Σελίδες
Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2009
Πάει και ο Δρόμος απο Αγία Ευθυμία για Λιδορίκι
Έτσι τώρα:
Έκπτωτο κήρυξε τον εργολάβο του έργου «Κατασκευή δρόμου Άμφισσας – Λιδορικίου» ο περιφερειάρχης.
Τώρα θα πρέπει να επαναδημοπράτηθεί το έργο (εντός του 2009 ελπίζουμε) και να δούμε πότε θα υπάρξει η επανέναρξη της κατασκευής του, μέχρι την ολοκλήρωσή του. Μέχρι τότε θα αποτελεί μια θαυμάσια χωμάτινη πίστα για να κάνουν προπόνηση όσοι ετοιμάζονται για το Ράλι ακρόπολις, οι υπόλοιποι θα ... βλαστημάμε την σκόνη και τους αφέντες του τόπου με την προκοπή που μας φέρανε.
Αυτός ο δρόμος δείχνει την κακομοιριά μας, ενώ σωστά διαπλατύνθηκε ο δρόμος μέχρι την Βουνιχώρα από εκεί και πέρα, ενώ ήταν φαρδύς επιλέχθηκε να ....αλλάξει η χάραξη για να κατέβει πέντε μέτρα πιο χαμηλά παράλληλα με τον προϋπάρχοντα δρόμο.
Φάγανε τα λεφτά, σιγά να μην και δεν τα τρώγανε , πως νομίζετε πως γίνανε πλούσιοι οι εργολάβοι και οι διαπλεκόμενοι της εξουσίας. Να κάνανε και κανένα έργο τουλάχιστον, τίποτα, από πατέντα σε πατέντα το πάνε και απο δουλειά μηδέν.
3η δύναμη παγκοσμίως στο ελαιόλαδο η Ελλάδα
Η Ελλάδα καταλαμβάνει την τρίτη θέση παγκοσμίως στην παραγωγή ελαιολάδου, ενώ αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη παραγωγό χώρα επιτραπέζιων ελιών στην ΕΕ, σύμφωνα με τα συμπεράσματα μελέτης που εκπόνησε η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ICAP Group.
Ωστόσο ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής ελαιολάδου (38%), καθώς και το μεγαλύτερο μέρος των επιτραπέζιων ελιών που καταναλώνονται στην εγχώρια αγορά διατίθενται σε χύμα μορφή.
Σύμφωνα με τη μελέτη της ICAP Group, o ... παραγωγικός τομέας του ελαιολάδου και του πυρηνελαίου αποτελείται από μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων, των οποίων το μέγεθος και η δραστηριότητα ποικίλουν, καθώς η διαδικασία παραγωγής, από την παραλαβή της πρώτης ύλης μέχρι τη διάθεση του τελικού προϊόντος, περιλαμβάνει διάφορα στάδια. Τα ελαιοτριβεία πραγματοποιούν την πρώτη φάση της παραγωγής ελαιολάδου, το οποίο στη συνέχεια είτε διατίθεται απευθείας προς κατανάλωση (βρώσιμο) σε μορφή χύμα, είτε προωθείται σε εμπορικές επιχειρήσεις (χονδρεμπόρους) για μεταπώληση στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, είτε δίνεται σε επιχειρήσεις επεξεργασίας και τυποποίησης. Στον κλάδο επίσης δραστηριοποιούνται και διάφοροι συνεταιρισμοί ή ενώσεις συνεταιρισμών, που έχουν ως κύρια δραστηριότητά τους τη συλλογή της παραγωγής των μελών τους και στη συνέχεια την εμπορία, επεξεργασία ή / και τυποποίηση αυτών.
Χαρακτηριστικό της παραγωγής του ελαιολάδου και του πυρηνελαίου είναι η κυκλικότητα που παρουσιάζει. Η ελληνική παραγωγή ελαιολάδου υπερκαλύπτει την εγχώρια ζήτηση, ενώ μεγάλες ποσότητες διατίθενται προς εξαγωγή. Η εγχώρια παραγωγή ελαιολάδου εκτιμάται ότι μειώθηκε 13% την περίοδο 2006/07 σε σχέση με το 2005/06. Η εγχώρια κατανάλωση ελαιολάδου αυξήθηκε κατά 3,1% την ίδια περίοδο. Η εγχώρια αγορά ραφιναρισμένου πυρηνελαίου σημείωσε αύξηση 1,8%.
Οι εισαγωγές που πραγματοποιούνται ετησίως σε ελαιόλαδο και πυρηνέλαιο είναι περιορισμένες, καθώς η εγχώρια παραγωγή στα εν λόγω προϊόντα επαρκεί για να καλύψει τη ζήτηση στη χώρα μας. Συνήθως οι εισαγωγές που πραγματοποιούνται σε ελαιόλαδο, αφορούν προϊόντα με ειδικά χαρακτηριστικά, με σκοπό την πρόσμιξη. Το 2007 οι εισαγωγές ελαιολάδου αυξήθηκαν κατά 60% περίπου σε σχέση με το 2006, προερχόμενες σχεδόν στο σύνολό τους από χώρες της ΕΕ.
Οι εξαγωγές ελαιολάδου και πυρηνελαίου παρουσιάζουν διακυμάνσεις ετησίως, καθώς το μέγεθός τους εξαρτάται κατ' αρχήν από το ύψος της εγχώριας παραγωγής (κυκλικότητα της παραγωγής), καθώς και από τη ζήτηση των χωρών του εξωτερικού. Το 2007 οι εξαγωγές ελαιολάδου και πυρηνελαίου εμφάνισαν μείωση 15% και 30,4% αντιστοίχως.
Ένα μεγάλο μέρος της εγχώριας αγοράς καλύπτεται διαχρονικά από το μη τυποποιημένο / συσκευασμένο ελαιόλαδο, το μερίδιο συμμετοχής του οποίου διαμορφώθηκε το 2006/07 σε 38%. Το τυποποιημένο ελαιόλαδο εκτιμάται ότι κάλυψε την ίδια περίοδο το 27% της αγοράς, ενώ ποσοστό περίπου 35% αφορά την αυτοκατανάλωση.
Η αγορά του ελαιολάδου στην Ελλάδα θεωρείται πλέον ώριμη και κατά συνέπεια για την ανάπτυξη του κλάδου σημαντική διέξοδο αποτελούν οι εξαγωγές. Σύμφωνα με τις ισχύουσες τάσεις, η εγχώρια αγορά ελαιολάδου αναμένεται να παρουσιάσει αύξηση κατά 2%-3% την περίοδο 2007/08-2008/09. Η ζήτηση του πυρηνελαίου στην εγχώρια αγορά παραμένει περιορισμένη, καθώς χρησιμοποιείται σαν υποκατάστατο του ελαιολάδου. Σύμφωνα με εκτιμήσεις παραγόντων του κλάδου, η αγορά πυρηνελαίου αναμένεται να παρουσιάσει μείωση κατά την τρέχουσα ελαιοκομική περίοδο (2007/08).
Στα πλαίσια της συγκεκριμένης μελέτης έγινε και χρηματοοικονομική ανάλυση των επιχειρήσεων επεξεργασίας και τυποποίησης ελαιολάδου και πυρηνελαίου βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Επίσης, συνετάχθη ο ομαδοποιημένος ισολογισμός βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος 20 εταιρειών, για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία ισολογισμών των χρήσεων 2006 και 2007. Όπως προκύπτει από τα δεδομένα αυτά, το σύνολο του ενεργητικού των εν λόγω επιχειρήσεων σημείωσε αύξηση 8,3% το 2007. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται κυρίως στην αύξηση των αποθεμάτων και των καθαρών παγίων. Τα ίδια κεφάλαια των εταιρειών του δείγματος αυξήθηκαν το 2007 κατά 7%. Οι συνολικές πωλήσεις των επιχειρήσεων μειώθηκαν το ίδιο έτος κατά 8,6%. Το κέρδος προ φόρου εισοδήματος σημείωσε μείωση 31,37% το 2007. Για τις επιχειρήσεις παραγωγής πυρηνελαίου συνετάχθη ο ομαδοποιημένος ισολογισμός 12 εταιρειών, για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμα οικονομικά στοιχεία τη διετία 2006-2007. Το σύνολο ενεργητικού των εν λόγω επιχειρήσεων παρουσίασε μείωση 2,9% το 2007. Τα συνολικά ίδια κεφάλαια αυξήθηκαν 33,5% περίπου το ίδιο έτος. Μείωση 29,7% παρουσίασαν οι πωλήσεις των 12 επιχειρήσεων το 2007 σε σχέση με το 2006. Τα λοιπά λειτουργικά έξοδα των επιχειρήσεων αυξήθηκαν το 2007 κατά 28,6%, ενώ μείωση 60% παρουσίασαν το ίδιο έτος τα μη λειτουργικά έσοδα.
Στον κλάδο των επιτραπέζιων ελιών δραστηριοποιείται ένας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων. Ανάλογα με τη δραστηριότητά τους διακρίνονται σε: επιχειρήσεις επεξεργασίας επιτραπέζιων ελιών, σε επιχειρήσεις τυποποίησης επιτραπέζιων ελιών και σε επιχειρήσεις που καλύπτουν και τα δύο προαναφερόμενα στάδια. Ορισμένες επιχειρήσεις επεξεργάζονται ή και τυποποιούν τα συγκεκριμένα προϊόντα για λογαριασμό τρίτων, ενώ υπάρχουν και κάποιες οι οποίες ασχολούνται αποκλειστικά με το χονδρικό εμπόριο βρώσιμων ελιών. Οι περισσότερες επιχειρήσεις αναπτύσσουν έντονη εξαγωγική δραστηριότητα, καθώς διαθέτουν το μεγαλύτερο μέρος των προϊόντων τους σε αγορές του εξωτερικού, σε χύμα ή τυποποιημένη μορφή.
Οι αγοραστές των προϊόντων που διαθέτουν οι εξεταζόμενες επιχειρήσεις είναι κυρίως σουπερμάρκετ. Όπως εκτιμούν παράγοντες της αγοράς, τα σουπερμάρκετ διαθέτουν ισχυρή διαπραγματευτική δύναμη έναντι των μικρότερων επιχειρήσεων. Σε αυτό συμβάλλει η μεγάλη προσέλευση καταναλωτών στα συγκεκριμένα καταστήματα και ο υψηλός όγκος πωλήσεων που πραγματοποιείται μέσα από αυτά. Παράλληλα, μεγάλο μέρος των εξεταζόμενων προϊόντων διακινείται σε χύμα μορφή, γεγονός που επηρεάζει αρνητικά τη διαπραγματευτική δύναμη των εταιρειών του κλάδου απέναντι στα σούπερ μάρκετ και ιδιαίτερα τις μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων.
Το μέγεθος της εγχώριας παραγωγής επιτραπέζιων ελιών παρουσιάζει διακυμάνσεις ετησίως, καθώς εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν. Επίσης, χαρακτηριστικό της παραγωγής των συγκεκριμένων προϊόντων είναι η κυκλικότητα, η περίοδος της οποίας κυμαίνεται μεταξύ δύο και τριών ετών.
Η εγχώρια παραγωγή επιτραπέζιων ελιών παρουσίασε μείωση 14% περίπου την ελαιοκομική περίοδο 2006/07 σε σχέση με την περίοδο 2005/06. Η εγχώρια κατανάλωση επιτραπέζιων ελιών μειώθηκε το ίδιο διάστημα κατά 7,1%. Το μεγαλύτερο μέρος των επιτραπέζιων ελιών που καταναλώνονται στην εγχώρια αγορά διατίθεται σε χύμα μορφή. Εντούτοις, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται σταδιακά μια αύξηση του μεριδίου συμμετοχής των τυποποιημένων επιτραπέζιων ελιών.
Σύμφωνα με τις ισχύουσες τάσεις, η εγχώρια αγορά τυποποιημένων επιτραπέζιων ελιών αναμένεται να παρουσιάσει αύξηση κατά 5% την περίοδο 2007/08.
Στα πλαίσια της μελέτης έγινε και χρηματοοικονομική ανάλυση των επιχειρήσεων επεξεργασίας και τυποποίησης επιτραπέζιων ελιών βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Επίσης, συνετάχθη ο ομαδοποιημένος ισολογισμός βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος 20 εταιρειών, για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία ισολογισμών των χρήσεων 2006 και 2007. Όπως προκύπτει από τα δεδομένα αυτά, το σύνολο ενεργητικού και τα ίδια κεφάλαια των επιχειρήσεων του δείγματος αυξήθηκαν κατά 25,23% και 15,14% αντιστοίχως το 2007. Οι πωλήσεις τους σημείωσαν αύξηση 19,12% το ίδιο έτος, ενώ και το κέρδος προ φόρου εισοδήματος αυξήθηκε κατά 183,2%.