Ο Τάκης Παυλοστάθης (1946-1999), εξέχουσα μορφή της ποίησής μας από τη μεταπολίτευση και εξής, έδωσε μόνο δύο βιβλία όσο ζούσε (1974 και 1993) και λιγοστά σκόρπια δημοσιεύματα, που ήταν όμως αρκετά για να του εξασφαλίσουν θερμούς φίλους και θαυμαστές. Αν και ολιγογράφος εκ φύσεως και εν πεποιθήσεως, άφησε ωστόσο έναν πολύ μεγαλύτερο όγκο ευσυνείδητης από την αρχή, αλλά και και ώριμης παραγωγής που συγκεντρώνεται στον παρόντα τόμο μερίμνη του Δήμου Άμφισσας -της ιδιαίτερης πατρίδας του- και που ανασηματοδοτεί τον ρόλο του στις πνευματικές ζυμώσεις, τις αναζητήσεις και τους προσανατολισμούς της χώρας μας κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Ο Τάκης παρέμεινε πάντα μοναχικός και απόμακρος, σε συνειδητό αυτοεγκλεισμό σύμφωνο με... τα υψηλά του κριτήρια με τα οποία αξιολογούσε κάθε δημόσια παρουσία. Η δική του δημόσια παρουσία υπήρξε ελάχιστη πλην όμως διακριτή. Δύο ποιητικές συλλογές, λίγα πεζά και μερικές βιβλιοκρισίες δημοσιευμένα σε περιοδικά ύστερα από έντονες παρακινήσεις φίλων. Το ελάχιστο που είναι όμως ήδη πολύ
Χρονογράφημα
--…Πάμε να περπατήσουμε, κάπου θα βρούμε να περπατήσουμε.
-- Τόπο θα βρούμε;
-- Στο χώρο, δεν πειράζει, ας βαδίσουμε στο χώρο τον απρόσωπο…
Νέος επιστήμων
Κατεβαίνεις κομψά δυο-δυο τα σκαλιά
π’ αγκομαχώντας εγώ ανεβαίνω
αφ’ υψηλού κυριολεκτικά μου ρίχνεις πολυάσχολο «γεια»
«γεια» μιλάω και γω μα στην ουσία σωπαίνω.
Τί να γίνει διακοπή ρεύματος μωρό μου
για κανέναν δεν λειτουργεί ο ανελκυστήρ
μα σ’ όλο τον πέμπτο όροφο εσύ είσαι ο αστήρ
κι εγώ απ’ τους τόσους μονάχα ένας μνηστήρ.
Τί να γίνει διακοπή ρεύματος μωρό μου
μα εσένα σε βρίσκει σε προσπάθεια
ήσσονα μπρος σε κατήφορο
κι εμένα στο ζόρικο μπρος στον ανήφορο.
Είναι το ξέρω γενικό το κακό
μα εσύ σε στρωμένη δουλειά παίρνεις μισθό
ενώ εμείς δίπλα στου ελεύθερου επαγγέλμα-
τος τον τροχό περιμένουμε τον Γκοντό
και γενικότερα ακόμα γενικό
είναι το κακό, το μόνο π’ αλλάζει
είναι του καθενός το μερτικό.
Όλο και πιο χρυσή Πηνελόπη το παίζεις
δεν μ’ ακούς τίποτε εσχάτως δεν ακούς
έχεις βάλει πλώρη για τον έβδομο
όροφο στης επιτυχίας τον ουρανό.
Με παίρνεις στο τηλέφωνο
να μάθεις τί κάνω με ρωτάς
σε ρωτάω για τον «φόνο» δεν μ’ απαντάς
σου λέω για το «κρίνο» αλλού το πας.
Τί θέλεις να κάνω τί θέλεις να κάνω
χτυπάω μύγες, χτυπάω μύγες
σβήνω τα φώτα.
Αχρονολόγητο ποίημα, πρώτη δημοσίευση :
Ποιήματα και πεζά (1964-1999), 2006
Ελεύθερες ώρες
Η διασκέδαση είναι σχεδόν ακατόρθωτη.
Κάτι χαλάει τις βραδιές
τις παρέες τα θεάματα.
Εγώ επινοώ αστυνομικά μυθιστορήματα
γυρίζω τις ταινίες μόνος μου στο μυαλό μου
εκεί σε μένα για μένα
Όταν αυτό καταντά κουραστικό
-και τι δεν καταντά κουραστικό;-
περιδιαβάζω στο κέντρο της πόλης
κοιτάζω, απλώς κοιτάζω
με άπειρη καλοσύνη.
Αυτό είναι ευχάριστο
Αν θέλω να βλέπω
βλέπω εμένα να περπατάει
Είμαι ευτυχισμένος
Κοιτάζω, δεν θέλω να βλέπω
τα πρόσωπα
τις κινήσεις των μελών
τα βλέμματα του άσχημου κόσμου
την καλοσύνη μου εξαπατημένη
την ευτυχία μου κάπως τραγική,
τη ζωή ν' αντιγράφει τη ζωή
δίχως κάποιες αξιώσεις, κάποια τέχνη...
Ούτε μια δραχμή δε δίνω για τέτοιο έργο...
Ταχύνω το βήμα μου
ταχύνω το βλέμμα μου
Πολλά βήματα απαιτούνται
μέχρι να επανεύρω τον κανονικό ρυθμό...
δυστυχισμένα μου βήματα...
Από τα Ευρεθέντα
Από Εν Αμφίσση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου