όπως τα θυμάμαι…
Γράφει ο Ευθύλογος
Ημέρα Παρασκευή. Ακριβώς μια βδομάδα πριν από τη Μ. Παρασκευή. Ώρα 7.30 πμ. περίπου. Ετοιμαζόμουν για το σχολείο. Πήγαινα στην «ογδόη» Γυμνασίου, όπως λέγαμε τότε. Αντιστοιχεί στην σημερινή Γ΄ Λυκείου.
Δεν είχαμε ραδιόφωνο στο πατρικό μου σπίτι – εκεί θα βλέπατε τι θα πει φτώχεια – αλλά κάθε μέρα άκουγα τις πρωινές ειδήσεις από το ραδιόφωνο του γείτονα. Τα αυτοκίνητα ήταν ελάχιστα στην επαρχία και ο μόνος θόρυβος προέρχονταν από τις φωνές των γυναικών που συνεννοούνταν από αυλή σε αυλή.. Μόνο που αυτή επικοινωνία άρχιζε κατά τις εννιά. Έτσι κάθε ραδιόφωνο εξυπηρετούσε και κάποιους πρωινούς «τζαμπατζήδες» σαν την αφεντιά μου. Ειδικά αν ο ευτυχής ιδιοκτήτης ήταν βαρήκοος όπως ο κυρ Μίλτος, και το έβαζε στη «διαπασών».
Κι εκεί λοιπόν που περίμενα να ακούσω ειδήσεις, ακούω εμβατήρια. Παραξενεύτηκα. Δεν είχαμε καμιά εθνική γιορτή και δεν ήξερα ότι κάθε χούντα δηλώνει την παρουσία της με εμβατήρια
Η μάννα αγράμματη, ο πατέρας είχε φύγει για το ... πενιχρό και αμφίβολο μεροκάματο κι έτσι στο σχολείο έμαθα τα καθέκαστα. Κι αυτά λειψά και κατευθυνόμενα γιατί η κύρια πηγή πληροφόρησης ήταν ένας συμμαθητής μας, γιος συνταγματάρχη.
Δυο τρεις καθηγητές που τους εκτιμούσα ιδιαίτερα και τους είχα κατατάξει στα «ανοιχτά μυαλά» φαίνονταν ιδιαίτερα προβληματισμένοι. Το ίδιο και ο Γυμνασιάρχης που ήξερα ότι στη διάρκεια της κατοχής ήταν στην Αντίσταση, κάτι λέγανε και για εξορία αλλά δεν το επιβεβαίωσα ποτέ.
Καμιά σχετική κουβέντα στην τάξη.
Σε ένα διάλειμμα κοίταξα επίμονα και ερωτηματικά στα μάτια έναν από αυτούς τους καθηγητές – νέος τότε, κοφτερό μυαλό, χιουμορίστας και καλλιεργημένος, μετά τη χούντα υπήρξε ένας από τους συγγραφείς του βιβλίου των Νέων Ελληνικών της Β΄ Λυκείου.
Παρά το ότι πήγαινα στο «πρακτικό» - τμήμα που το κύριο βάρος έπεφτε στα Μαθηματικά και στη Φυσικοχημεία – είχαμε αναπτύξει μια αμοιβαία εκτίμηση.
Κατάλαβε, με πλησίασε κι αν θυμάμαι καλά, μου είπε «Δύσκολα τα πράγματα». Τίποτε άλλο.
Το μεσημέρι – πάλι ο μακαρίτης ο κυρ Μίλτος, ο γείτονας με το ραδιόφωνο - άκουσα το διάγγελμα του Παπαδόπουλου. Βραχνή και «σφιγμένη» φωνή, σαν να προέρχονταν από τον λάρυγγα ανθρώπου που είχε μόνιμη δυσκοιλιότητα και ζορίζονταν.
«Ελληνικέ λαέ,
Από μακρού χρόνου η χώρα διήρχετο μιαν κρίσιν αναζητούσα διέξοδον εξ ενός αδιεξόδου εις το οποίον είχεν εισέλθει. (. . .) Προ αυτής της καταστάσεως ο εθνικός στρατός, αι ένοπλοι δυνάμεις της χώρας … .»
Ο τόνος της φωνής του και η περίεργη καθαρεύουσά του δε θα σβηστούν ποτέ από τη μνήμη μου. Αργότερα προστέθηκαν και τα γυάλινα μάτια του.
Το απόγευμα μαζευτήκαμε όλα τα παιδιά της γειτονιάς – ναι τότε βρίσκαμε λίγο καιρό να παίξουμε και να ερωτευθούμε - και κάποια στιγμή άρχισα μιμούμενος τη φωνή του Παπαδόπουλου να λέω.
Ελληνικέ λαέ, από μακρού χρόνου … κλπ.
Γυρίζοντας στο σπίτι με περίμενε η μάννα μου τρομοκρατημένη.
Παιδί μου, ήρθε η Λαμπρινή και μου είπε να προσέχεις. Σε άκουσε ο Γιώργος να κοροϊδεύεις τον Παπαδόπουλο.
Γιώργος ήταν ο άντρας της Λαμπρινής, ένας καλοκάγαθος αστυνομικός που με άκουσε φαίνεται και έστειλε τη γυναίκα του να με προφυλάξει. (Ναι υπήρχαν και τότε καλοί αστυνομικοί όπως και τώρα).
Μέχρι το βράδυ είχαμε καταλάβει καλά τι είχε συμβεί. Μάθαμε και τα ονόματα των άλλων φαιδρών πλην επικίνδυνων πρωταγωνιστών.
Το ίδιο βράδυ κιόλας εφαρμόστηκε το μέτρο για την απαγόρευση της κυκλοφορίας.
Ήδη είχαν μπει σε εφαρμογή κι άλλα μέτρα όπως η απαγόρευση συγκεντρώσεων, η υποχρέωση να δηλώνουμε στην αστυνομία ποιον φιλοξενούμε, άρχισε η λογοκρισία εφημερίδων και περιοδικών απαγορεύτηκαν συγκεκριμένα βιβλία καθώς και η μουσική του Θεοδωράκη κλπ.
Σε καναδυό μέρες ακούσαμε και τον δεκάρικο του προέδρου της Κυβέρνησης Κωνσταντίνου Κόλλια. Ο μόνος μη στρατιωτικός στην Κυβέρνηση. Αυτός ήταν εισαγγελέας του Αρείου Πάγου.
Η διάβρωση της δικαιοσύνης είναι παλιά υπόθεση!
Φαίνεται πως πάντα στην Ελλάδα απατούνται «ιδιαίτερα προσόντα» για να φτάσει κάποιος σε ψηλές θέσεις.
Κι αν τους ξεφύγει και κανένας άλλος, φροντίζουν να τον παροπλίσουν γρήγορα….
Πέρασε ένας περίπου μήνας αβεβαιότητας και φόβου.
Και τότε κάποιο μεσημέρι διάβασα στο περίπτερο της γειτονιάς, που είχε αναρτημένες τις εφημερίδες, την είδηση
«Πτώμα αγνώστου ανδρός εξεβράσθη σε παραλία της Ρόδου. Εικάζεται ότι πρόκειται περί γνωστού δικηγόρου».
Και πράγματι επρόκειτο για τον Μαντηλαρά.
Τότε κατάλαβα για τα καλά τι εννοούσαν οι «αγανακτισμένοι πολίτες» που αναζητούσαν μέχρι τις 20 Απριλίου 1967 «έναν λοχία να μας σώσει».
Ο χουντικός μεσαίωνας κράτησε 7 χρόνια.
Στο διάστημα αυτό ακούγαμε πότε – πότε
«Πάει ο Νίκος, τον πήραν» ή «Πάλι εξορία ο μπάρμπα Χρήστος, όπως παλιά»
Η αιτία; «Δεν εμφορείτο από υγιείς απόψεις και ήτο εθνικώς επικίνδυνος»
Λένε πως κάποιος παλιός πολιτικός είπε κάποτε σε έναν από τους χουντικούς παράφρονες: Καλά ήρθατε. Να δω πως θα φύγετε!
Και πράγματι η αποχώρησή τους συνδέθηκε με την τραγωδία της Κύπρου.
Ώρες – ώρες σκέφτομαι ότι ποτέ δεν μάθαμε με βεβαιότητα αν κινήθηκαν μόνοι τους ή αν ήταν όργανα ξένων συμφερόντων. Για ένα πράγμα είμαι σίγουρος.
Ότι την πάθαμε σαν οι Γάλλοι.
Επαναστάτησαν, έδιωξαν τους Λουδοβίκους και ανέδειξαν τον Βοναπάρτη ισόβιο αυτοκράτορα!
Κάτι ανάλογο κι εμείς. Απαλλαγήκαμε [1] από τους ηλίθιους χουντικούς και πέσαμε στα νύχια μιας κοινοβουλευτικής ολιγαρχίας!
* * * * * * *
[1] Πάει πολύ να πω «επαναστατήσαμε εναντίον της χούντας». Υπήρξαν εστίες αντίστασης με κορυφαία το Πολυτεχνείο, όπως υπήρξαν και ομάδες καθώς και μεμονωμένοι πολίτες που έδρασαν εναντίον της χούντας αλλά αυτές οι ενέργειες δεν συνιστούν επανάσταση.
Ακριβώς γι αυτό οφείλουμε ιδιαίτερη τιμή σε όσους δολοφονήθηκαν, βασανίστηκαν ή εξορίστηκαν από το χουντικό καθεστώς. Είχαν το θάρρος να αντισταθούν.
Υ.Γ. Δεν θα μάθουμε ποτέ πλήρως την Ιστορία της Αντίστασης κατά της χούντας. Πάντως όποιος ενδιαφέρεται να πάρει μια ιδέα των αντιστασιακών ενεργειών και μάλιστα κατά χρονολογική σειρά μπορεί να ανατρέξει (εδώ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου