Τα γράμματα βρίσκονταν πάντα εκεί, μέσα στο γιαπωνέζικο τσίγκινο κουτάκι τους, το σφραγισμένο με βουλοκέρι, στην εντοιχισμένη ντουλάπα της κρεβατοκάμαρας, κάτω από στοίβες παλαιών βιβλίων, με κιτρινισμένα φύλλα και φθαρμένες ράχες. Δεν μιλούσε γι αυτά αλλά δεν ήταν και κανένα μυστικό. Ήταν γνωστή η σχέση του με κάποια Ντόρα, πολλά χρόνια πριν τον πρώτο του γάμο. Όταν το κουτάκι ανοίχθηκε ο Φώτης είχε ήδη φύγει. Πήρα τα γράμματα στην Αθήνα, δεν μπορούσα να τα διαβάσω αμέσως, έπρεπε να περάσει λίγος χρόνος, λίγος ακόμη, τα γράμματα ήξεραν να περιμένουν. Θαύμαζα μόνο τον γραφικό τους χαρακτήρα, τη συχνότητά τους, τα γραμματόσημα της εποχής με τις βασιλικές σφραγίδες, την αποφορά τους, γράμματα όλα μιας γυναίκας, που αγαπούσε πολύ. Ύστερα ήρθαν και τα κιτρινισμένα τους φύλλα, τα αποξηραμένα πέταλα που χαν φωλιάσει στις διπλωμένες σελίδες, τα ίχνη από κραγιόν που διέγραφαν δυο χείλη, τα πολλά λόγια, λόγια που γέμιζαν σελίδες, πολλές σελίδες σε κάθε φάκελο. Δεν υπήρχαν τα λόγια του Φώτη, πως άλλωστε; Μόνο τα γράμματα της Ντόρας, που έπαιρναν τη θέση τους σ’ αυτό το κουτάκι που του χε στείλει η ίδια για να φυλάσσει την αλληλογραφία τους.
Όταν άρχισα να διαβάζω τα γράμματα ήξερα λίγα πράγματα για την Ντόρα, μόνο ότι ήταν γιατρός, διορισμένη στα μέσα του 50 στην Άμφισσα, μια ιδιόμορφη προσωπικότητα, ... αντικομφορμιστική, και ότι η σχέση της με το Φώτη υπήρξε τρικυμιώδης. Διαβάζοντας τα δεν έμαθα και περισσότερα, η ερωτική αλληλογραφία δεν πληροφορεί, απλώς μιλά, μιλά σε αυτόν που δεν μιλά, που κρύβεται μέσα στους αδύναμους αντικατοπτρισμούς του. Τον Φεβρουάριο του 57 η Ντόρα φεύγει από την Άμφισσα γιατί διορίζεται στα Τρίκαλα. Δεν πηγαίνει όμως αμέσως αλλά μένει για λίγες μέρες στο πατρικό της στην Αθήνα, απ’ όπου και τα πρώτα της γράμματα προς τον Φώτη. Οι επιστολές αυτές στέλνονταν ταχυδρομικά αλλά και με το λεωφορείο του ΚΤΕΛ, έμπαιναν μέσα σ’ ένα βιβλίο, σ’ ένα μικρό δεματάκι και με το τελευταίο δρομολόγιο έστελναν και το δεύτερο γράμμα τους. Ήθελε να πληροφορεί στο Φώτη την κάθε στιγμή της, να τον κάνει κοινωνό της καθημερινότητα της. Το μόνο όμως που κατορθώνει είναι να εκθέτει το πάθος της, αυτό που τελικά δεν πληροφορείται. Είναι τόσο έντονος ο τόνος των συναισθημάτων της που διασαλεύει κάθε δυνατότητα δομής, κάθε συνθήκη οργάνωσης. Γίνεται έτσι μια αφόρητη γλώσσα, αυτή η γλώσσα της αναμονής. Η αλληλογραφία τους θα διαρκέσει έναν ολόκληρο χρόνο. Θα του μιλά σχεδόν καθημερινά, παράφορα, όπως κάθε ερωτευμένος. Θα ξενυχτά γράφοντας, «έγινε ολόκληρη η ζωή μου μια συνεχής πέννα που γράφει», θα θυμάται, τα χρόνια που πέρασαν μαζί, τις τρυφερές τους στιγμές, τις εντάσεις, τη συμφιλίωση που ακολουθούσε, το τοπίο του ελαιώνα, τα σοκάκια της πόλης. Ο Φώτης θα σιωπά. Πως αλλιώς…
Από leximata.blogspot.com που μπορείτε να διαβάσετε και την συνέχεια αν θέλετε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου