Απο την Ιστοσελίδα capital
Ένα βήμα πριν το γκρεμό βρίσκεται πλέον η ΛΑΡΚΟ, μετά την αρνητική στάση των βασικών μετόχων στην προοπτική αύξησης μετοχικού κεφαλαίου. Η ΑΜΚ επρόκειτο να τεθεί προς έγκριση, σε έκτακτη γενική συνέλευση την περασμένη εβδομάδα. Ωστόσο οι δύο βασικοί μέτοχοι, πλην του δημοσίου, δηλαδή η Εθνική Τράπεζα και η ΔΕΗ κατέστησαν εκ των προτέρων σαφές ότι η πρόταση δε θα γινόταν δεκτή, με αποτέλεσμα, η Γ.Σ. να ... ματαιωθεί. Έτσι η εταιρεία η οποία ήδη από το Δεκέμβριο έχει σταματήσει να πληρώνει προμηθευτές, έχει ως επιλογές είτε την προσφυγή εκ νέου στο δανεισμό ή την πτώχευση.
Από τα πλέον παράδοξα στην πορεία της ΛΑΡΚΟ, είναι ότι η κατάστασή της επιβαρύνεται από τον ίδιο το μέτοχό της. Ο λόγος για το κόστος ρεύματος, το οποίο μετά τις αυξήσεις που επέβαλε η ΔΕΗ, έχει μετατραπεί σε «βραχνά» για τη βιομηχανία. Σημειώνεται ότι η ΛΑΡΚΟ, κατά το πρότυπο πολλών εταιρειών του κλάδου διεθνώς, διέθετε στο παρελθόν ειδικό τιμολόγιο που ήταν συνδεδεμένο με τις διεθνείς τιμές LME του νικελίου. Μετά από πίεση της ΔΕΗ, το τιμολόγιο αποσυνδέθηκε από τις τιμές του νικελίου, παρά το γεγονός ότι το ρεύμα αποτελεί καθοριστικό παράγοντα κόστους. Δηλαδή η ΔΕΗ δεν δέχθηκε η εταιρεία στην οποία συμμετέχει να μπορεί να πληρώνει φθηνότερα το ρεύμα σε περιόδους ύφεσης, όπως η τρέχουσα και ακριβότερα, σε περιόδους που η αγορά είναι κερδοφόρα, όπως κατά την προηγούμενη διετία. Εκτός όμως από την αποσύνδεση της τιμής του ρεύματος από την τιμή του νικελίου, στη συνέχεια η ΔΕΗ, προχώρησε από το 2007 μέχρι το καλοκαίρι του 2008 σε μπαράζ νέων αυξήσεων με αποκορύφωμα την τελευταία αύξηση του περασμένου Ιουλίου κατά 10% (συνολικά τον τελευταίο χρόνο οι αυξήσεις έφτασαν το 30%).
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί καθοριστικά το κόστος παραγωγής λόγω της υψηλής κατανάλωσης (στην αιχμή της ζήτησης η βιομηχανία φτάνει στα 162MW αποτελώντας το δεύτερο μεγαλύτερο καταναλωτή ρεύματος στη χώρα). Το τιμολόγιο ρεύματος που καλείται να πληρώνει η εταιρεία πλέον φτάνει τα 63€/MWh, με τις τιμές LME του νικελίου στα 9.842$/τόνο. Για να γίνει αντιληπτό πόσο επιβαρύνεται η ΛΑΡΚΟ, αρκεί μόνο να γίνει σύγκριση με την τιμή του ρεύματος το 2003 όταν η τιμή LME ήταν περίπου ίδια στα 9.633$/τόνο. Τότε λοιπόν η εταιρεία πλήρωνε για το ρεύμα 21€/MWh. Δηλαδή με τις ίδιες τιμές του προϊόντος, η εταιρεία καλείται να πληρώσει το ρεύμα κατά 200% ακριβότερο. Πρακτικά αυτό σημαίνει για φέτος επιπλέον κόστος 40 έως 50 εκατ. ευρώ, όταν η χρήση αναμένεται να κλείσει με ζημιές 90 έως 100 εκατ. ευρώ, δηλαδή μόνο το επιπλέον κόστος του ρεύματος αντιπροσωπεύει τις μισές ζημιές του έτους. Την κατάσταση αυτή γνωρίζει «από πρώτο χέρι» η ΔΕΗ, καθώς η ΛΑΡΚΟ έχει δηλώσει αδυναμία να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της και δεν αποπληρώνει τους λογαριασμούς ηλεκτρικής ενέργειας.
Η μεταλλευτική βιομηχανία
Και βέβαια τα προβλήματα της ελληνικής ΛΑΡΚΟ, είναι ενδεικτικά των όσων αντιμετωπίζει συνολικά η βαριά μεταλλευτική βιομηχανία σε διεθνές επίπεδο. Έτσι εκτός από την τιμή LME του νικελίου που έπεσε από τα 31.400 $/ τόνο στα 9.600 το Δεκέμβριο, σε ελεύθερη πτώση βρίσκεται και η τιμή του αλουμινίου (1400$/ τόνο, απώλειες άνω του 50% από τα υψηλά του έτους). Πρόκειται για την πιο «συγγενική» παραγωγική δραστηριότητα προς το νικέλιο, καθώς η παραγωγή αλουμίνας, είναι ακόμη πιο ενεργοβόρα και ανελαστική ως προς τη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας, όπως συμβαίνει με την παραγωγή νικελίου (δηλαδή δεν μπορεί μια βιομηχανία παραγωγής αλουμίνας να κρατά κλειστές τις γραμμές παραγωγής την ημέρα και να λειτουργεί το βράδυ με φθηνότερο ρεύμα όπως π.χ. οι χαλυβουργίες).
Με τις τιμές της αλουμίνας λοιπόν να βρίσκονται σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, όλο και περισσότερες βιομηχανίες του κλάδου ανά τον κόσμο καλούνται να μειώσουν το κόστος παραγωγής τους, υιοθετώντας ακόμη και «οδυνηρές» αποφάσεις, όπως η μείωση παραγωγής ή το κλείσιμο μονάδων με υψηλό κόστος.
Μεγαθήρια του κλάδου όπως η Alcoa (ο μεγαλύτερος παραγωγός αλουμινίου στις ΗΠΑ) ανακοίνωσε μείωση παραγωγής κατά 15% ή 615,00 τόνους / έτος. Αντίστοιχες αποφάσεις έχουν ληφθεί και από άλλες εταιρείες όπως η Vimetco (Ρουμανία) που περιέκοψε την παραγωγή της κατά 25%,(160,000 τόνους/ έτος), η Chalco (Κίνα) κατά 18%(720,000 τόνους/ έτος), ενώ ο μεγαλύτερος παραγωγός στον κόσμο η Rusal ανακοίνωσε περικοπές του επενδυτικού της προγράμματος, υποστηρίζοντας ότι το 75% των μονάδων της σε Ευρώπη, Κίνα και Αμερική καθίστανται πλέον ζημιογόνες.
Εκπρόσωποι της βιομηχανίας χαρακτηρίζουν τις συνθήκες πρωτόγνωρες και δηλώνουν ότι οι αποφάσεις αυτές δεν είναι ευχάριστες, αλλά αποτελούν τη μόνη διέξοδο για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας των εταιρειών τους και του κλάδου γενικότερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου