οποίος αποφάσισε να ξεκινήσει δική του παραγωγή, με σκοπό να αποκτήσει ο Παρνασσός και πάλι τα αμπέλια του, που χάθηκαν τη δεκαετία του ’60 από φυλλοξήρα. Το 1995 άρχισε να πειραματίζεται με διεθνείς ποικιλίες και σήμερα παράγει έξι ετικέτες και ένα πειραματικό κρασί.
«Τώρα, επειδή βάλαμε 200 – 300 στρέμματα, δεν σημαίνει ότι γίναμε και εφάμιλλοι των Ιταλών και των Γάλλων… Εχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας. Μπορεί τα κρασιά μας να έχουν καλή ποιότητα επειδή το προσπαθήσαμε πολύ, όμως στο υψηλότερο επίπεδο πιστεύω ότι θα καταφέρει να φτάσει η δεύτερη γενιά».
Το σπουδαίο στην περίπτωση των «Αμπελώ-νων Παρνασσού» είναι ότι η δεύτερη γενιά υπάρχει ήδη. Ο Θανάσης Αργυρίου είναι 20 ετών, έχει ήδη οκτώ τρύγους στο ενεργητικό του και μόλις ολοκληρώσει τις οικονομικές του σπουδές και διανθίσει τις οινολογικές του γνώσεις, θα είναι έτοιμος για τη συνέχεια.
Teresa Balbi,
μια δημιουργική Ιταλίδα




Η Τερέζα δεν είχε καταγωγή από την Επτάλοφο, ούτε καν από την Ελλάδα. Ηταν πριν από 20 χρόνια όταν οι δουλειές του πατέρα της την έφεραν από την Μπρέσια της Ιταλίας στην Αθήνα. Σπούδασε διακόσμηση και διαφήμιση, εργάστηκε σε πολυεθνικές διαφημιστικές εταιρείες και κάποια στιγμή το «όνειρο ζωής» της την έφερε στην Επτάλοφο, που την έμαθε ερχόμενη να κάνει σκι στον Παρνασσό.
Το όνειρό της πήρε σάρκα και οστά με τη δημιουργία ενός πολυχώρου (καφέ, εστιατόριο, σουίτες, κατάστημα διακοσμητικών ειδών) σε ένα βιομηχανικό κτίσμα, όπου η αισθητική κυριαρχεί και στην παραμικρή λεπτομέρεια.
«Προσπαθούσα να πείσω τους πελάτες μου για το τι ήθελα να κάνω και τώρα μπορώ να τους το δείχνω ζωντανό», λέει η Τερέζα με υπερηφάνεια. Ως δημιουργικός άνθρωπος που είναι, όταν δεν βρίσκει στο εμπόριο αυτό που της αρέσει, απλώς το φτιάχνει η ίδια, όπως τα εξαιρετικά φωτιστικά που κοσμούν το χώρο. Η προσαρμογή της στη μικρή κοινωνία δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Αντιθέτως, ο δωδεκάχρονος γιος της Αιμίλιος βρήκε στις πλαγιές του Παρνασσού τον παράδεισο του παιχνιδιού!
Κώστας και Φαίδωνας Μώρος,
δύο ευαίσθητοι φυσιολάτρες




Σε ένα κτήμα που φτάνει τα 200 στρέμματα, ο Κώστας Μώρος και ο γιος του Φαίδωνας (φωτ.) προσφέρουν στους επισκέπτες τη δυνατότητα να επιστρέψουν στις ρίζες τους, στην ίδια τη φύση. Το Κτήμα Αμφίκαια, χαρακτηρισμένο ως πρότυπο αγρόκτημα από την Ε.Ε., είναι ένα πιστοποιημένο βιολογικό αγρόκτημα, που περιλαμβάνει 4.000 δέντρα, ένα κτήμα με μεγάλη ποικιλία αρωματικών φυτών και ένα στάβλο με άλογα. Στόχος είναι ο επισκέπτης να περνάει καλά… μαθαίνοντας: να τρώει τον καρπό από το δέντρο, να κόβει ένα κλωναράκι σάλβια για να μάθει πώς μυρίζει, να γνωρίσει τα ελληνικά άλογα. Αυτό ήταν το όνειρο ζωής του Κώστα Μώρου από το 1968, όταν ανήκε στα «παιδιά των λουλουδιών».
«Μεγάλωσα στην Αθήνα και στα πεντηκοστά μου γενέθλια κατάλαβα ότι δεν πήγαινα τα πράγματα λίγο πιο πέρα. Αποφάσισα λοιπόν να αφήσω τις επιχειρήσεις μου στην Αθήνα και να επιστρέψω στον τόπο καταγωγής μου», εξομολογείται. Το όνειρο του πατέρα έγινε και όνειρο του γιου του Φαίδωνα, ο οποίος φροντίζει το κτήμα. Μόλις τελείωσε το σχολείο στην Αθήνα, ήρθε στην Αμφίκλεια. «Δεν την μπορούσα την Αθήνα. Το βουνό και ο χειμώνας με κερδίζουν. Είναι τρόπος ζωής και πιστεύω ότι όποιος έρχεται, το καταλαβαίνει και αυτός μαζί μας», λέει ο Φαίδωνας. Το στοιχείο που κάνει ακόμα πιο ξεχωριστό το κτήμα είναι η ανθρώπινη ευαισθησία. «Εδώ έρχονται άνθρωποι που δεν θα τους δέχονταν πουθενά: παιδιά προς απεξάρτηση, με κινητικά προβλήματα, με ειδικές ανάγκες…», σημειώνει ο Κώστας Μώρος. Τα βιοκλιματικά σπιτάκια (και μάλιστα χωρίς τηλεόραση) διαθέτουν ειδικές υπηρεσίες – πρόσφατα εγκαινιάστηκε και μονάδα τηλεϊατρικής. Το Memo στην επόμενη σελίδα..
Kathimerini.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου